Γράφει ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης
Με τη μικρασιατική καταγωγή του Μανόλη Ανδρόνικου, τα πρώτα του ποιητικά σκιρτήματα, τις σπουδές του κοντά σε φωτισμένους δασκάλους, την επαγγελματική του δράση ως αρχαιολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τα επιστημονικά και εκλαϊκευτικά δημοσιεύματά του, τις τιμητικές διακρίσεις που δέχτηκε κατά καιρούς, έχουν ασχοληθεί πολλοί. Ο Ανδρόνικος υπήρξε για μένα ο βαθύς γνώστης της Ιστορίας της Τέχνης, ο γλαφυρός ομιλητής με τεράστιο ταλέντο στον γραπτό λόγο. Η μαγεία του λόγου ήταν αυτή που τον τραβούσε από τα νιάτα του, όπως σημειώνει ο ίδιος. Οι διαλέξεις του στο φημισμένο σωματείο «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης για τους μεγάλους ζωγράφους του «Quattrocento», που συγκέντρωναν πλήθη εκστατικών ακροατών, έμειναν παροιμιώδεις. Το κοινό της Θεσσαλονίκης διψούσε για γνώσεις γύρω από την τέχνη της Δύσης, και ο Ανδρόνικος τις προσέφερε απλόχερα με τον δικό του συναρπαστικό τρόπο.
Οι περιγραφές του έργων τέχνης, γραπτές ή προφορικές, παραμένουν καίριες, λιτές και ταυτόχρονα γοητευτικές. Μικρό δείγμα γραφής του για την τοιχογραφία της Αρπαγής από τον λεγόμενο «μικρό τάφο» του Μεγάλου Τύμβου της Βεργίνας, τον πρώτο που αποκάλυψε, ύστερα από χρόνια αγωνιώδους προσπάθειας: «Ο Πλούτων κρατούσε σφιχτά την Κόρη. Το κορμί της γυναίκας γυμνό, τεντωμένο απελπισμένα, είχε μιαν ομορφιά παρθενική. Ο ζωγράφος δούλεψε με πάθος και τέχνη. Η χαρά μου ήταν τρομερή. Τα χρώματα ήταν γοητευτικά, το σχέδιο συγκλονιστικό».
Εξαίρετο μελετητή και ιστορικό τέχνης της γενιάς του χαρακτηρίζει τον Ανδρόνικο ο διακεκριμένος Βρετανός ιστορικός Νίκολας Χάμοντ,
ο οποίος τον θεωρεί ταυτόχρονα εξαιρετικά γενναιόδωρο, τολμηρό στοχαστή και άνθρωπο της δράσης.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος από το 1945, αμέσως μετά την επιστροφή του από την τετράχρονη περιπέτειά του στη Μέση Ανατολή, που του άφησε αναπόφευκτα βαθιά τα σημάδια της, αφοσιώθηκε στη μελέτη του Πλάτωνα, αναζητώντας απαντήσεις στο ερώτημα, πώς έβλεπαν οι αρχαίοι τα έργα της τέχνης και ειδικά ο Πλάτων. Η μεγάλη γι’ αυτόν αποκάλυψη ήταν ο πλατωνικός διάλογος Φίληβος. Κατέθεσε τη μελέτη του με τίτλο «Ο Πλάτων και η Τέχνη: οι πλατωνικές απόψεις για το ωραίο και τις εικαστικές τέχνες, 1952» και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα ο ίδιος γράφει στο γνωστό αυτοβιογραφικό του σύγγραμμα «Το χρονικό της Βεργίνας»: «Είχα αρχίσει μια κάποια επιστημονική ζωή που με οδηγούσε περισσότερο προς τη θεωρητική έρευνα και την ιστορία της τέχνης παρόσο στην αρχαιολογική πράξη και την ανασκαφή». Δεν αρνιόταν ωστόσο ότι η ανασκαφή αποτελεί αληθινά συναρπαστική εμπειρία για κάθε αρχαιολόγο: «Η αποκάλυψη κάποιου αντικειμένου που πρώτος εσύ βλέπεις και πιάνεις στα χέρια σου ύστερα από χιλιάδες χρόνια, σου δίνει μιαν αλλιώτικη συγκίνηση» προσθέτει, αφού βέβαια είχε βιώσει τις συγκλονιστικές στιγμές της σταδιακής αγωνιώδους αποκάλυψης του ασύλητου βασιλικού τάφου της Μεγάλης Τούμπας το 1977.
Ο Πλάτων ασχολείται στους διαλόγους του με την αξία της τέχνης και της ποίησης, υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι άχρηστη και επικίνδυνη για την κοινωνική ζωή. Ο Ανδρόνικος καταφέρνει στη διατριβή του και σε άλλα μεταγενέστερα κείμενά του, που εμφανίστηκαν στη διάρκεια της τριακονταετίας 1950-1980, να συνδέσει την πλατωνική άποψη για μια τέχνη στην υπηρεσία της ιδανικής του πολιτείας, με την αυτοτελή αισθητική απόλαυση ενός έργου τέχνης. Ερμηνεύοντας σε βάθος τη σκέψη του Πλάτωνα, ανακαλύπτει ερείσματα για να υποστηρίξει την τέχνη της σύγχρονης πρωτοπορίας. Σε ένα κείμενό του με τίτλο «Μοντέρνα τέχνη» (περιοδικό «Τέχνη», Σεπτέμβριος 1956), απαντώντας σε επιστολή ενάντια στη μοντέρνα τέχνη που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Μακεδονία», τονίζει ότι η πρωτοπορία του πνευματικού ανθρώπου, επιστημονική και καλλιτεχνική, τον έχει οδηγήσει τόσο μακριά και ο βηματισμός του είναι τόσο γρήγορος, ώστε μας είναι σχεδόν αδύνατο να τον παρακολουθήσουμε.
Η πικρία και η απογοήτευσή του από τους πολιτικούς εκδηλώνεται ανοιχτά χωρίς ενδοιασμούς,
και προκειμένου να «συνεχίσει κάπου να ελπίζει», όπως υπογραμμίζει με τον γνωστό σπαρακτικό και απροκάλυπτο τρόπο του, καταφεύγει στο «Βασίλειο της Τέχνης»: Εκεί αναζητά την αρμονία, την οποία αδυνατεί να του προσφέρει η κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Αναζητά στη σύγχρονη τέχνη την ίδια την ουτοπία, πιστεύει σε έναν νέο ουμανισμό που φέρνει ο μοντερνισμός. Ουτοπίες οραματίστηκαν πνευματικοί άνδρες της αρχαιότητας, όπως ο Ζήνων και ο Πλάτων (μέσα από την Πολιτεία και τους Νόμους, καθώς και την αναφορά του στην καταποντισμένη κυκλική νήσο Ατλαντίδα), ο Πλούταρχος (στο βίο του Λυκούργου) και άλλοι σύγχρονοι ουτοπιστές. Η πρόοδος, η ανάπτυξη, είναι κατ’ ουσία ο δρόμος προς την πραγμάτωση του οράματος της Ουτοπίας, που γίνεται συνώνυμη με την επιθυμητή μορφή μιας ευτυχισμένης κοινωνίας, ταυτίζεται με την ιδεώδη πολιτεία, το ιδανικό κράτος, σε αυτό που πίστευε με τον δικό του τρόπο ο Μανόλης Ανδρόνικος.
Τον 17ο-18ο αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους τολμηρές ιδέες που αναφέρονται στη θρησκεία, τις σεξουαλικές σχέσεις, τον χαρακτήρα των κυβερνήσεων και τη φύση των νόμων. Διαβάζοντας κανείς για αυτές, συνειδητοποιεί πόσο ασήμαντα πράγματα ζητούμε και πόσο φτωχά είναι, ιδιαίτερα σήμερα, τα οράματά μας.
Πόσο επίκαιρες, αλήθεια, ηχούν σήμερα οι απόψεις του Μανόλη Ανδρόνικου! Το μήνυμα της σύγχρονης τέχνης, υποστηρίζει, τείνει να ενώσει τους ανθρώπους πέρα από γεωγραφικά όρια, φυλετικές διακρίσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Οραματίζεται μια παγκόσμια ενότητα μέσω της τέχνης. «Είμαστε τυχεροί που η πορεία του σύμπαντος δεν οδήγησε μόνο στη δημιουργία της ζωής, αλλά και του πολιτισμού και των τεχνών» γράφει και ο Ilya Prigogine στο σύγγραμμά του «Το τέλος της βεβαιότητας. Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης» (μετάφραση Σταύρος Μαρουλάκος, Αθήνα 1997, 85)».
Ο Ανδρόνικος, σχολιάζοντας μια έκθεση αντιγράφων έργων Ρώσων ζωγράφων (περιοδικό «Τέχνη», Ιούλιος 1957) γίνεται έντονα επικριτικός, στα έργα αυτά δεν βλέπει παρά έναν επαρχιακό ακαδημαϊσμό, μια ηθογραφία και έναν θεματολογικό βερμπαλισμό. Σύμφωνα με τα δικά του αισθητικά και πολιτικά κριτήρια, η έκθεση αυτή έδειξε ότι «η ανθρώπινη ελευθερία σε όλες της τις μορφές, εθνική, πολιτική, πνευματική, είναι απόλυτα αναγκαία για τον άνθρωπο, αν θέλει να ζήσει και να χαρεί τις κατακτήσεις του πολιτισμού, που κατακτήθηκαν με αγώνες αμέτρητων γενεών». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ανδρόνικος ήταν πολιτικά ευαισθητοποιημένος, πίστευε όμως ότι ο πολιτισμός, οι επιστήμες και οι τέχνες (όχι η πολιτική) θα οδηγούσαν σε ένα καλύτερο μέλλον.
Στο τελευταίο κείμενό του («Ο Αιώνας μας», 9-2-1992) υποστηρίζει ότι ο αιώνας του, ο 20ός, έχει να επιδείξει στον πολιτισμό μοναδικά επιτεύγματα, ενώ η πολιτική ιστορία του πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγήν για τους απογόνους μας. Δυστυχώς και ο αιώνας μας, όπως εξελίσσεται, είναι κατ’ εξοχή παράδειγμα προς αποφυγήν (πόλεμοι, παραβιάσεις διεθνών κανόνων, θάνατοι και σφαγές αμάχων, πρόσφυγες και μετανάστες, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, αλλοπρόσαλλοι και παρανοϊκοί ηγέτες, καταστροφή του περιβάλλοντος…). Ο Ανδρόνικος στο ίδιο άρθρο του πιστεύει ότι οι αρνητικές συνέπειες της τεχνολογικής ανάπτυξης στο περιβάλλον είναι στο χέρι των ανθρώπων να ελεγχθούν – ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ο έλεγχος βρίσκεται στα χέρια ορισμένων αδίστακτων ηγετών που ωθούν τον πλανήτη Γη στην καταστροφή.
Ο αγαπημένος του Ανδρόνικου φιλόσοφος Πλάτων απεβίωσε πριν προλάβει να δει το τέλος του οράματός του, για το οποίο μάταια αγωνίστηκε με λόγο και έργο σε ολόκληρη της ζωή του. Αντίθετα ο Ανδρόνικος πέθανε δικαιωμένος, πρόλαβε να δει το όραμά του, για το οποίο αγωνίστηκε με λόγο και έργο σε ολόκληρη της ζωή του, να γίνεται πραγματικότητα. Οι τάφοι των Μακεδόνων ηγεμόνων στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας έχουν αναδειχθεί όπως τους αξίζει και δέχονται χιλιάδες επισκέπτες από ολόκληρο τον κόσμο. Η μνήμη του ανασκαφέα και πνευματικού ανδρός Μανόλη Ανδρόνικου θα μείνει αιώνια.