Γράφουν οι κ.κ.
Κουτσουπιά Μαρία-Ωραιοζήλη, Δικηγόρος Αθηνών / Υποψήφια Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου, Τμήμα Νομικής Ε.Κ.Π.Α. / Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης Δημοσίου/Διοικητικού Δικαίου / Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου
Νικολοπούλου Αναστασία, Δικηγόρος Αθηνών / Π.Μ.Σ. στη Παγκόσμια Δημοσιογραφία, Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. Α.Π.Θ.
Μαρκόπουλος Χ. Θωμάς, Π.Μ.Σ. Διεθνών Σπουδών, Ευρωπαϊκών Σπουδών και Διπλωματίας Παν. Μακεδονίας / Επικοινωνιολόγος / Δημοσιογράφος
200 χρόνια Ελλάδα. 200 χρόνια Ελευθερία και Δημιουργία. 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση! Το 2021 η Ελλάδα γιορτάζει τα 200 χρόνια από την Επανάσταση που οδήγησε στην Απελευθέρωση, εθνικά, οικονομικά, κοινωνικά. Ήταν μια νέα αρχή για την Πατρίδα, μια τεράστια αρχή. Από τον εθνικό ξεσηκωμό του 1821 δεν απουσίαζε η ενθουσιώδης και ηρωική συμμετοχή των γυναικών κάθε ηλικίας και καταγωγής. Αγωνίστριες από κάθε κοινωνική τάξη και τόπο έσπευσαν να συμβάλουν στην εξέγερση, αψηφώντας τον πανίσχυρο οθωμανικό στρατό. Για πολύ μεγάλο διάστημα ωστόσο, η παρουσία των γυναικών στον Αγώνα δεν είχε εκτιμηθεί επαρκώς.
Οι περισσότεροι ιστορικοί και ερευνητές του 19ου αιώνα επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους στον στρατηγικό νου και τη μαχητικότητα των ανδρών, αδικώντας τον γυναικείο παράγοντα.
Η στάση αυτή βέβαια, ενδεχομένως να αιτιολογείται με μια ματιά στις τότε κοινωνικές περιστάσεις. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στο ανδροκρατικό πλαίσιο σκέψης της εποχής. Ωστόσο, η λαϊκή μας μούσα εξύμνησε τη φιλοπατρία, την αγωνιστικότητα και τον ηρωισμό της Ελληνίδας αγωνίστριας, είτε όταν πρωταγωνιστούσε στα πεδία των μαχών είτε όταν περίμενε τα παιδιά ή τον σύζυγό της να επιστρέψουν απ’ τις συγκρούσεις. Το πλήθος των ηρωίδων που συναντούμε στη δημοτική μας παράδοση μας αφήνει ίχνη της μεγάλης συμβολής της γυναίκας στην Επανάσταση.
Ο γυναικείος πληθυσμός της Ελλάδας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο όχι μόνο κατά τον σχεδόν οκταετή ξεσηκωμό, αλλά και σε όλη την προηγούμενη περίοδο. Γαλουχημένες στη σκληρή εποχή της οθωμανικής κατοχής, αγωνίστηκαν ισάξια με τους άντρες, όταν έφθασε η ώρα της Επανάστασης. Οι Σουλιώτισσες ήταν εκείνες που έλυσαν με τα ξίφη τους το ζήτημα της… ισότητας των δύο φύλων, αψηφώντας τις παραινέσεις των ανδρών τους να κρυφθούν στα δάση και τις σπηλιές, αλλά κυρίως την βαρβαρότητα και την καταπίεση των Τούρκων στρατιωτικών και ατάκτων. Πράγματι, όπως μας θυμίζει και η δημοτική μας παράδοση, ο ηρωισμός τους είναι μνημειώδης: «Οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μες στη μαύρη τη σκλαβιά».
Ο χορός του Ζαλόγγου, τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1803, αποτέλεσε ένα γεγονός που συγκλόνισε την Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη. Αναφέρει χαρακτηριστικά η πένα της εποχής: «Στο Σούλι, η γυνή δεν εκλείετο εις γυναικωνίτην, αλλ’ ούτε εθεωρείτο ασθενεστέρα του ανδρός ύπαρξις. Ήτο η σύντροφος, η συνεργάτις, η σύμμαχος του ήρωος ανδρός. Ο της ελευθερίας τον θρόνον εις τα απρόσιτα όρη της πατρίδος του υψώσας Σουλιώτης, έδωκε μόνος το όπλον εις την χείρα της συζύγου και της θυγατρός του και την έταξεν ως άγγελον φύλακα προ του θρόνου αυτής».
Πολλά ήταν και τα ατομικά παραδείγματα ατρόμητων γυναικών που έμειναν στην ιστορία με το όνομα τους. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, αντιστάθηκε γενναία, όταν ο Αλή πασάς έστειλε ισχυρό απόσπασμα για να καταλάβει το Σούλι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μάχης, τα όπλα των ανδρών περιήλθαν σε αχρηστία λόγω υψηλής θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να κηρύξουν προσωρινή ανακωχή. Η Τζαβέλα, η οποία μέχρι τότε κρατούσε απόσταση από το σημείο της μάχης, παρατηρώντας τη διακοπή των πυροβολισμών, υπέθεσε πως οι Οθωμανοί σκότωσαν τους Σουλιώτες. Τότε, επικεφαλής 400 γυναικών, επιτέθηκε στους Τουρκαλβανούς του Αλή, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Το μέγα επίτευγμά της γέμισε δέος τους Οθωμανούς, ενώ ενέπνευσε τη λαϊκή παράδοση.
Ωστόσο, οι Σουλιώτισσες δεν ήταν οι μόνες που αντιστάθηκαν στον οθωμανικό ζυγό. Ξακουστή είναι η στάση των γυναικών του Μεσολογγίου, οι οποίες, κατά τη μεγάλη Έξοδο, πολεμούσαν κρατώντας με το ένα χέρι το σπαθί και με το άλλο το μωρό τους, ενώ μετά τη φοβερή σφαγή των κατοίκων της Χίου, το 1822, οι αιχμάλωτες γυναίκες δεν δέχονταν τροφή, ώστε πεθαίνοντας από την πείνα, να μην εξευτελιστούν στα σκλαβοπάζαρα. Μόνο ενδεικτικές είναι αυτές οι αναφορές για τον ηρωισμό της Ελληνίδας του ‘21, τον οποίο συναντούμε σε όλες τις εστίες της Επανάστασης.
Δύο κορυφαία σύμβολα της γυναικείας μαχητικότητας με αναμφίβολο κύρος είναι οι γυναίκες σύμβολα: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1776-1825) και Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840). Η πρώτη, ενθουσιώδης και δυναμική, καταγόμενη από Κυκλαδίτικη οικογένεια, ρίχτηκε στον Αγώνα προσφέροντας τεράστιο μέρος της περιουσίας της και διαθέτοντας τα πλοία της, πέρα από γιους, ανίψια και άτομα που ήταν στην δούλεψη της, όλα στον αγώνα, ενώ η δεύτερη έκανε γνωστούς τους σκοπούς της Επανάστασης, απευθυνόμενη σε κυρίες της αστικής και μεσοαστικής ευρωπαϊκής κοινωνίας, κυρίως Αγγλίδες και Γαλλίδες φιλέλληνες. Αξίζει να σημειωθεί πως η περίφημη και πολιτικά γοητευτική Μαυρογένους, που ηγήθηκε σε σημαντικές εκστρατείες, όπως αυτές των Καρύστου, Πηλίου, Φθιώτιδας και Βοιωτίας και της Μυκόνου, πέθανε σε καθεστώς απόλυτης ένδειας, αφού διέθεσε ολόκληρη την περιουσία της για την Επανάσταση. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε δική της οικογένεια. Μάλιστα, όταν κάποτε μετά την Επανάσταση την ρώτησαν ”τι προσέφερε στον αγώνα”, εκείνη με σεβασμό είπε ”τίποτα”. Η γυναίκα αυτή, που ο Καποδίστριας ονόμασε επίτιμο αντιστράτηγο, κατά τη διήγηση του φιλέλληνα Περιβιάνο Τζεκίνι, «…περιέπεσεν εις εσχάτην πενίαν, σκληρώς λησμονηθείσα και εγκαταλειφθείσα υπό πάντων».
Η Μανιάτισσα αγωνίστρια Σταυριάνα Σάββαινα, η οποία είχε πάρει μέρος σε πλήθος σημαντικών μαχών, αιτούμενη κοινωνική πρόνοια από τον Καποδίστρια, αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια διά τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις»
Η «Εφημερίς των Κυριών» γράφει γι’ αυτήν: «Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχρινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου. Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Ελληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος».
Η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, επίσης καταγόμενη από την Πελοπόννησο, για να εκδικηθεί τον θάνατο του κλέφτη πατέρα της από τους Τούρκους παίρνει τα όπλα, υψώνει επαναστατική σημαία στο σπίτι της και επικεφαλής δύναμης 500 ανδρών αναγκάζει τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο του Μυστρά, ρίχνει την ημισέληνο από το τέμενος και σκοτώνει τον βοεβόδα της περιοχής αφού πρώτα πυρπολεί το σπίτι του.
Η μνημειώδης συνεισφορά των Σουλιωτισσών στον Αγώνα είναι καταγεγραμμένη σε πλήθος δημοτικών τραγουδιών. Από αυτά δεν θα μπορούσε να λείπει η ξακουστή αγωνίστρια, Ελένη Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου και αδερφή του Νότη, η οποία μετά τη μάχη του Σέλτσου, έπεσε και πνίγηκε στον Αχελώο για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Η ηρωική πράξη της 19χρονης Σουλιώτισσας τραγουδήθηκε από όλους τους Έλληνες. Κατά μία εκδοχή οι διώκτες της νεαρής ήταν τρεις, κατά μία άλλη επτά.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, αρκετά χρόνια μετά, απηχεί τις σκέψεις πολλών Ελλήνων της εποχής: «Μία γυνή, μία κόρη κατά επτά. Μία γυνή φέρουσα προ του θανάτου υψηλά το μέτωπον και ωσεί λάβαρον της θρησκείας και του πατριωτισμού της το μέγα όνομα, το οποίον οι αδελφοί της απηθανάτισαν: Εγώ είμ’ η Λέν’ του Μπότσαρη, η αδελφή του Νότη. Τι δεν περιλαμβάνουν, τι δεν λέγουν αι λέξεις αυταί. Δεν ηξεύρω, εάν των μεγάλων και κραταιοτάτων του κόσμου κατακτητών κόραι και σύζυγοι, ηδύναντο να αναμετρηθούν προς την αγρίαν εκείνην παρθένον του Σουλίου, την γνωρίζουσαν τόσον να τιμά το όνομα, το οποίον η ανδρεία και ο πατριωτισμός κατέστησαν μέγα. Είμαι η Λέν’ του Μπότσαρη δηλαδή η κόρη της τιμής, του παλληκαρισμού, της ξακουσμένης ανδρείας. Η κόρη γενεάς, η οποία ουδέποτε έσκυψε το μέτωπον προ τυράννων, η οποία αψηφεί τας μυριάδας των εχθρών, η οποία ουδένα άλλον ανεγνώρισεν αρχηγόν εις ουδενός άλλου τα διατάγματα υπήκουσε ή εις αυτού του Θεού».
Εξίσου σημαντικές μορφές του Σουλίου ήταν οι Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, η Δέσπω Μπότση και η Χρυσούλα Μπότσαρη. Από τις σκόρπιες πληροφορίες που έχουμε για τις γυναίκες του Σουλίου, κάποιες αφορούν την καθημερινότητά τους ή ακόμα και τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής. Ο Σουλιώτης αγωνιστής Σ. Τζίπης, στα απομνημονεύματά του διηγείται: «Είχα, ως σου είπα, φίλο πολύ αγαπημένο, τον ξάδελφό μου, Νικολό Κωστάκη και τη γυναίκα του την έλεγαν Χρύσω! Πλάσμα. Ψηλή, γιομάτη, καλά καμωμένη. Το προβάτημά της ήταν ωσάν της πέρδικας. Ήτον άσπρη, ωσάν το γάλα. Τα μάγουλά της κόκκινα ωσάν τα ρόδα… Τα μάτια της μαύρα, μεγάλα, ήταν τόσο ωραία, τόσο ζωηρά, ώστε ελάβωνε την καρδιά του ανθρώπου. Είχε μαλλιά ξανθά, ωσάν το χρυσάφι, φωνή γλυκιά και όμορφη, ωσάν του αηδονιού. Καλύτερη γυναίκα από κείνη πουθενά δεν είδα».
Λιγότερο ίσως ξακουστή αλλά εξίσου αξιόλογη, είναι μια άλλη θαλασσομάχος ηρωίδα, η Δόμνα Βισβίζη από τη Θράκη. Πιστεύοντας βαθιά στη Μεγάλη Ιδέα της Φιλικής Εταιρείας στην οποία και μυήθηκε και παρ’ ότι μητέρα, τεσσάρων παιδιών, η Δόμνα έγινε καπετάνισσα και πολέμησε, πέφτοντας ηρωικά.
Από την απαρίθμηση των θαραλλέων γυναικών μας, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι Κρητικές, που συνέβαλαν ποικιλοτρόπως στην ενίσχυση του αγώνα, τόσο παράγοντας και υποστηρίζοντας τους Κρητικούς αγωνιστές όσο και μέσα στην ψυχή της μάχης. Μία από αυτές, η ηρωική καπετάνισσα Χαρίκλεια Δασκαλάκη ανδραγάθησε στο Αρκάδι, ενώ έχασε τα τρία παιδιά της ηρωικά μαχόμενα, στους αγώνες της Κρήτης, το 1866.
Και στη Μακεδονία όμως, οι γυναίκες δεν δείλιαζαν. Η Νάουσα, η Δοβρά, ο Όλυμπος, η Χαλκιδική, υπήρξαν μερικά μόνο από τα κέντρα της Επανάστασης. Η Καρατάσαινα, η Ζαφειράκαινα και άλλες που η ιστορία δεν κράτησε με τα ονόματα τους στη μνήμη της, έπεσαν, μαχόμενες για την ελευθερία ολόκληρης της χώρας. Η γυναίκα του Καρατάσου, αγωνιστή τη Ημαθίας, οπλαρχηγού και μέλους της Φιλικής εταιρίας, αποκαλούμενη σύμφωνα με πηγές, ως «ή ήρωΐς Καρατάσαινα» η ίδια καταγόμενη από τη Βέροια, υπεβλήθη σε βασανιστήρια ιδιαίτερης βαρβαρότητας από τους Τούρκους και απεβίωσε θυσιαζόμενη μαζί με τις δύο κόρες της, καθώς δεν δέχτηκε να εξισλαμιστεί.
Η Ζαφειράκαινα, σύζυγος του οπλαρχηγού της Νάουσας Ζαφειράκη, σφαγιάστηκε για την επαναστατική της δράση, μαζί με πολλές άλλες γυναίκες, μένοντας στην ιστορία και την τοπική παράδοση, ως σύμβολα και ηρωίδες που υμνήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι “Μακρυνίτσα”:
«Τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,
τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,
στης Νάουσας το κάστρο,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου.
Το ‘να κοιτάει κι αμάν αμάν τα Βοδινά,
το ‘να κοιτάει κι αμάν αμάν τα
Βοδενά και τ’ άλλο Σαλονίκη,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου.
Το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,
το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,
μοιρολογεί και λέγει,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου.
Μας πάτησαν κι αμάν αμάν τη Νάουσα,
μας πάτησαν κι αμάν αμάν τη Νάουσα,
την πολυξακουσμένη,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου»
Τελευταία βάζουμε με Τιμή μια μητέρα! H Ελισάβετ Υψηλάντη, Ελληνίδα αριστοκράτισσα, καταγόμενη από την Βόρεια Ήπειρο και τη Μολδαβία, η μητέρα των Υψηλάντηδων, που αποκαλούνταν και «Πρωτομάνα των Φιλικών» έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται. Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως. Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος (Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους: «-Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».
Καμία Επανάσταση δεν θα ήταν ίδια χωρίς τις γυναίκες. Το ίδιο και η Ελληνική του ΄21, στην οποία οι γυναίκες -επώνυμες και ανώνυμες- διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο. Γυναίκες, όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους… και πολλές πολλές άλλες ακόμη, που μόνο μια λέξη τους ταιριάζει “ΑΘΑΝΑΤΕΣ”. Γυναίκες, που θα μπορούσαν να είναι καλοπαντρεμένες με κάποιο μεγαλοαστό Έλληνα στην κεντρική Ευρώπη, κρυμμένες σε κάποιο ανάκτορο , καθώς το ελληνικό στοιχείο ήκμαζε τότε έντονα στην Βιέννη, την Λιουμπλιάνα, την Βουδαπέστη, όμως όχι, επέλεξαν στην αυτοθυσία, την φωτιά και το τσεκούρι, τα ιδανικά και τις αρχές πάνω από κάθε υλικό αγαθό. Δίπλα λοιπόν στους πολλούς και σπουδαίους Μεγάλους Άνδρες της Ελληνικής Εθνεγερσίας και Παλιγγενεσίας ας θυμόμαστε και ας βάζουμε ψηλά και εκείνες τις Μητέρες, τις Κόρες, τις Προστάτιδες του Έθνους και της Λευτεριάς. Το αξίζει η Ελλάδα και η Κοινωνία μας.
culturepoint.gr