Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας μιλά στον Κωνσταντίνο Μανίκα με αφορμή την κυκλοφορία, από τις εκδόσεις Ιανός, του βιβλίου του “Βαγγέλης” 25 (+1) Ιστορίες πριν το Αλτσχάιμερ
Κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο με τον τίτλο «Βαγγέλης»25 (+1) Ιστορίες πριν το Αλτσχάιμερ. Ένα βιβλίο φόρος τιμής στον πατέρα σας και τη μάχη του με το Αλτσχάιμερ. Πώς ακριβώς είναι δομημένο;
Το βιβλίο με τίτλο «Βαγγέλης: 25 (+1) Ιστορίες Πριν το Αλτσχάιμερ» (εκδόσεις Ianos) έχει δύο συγγραφείς. Δύο δημοσιογράφους. Τον έναν, εν γνώσει του. Εμένα. Τον πατέρα μου, τον μπαμπά μου Βαγγέλη Χριστοφορίδη, εν αγνοία του, καθώς το Αλτσχάιμερ τον πήρε μακριά μας τον περασμένο Μάρτιο, αφού τον ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια. Οι δύο συγγραφείς γράφουμε ο καθένας από ένα μέρος του βιβλίου. Το πρώτο μέρος συνθέτουν 25 Ιστορίες που είχε γράψει ο Βαγγέλης, αρχίζοντας πριν αρκετές δεκαετίες -πριν το Αλτσχάιμερ μπει στο οικογενειακό μας λεξιλόγιο. Είναι Ιστορίες για τη μεγάλη του αγάπη: τον Άνθρωπο. Τον Άνθρωπο κάθε μονοπατιού της ζωής, κάθε φυλής, κάθε χρώματος. Εικοσιπέντε Ιστορίες που εκτυλίσσονται, κατά κύριο λόγο, στην άλλη μεγάλη αγαπημένη του Βαγγέλη, στη Θεσσαλονίκη και στα περίχωρά της (εξάλλου, για τους Θεσσαλονικείς -και όχι μόνον!- «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει»). Α! Βέβαια, οι ιστορίες είναι 25 «συν μία», διότι αυτή τη μια την πρόσθεσα εγώ, από μνήμης. Ήταν μια Ιστορία που του άρεσε πολύ να διηγείται, δεν ξέρω γιατί δεν την έγραψε ποτέ. Αυτή ήταν η δική μου συμβολή στο πρώτο μέρος. Είναι του Βαγγέλη. Και της Σούλας, βεβαίως! Διότι είναι η μαμά μου -μέγας αρχειοθέτις!- που διέσωσε αυτές τις 25 Ιστορίες του μπαμπά. Είναι η ίδια που έχει διασώσει κι άλλες 2-3 κούτες με χειρόγραφα. Εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλα διηγήματα εκεί. Αλλά η… αποκρυπτογράφησή τους είναι work in progress. Ίσως να δώσει την αφορμή για το επόμενο βιβλίο.
Το δεύτερο μέρος είναι το δικό μου. Εκεί καταγράφω πώς έζησα το μπαμπά μεγαλώνοντας. Για μένα, είναι σαν ένας διάλογος με τον μπαμπά, από ίσο ύψος. Και το εννοώ κυριολεκτικά, γιατί από την αρχή είχα στο μυαλό μου την ταινία εκείνη του Αλμοδοβάρ που ο Χαβιέ Μπαρδέμ συναντά σε ένα δάσος τον πατέρα του. Και είναι συνομήλικοι. Και κάνουν μαζί ένα τσιγάρο. Και μια κουβέντα. Αυτή την αδύνατον-να-υπάρξει-κουβέντα επιχείρησα να κάνω με τον Βαγγέλη. Και νιώθω κάπως σα να το κατάφερα.
Τα διηγήματα του πατέρα σας που περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου υπήρχαν έτοιμα για έκδοση πριν το θάνατό του ή έπρεπε να κάνετε επιλογή ανάμεσα σε υλικό που υπήρχε στα συρτάρια και με ποια κριτήρια επελέγησαν τα συγκεκριμένα;
Όχι, έτοιμα για έκδοση δεν θα τα έλεγες. Βλέπεις, ο μπαμπάς, μετά από δεκαετίες δημοσιογραφίας και, άρα, δεκαετίες γράψιμο στη βαριά γραφομηχανή HERMES Media 3 είχε αποκτήσει πρόβλημα στον ώμο. Έγραφε στο χέρι μόνο και ο γραφικός του χαρακτήρας δεν ήταν και ο πιο ευανάγνωστος. Πρώτα, λοιπόν, έπρεπε να αποκρυπτογραφήσω τα χειρόγραφα. Μετά να τα ταξινομήσω. Τελικά, δεν ήταν και πολλά περισσότερα από αυτά που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Μόνο 3-4 άφησα απέξω, αυτά τα οποία έκρινα ότι ήταν τόσο προσωπικά που δεν είχαν ενδιαφέρον για άλλους έξω από την οικογένεια.
Τα δικά σας κείμενα ποιες πλευρές του πατέρα σας και της μεταξύ σας σχέσης επιδιώκουν να αποτυπώσουν;
Ο μπαμπάς, όπως όλοι οι μπαμπάδες -ή σχεδόν όλοι, έστω- ήταν ο υπερήρωας των παιδικών μου χρόνων. Ακόμη περισσότερο αφού ακολούθησα τα βήματα του στη δημοσιογραφία. Εκ των πραγμάτων, απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στη ζωή μου. Δεν ήταν ακριβώς ότι επιδίωξα κάτι να αποτυπώσουν τα κείμενά μου… Αλλά, ναι, τελικά αποτυπώνουν. Αποτυπώνουν πώς έβλεπε ο μικρός Γιώργος τον μπαμπά. Τους ρόλους που είχαν μοιράσει με τη μαμά Σούλα, τον μπαμπά δημοσιογράφο που έλειπε από το σπίτι πολύ, αλλά πάντα αφουγκραζόταν τη Σούλα, τον Γιώργο και την Άρτεμη (τη μικρότερη αδερφή μου). Αποτυπώνουν πώς έπιασε στον αέρα τη στενοχώρια μου στον αγιασμό του νέου μου σχολείου, τα μαθήματα ζωής που προσπαθούσε να περάσει με τη στάση του, τη σταδιακή του απομάκρυνση και πώς τη βίωσα όταν η αρρώστια άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι. Και… ξέρετε τι; Τα ξαναείδα όλα αυτά, αλλά με διαφορετικό μάτι. Και τα θυμήθηκα ως ο 40άρης Γιώργος, πλέον. Και αποκαλύφθηκαν μπροστά μου πράγματα, ακόμη και στοιχεία του χαρακτήρα του Βαγγέλη, που δεν είχε καταγράψει ο αρκετές δεκαετίες νεότερος εαυτός μου. Και ήταν τόσο ωραία…
Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, ο αναγνώστης;
Ιστορίες, σίγουρα. Κυρίως τριών ειδών.
Πρώτον, Ιστορίες για τον Άνθρωπο και τη Θεσσαλονίκη που τόσο αγάπησε ο Βαγγέλης.
Δεύτερον, Ιστορίες για τη δημοσιογραφία, η οποία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο δεύτερο μέρος, στο δικό μου, αλλά δεν έχει απολύτως καμία παρουσία στο πρώτο, σε αυτό που υπογράφει ο μπαμπάς -μόνον η ματιά του δημοσιογράφου είναι, βέβαια, εκεί.
Στο δεύτερο μέρος, η δημοσιογραφία κάνει την παρουσία της πολύ έντονη αφού καθορίζει τις ζωές τόσο του μπαμπά όσο και του γιού. Και μέσα από τις Ιστορίες για τη δημοσιογραφία μιας άλλης εποχής, κάνει τόσο δυνατές τις συγκρίσεις με τη δημοσιογραφία του σήμερα. Τόσο που δεν χρειάστηκε καμία σύγκριση να κάνω εγώ. Έρχονται οι συγκρίσεις από μόνες τους.
Τρίτον, Ιστορίες για το Αλτσχάιμερ. Σκληρές καμιά φορά, αλλά πολύ καίριες για όσα ήθελα να πω σε αυτό το βιβλίο. Δεν έβαλα πολλές. Τόσο-όσο, που λέει κι ένας φίλος μου, ο Αλέξης.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την συγγραφή;
Ο μπαμπάς. Και το Αλτσχάιμερ. Ξεκάθαρα.
Αρχικά, έγραψα για μένα και μόνο, μετά από προτροπή ενός άλλου φίλου, του Νίκου. Χωρίς καμία πρόθεση να εκδώσω κάτι. Έγραψα για να ξανα-επισκεφθώ τον μπαμπά και να με βοηθήσει ο ίδιος ο Βαγγέλης να αντιμετωπίσω αυτή την τόσο σκληρή αρρώστια του. Και, μετά, να με βοηθήσει να ξεπεράσω την απώλεια. Και βοήθησε ο Βαγγέλης.
Όμως, όσο προσέθετα λέξεις στο Word, φωτίστηκε στο μυαλό μου μια άλλη ανάγκη. Για την ακρίβεια, ένας άλλος άνθρωπος. Πέρα από τον μπαμπά Βαγγέλη. Η μαμά Σούλα. Και ήθελα να γράψω γι’ αυτή. Για τον έναν άνθρωπο, όχι τον άρρωστο, αλλά τον δίπλα από την αρρώστια. Γιατί η Σούλα είναι ηρωίδα. Και κάθε Σούλα. Όχι η υπόλοιπη οικογένεια, όχι οι λοιποί συγγενείς. Αλλά ο ένας που ζει το σκληρό πρόσωπο της αρρώστιας, κάθε μέρα, κάθε ώρα. Νομίζω ότι δεν ασχολούμαστε ιδιαίτερα με αυτούς τους ήρωες. Κι επειδή αν δεν το ζήσεις το Αλτσχάιμερ, ποτέ δεν καταλαβαίνεις πραγματικά, ήθελα αν κάποιος μου κάνει την τιμή και διαβάσει το «Βαγγέλης: 25 (+1) Ιστορίες Πριν το Αλτσχάιμερ», την επόμενη φορά που θα συναντήσει τον έναν δίπλα στην αρρώστια, να ξέρει λίγο καλύτερα πώς να του φερθεί.
Πώς θα ορίζατε τη λογοτεχνία;
Σίγουρα δεν θέλω να προσπαθήσω να ορίσω τη λογοτεχνία γενικά. Μπορώ να προσπαθήσω να ορίσω τη λογοτεχνία μου, με την έννοια τις δικής μου προσωπικής διαδικασίας συγγραφής. Που σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο.
Έγραψα για μένα, όπως προανέφερα. Οι λέξεις βγήκαν πηγαία και θα έλεγα εύκολα. Ήταν ήδη μέσα μου, αφού πήγαζαν από τα βιώματά μου. Έγραψα με τρόπο δημοσιογραφικό περισσότερο, ρεπορταζιακό, παρά συγγραφικό, μυθιστορηματικό. Γιατί αυτό έκανα όλη μου τη ζωή: ρεπορτάζ. Έβλεπα, μάθαινα, ερευνούσα και έγραφα. Έτσι απλά.
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Δεν πιστεύω στη μοίρα. Πάντα πίστευα ότι τη μοίρα σου την καθορίζεις εσύ. Πιάνεις τη ζωή από τα μαλλιά και την κατευθύνεις προς τα κει που θες και αγαπάς. Αυτό κάνεις. Τώρα, βέβαια, δεν σημαίνει και ότι το πετυχαίνεις πάντα. Αλλά αυτό είναι η δική σου η δουλειά. Να το παλέψεις. Στο αποτέλεσμα, κάθε φορά, ασφαλώς βάζει το χεράκι της και η τύχη. Μπορεί να σου φέρει λιγότερα από όσα περίμενες. Ή μπορεί η τύχη να σε βοηθήσει να πετύχεις το στόχο πολύ ευκολότερα από κάποιους άλλους.
Μια και μιλάμε για τη μοίρα, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλοι έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες, ότι ζούμε στο ίδιο περιβάλλον την ώρα που αποκτούμε τη δυνατότητα να αρπάξουμε τη ζωή από τα μαλλιά. Δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες να σπουδάσει και να κάνει αυτό που ονειρεύτηκε το παιδί που γεννήθηκε στη Ζανζιβάρη. Μπορεί να έχει στερηθεί ακόμη και τη δυνατότητα να κάνει κάποιων ειδών όνειρα. Δεν είναι κι αυτό ένα είδος μοίρας;..
Θυμάμαι πάντως τον μπαμπά να μου λέει ότι η υλοποίηση των ονείρων μας είναι 80% σκληρή δουλειά, 10% ταλέντο και 10% τύχη. Δεν ξέρω αν θα έδινα κι εγώ ακριβώς τα ίδια ποσοστά, αλλά με κινητοποιεί αυτή η στάση απέναντι στη ζωή.
Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;
Μα, και τα δύο! Είμαι λάτρης του ρομαντισμού, τον οποίο έχω συνδεδεμένο στο μυαλό μου με μια αισιοδοξία, που πηγάζει από την πεποίθησή μου ότι ο έλεγχος των ζωών μας βρίσκεται -σε αρκετά μεγάλο βαθμό- στα χέρια μας. Ότι, αν εμείς το παλέψουμε, η ζωή θα μας επιστρέψει τις προσπάθειές μας ως υλοποίηση κάποιων από τα όνειρά μας. Συμβαίνει πάντοτε αυτό; Όχι, βέβαια. Συμβαίνει στο βαθμό που εμείς θεωρούμε δίκαιο; Ούτε καν. Αλλά συμβαίνει, ειδικά όταν αναμείξεις τις προσπάθειές σου και μια καλή δόση ρεαλισμού, ώστε να ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι, ώστε να μην απογοητεύεσαι. Για να ξέρεις καλά ότι «επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς».