Γράφει η Κατερίνα Βαρδή
Είχε περάσει ένα ολόκληρο 24άωρο κλεισμένος μέσα στο γραφείο του. Έβλεπε τους ίδιους τέσσερις τοίχους, ζούσε την ίδια μέρα ξανά από την αρχή χωρίς όμως να τον ακουμπάει ο χωροχρόνος, χωρίς να βλέπει την φυσική συνέπεια των πράξεων του. Σαν να τον είχε ξεχάσει το σύμπαν και του επέτρεπε να ξεκλέψει μερικές στιγμές μέσα στην απόλυτη αποπροσωποποίηση που είχε επιτευχθεί, μα χωρίς τις συνέπειες. Το σώμα του είχε διαφορετική άποψη. Η φυσική ύλη τον κρατούσε πάντοτε πίσω και το γνώριζε, συνειδητά επιλέγοντας να το αγνοεί για μεγάλα διαστήματα. Εκείνο έκανε υπομονή, όση ήταν φυσικά δυνατόν, όμως δάγκωνε την ψυχή του για να τον σηκώσει, να του παρέχει έστω λίγη τροφή.
“Καταλαβαίνω τι εννοείς, όμως η ύλη σου δεν μπορεί να οριστεί” ψιθύρισε τρίβοντας με τα ακροδάχτυλα του τους λοβούς του, “και μόνος μου δεν μπορώ να κάνω τα πειράματα που θέλω. Πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Πρέπει να φάω κάτι και να συνεχίσουμε μετά”.
Το πλάσμα, που τώρα είχε πάρει μορφή και σχήμα ανθρώπου καθήμενου σε καρέκλα, σήκωσε τους ώμους του και του έκανε ένα νεύμα να προχωρήσει.
Αν φύγεις τώρα θα σπάσεις τη διαδικασία. Ο Μάαστερκ έχει ορίσει ως προκαθορισμένα τα στάδια, αποπροσωποποίηση, αποπραγματοποίηση και συνειδητότητα. Δε γίνεται να τρέχεις κάθε φορά από το στόχο σου, φίλε.
Έσκυψε το κεφάλι του και το στήριξε ανάμεσα στις παλάμες. Είχε δίκιο γιατί ήταν ο ίδιος, ήταν το εγώ του. Ήξερε όλα όσα ήξερε και ο ίδιος, μοιραζόντουσαν τις ίδιες αναμνήσεις, είχαν κοινά βιώματα με μια μόνο διαφορά : το πλάσμα που αποκαλούσε Εγώ έφερε όλα τα δεινά της ψυχή του, στιγματισμένα πάνω του, βαθιά δομημένα στην ύπαρξη και στο σκοπό του. Μπορεί να είχε δίκιο, όμως, μπορεί να το έλεγε για να τον οδηγήσει στο δρόμο που εκείνο ήθελε. Έναν δρόμο που ναι, σίγουρα επιθυμούσε και ο ίδιος, όμως με τι θυσίες; Ίσως δεν είχαν καν τον ίδιο στόχο, ίσως το πλάσμα ήθελε απλά να τον οδηγήσει σε κάποια παγίδα για να καταφέρει να αγκιστρωθεί ξανά μέσα του. Από τη στιγμή που το απέσπασε από την ψυχή του ένιωθε τόσο ελαφρύτερος και ήρεμος. Ένιωθε σα να ακούμπησε το άπειρο και να βρήκε ένα ουσιώδες νόημα που τον βοήθησε να καταλάβει καλύτερα τον Ουσπένσκι που, κάποτε, έλεγε : “Υπάρχουν ιδέες που μπορούν να λήξουν κάθε διαφωνία; μια τέτοια ιδέα είναι και ο νόμος των Τριών Σταδίων”. Τέτοια ιδέα στριφογυρνούσε μέσα στο κεφάλι του, μακριά ακόμα από την σύλληψη της, όμως στο αρχικό στάδιο της γέννησης της- υπαρκτή και αντιληπτή στην ανυπαρξία της ακόμα.
Το ξέρω ότι το καταλαβαίνεις και εσύ. Το νιώθω μέσα μου. Μη σπάσεις την αλληλουχία, θα τα χάσεις όλα.
Κοίταξε την μαύρη οντότητα απέναντι του. Αδύνατον να ερμηνεύσει τις προθέσεις της, ανίκανος να εντοπίσει στοιχεία χαρακτήρα ή εκφράσεις. Παλλόμενες κλωστές με άποψη. Κάθε φορά που την κοιτούσε έπεφτε σε μια ανεξήγητη ενδοσκόπηση, χανόταν μέσα στην μάζα από ίνες προσπαθώντας να την ερμηνεύσει μα πάντοτε καταλήγοντας να βυθίζεται στην ανυπαρξία φωτός. Σαν κινούμενη άμμος, ρουφούσε το βλέμμα και τις σκέψεις του μέσα της, αυτή η απουσία Θεού και ουσιώδης ύπαρξης. Έκλεισε τα μάτια του και ψέλλισε “Εντάξει. Θα το κατακτήσουμε απόψε”.
Ένιωθε τόσο αδύναμος και διστακτικός, ανίκανος να εντοπίσει την σκέψη που τριβέλιζε στο μυαλό του και ασταθής ακόμα όσον αφορά τις επιλογές του. Με την αποξένωση του από το Εγώ όμως δεν τον ενδιέφερε πλέον. Η αποτυχία δεν ήταν κάτι που τον απασχολούσε. Η διαρκής έρευνα και ο ανώτερος στόχος ήταν ευπρόσδεκτα στην καθ’ όλα μίζερη ζωή του. Μπορούσε να νιώσει την ψυχή του πιο καθαρή από ποτέ, είχε αυτήν την απόκοσμη αίσθηση ζεστασιάς και ζωής που τον γέμιζε και δεν άφηνε περιθώρια φόβου. Θα έφτανε στην ουσία, την Τέταρτη Διάσταση και δεν θα τον σταματούσαν πεπερασμένα συναισθήματα και άχρηστες φοβίες. Ήταν έτοιμος να ξαναδεί την οικογένεια του. Ήταν έτοιμος να αγγίξει την θεοποίηση, να κολυμπήσει στη θάλασσα των πληροφοριών που κυμάτιζαν γύρω του, τις ένιωθε, ηλεκτρισμένες και έτοιμες να εμπλακούν η μία μέσα στην άλλη και να τον οδηγήσουν στον στόχο.
Άνοιξε το βιβλίο ξανά, ενώ η μαύρη οντότητα κατέρρευσε σε χιλιάδες κλωστές, αντιλαμβανόμενη πλέον ότι δεν χρειάζεται να φέρει κάποια μορφή. Είχε καταφέρει να τον πείσει και τώρα μπορούσε να χαρεί τα αποτελέσματα των πράξεων της. Κόχλαζε μέσα της, ακόμα, ο θυμός και η απόρριψη, αυτό το απαίσιο συναίσθημα του ανικανοποίητου, αυτή η αίσθηση αδικίας. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί χωρίς να φανεί η αδυναμία της να ελέγξει τον εαυτό και τη μορφή της. Όμως ήταν τόσο απορροφημένος στο διάβασμα και τόσο αδιάφορος, τώρα που κατάφερε και την έδιωξε από μέσα του, που δεν μπορούσε να προσέξει τις αντιδράσεις της και να τις αξιολογήσει λογικά. Έτρεξε στο κεφάλαιο της Ποίησις και έψαξε στη σελίδα 347 τις “Σημαντικές Οδηγίες”.
“Όπως με κάθε κατάκτηση του ανθρώπου, απαιτούνται ακριβές θυσίες. Ο νόμος των Τριών Σταδίων δεν κρίνεται τυχαίος από τους αρχαιότερους σοφούς. Κάθε τι που μπορεί ο νους να εννοήσει κοστίζει εξίσου στο φυσικό μα και στο μέτα-φυσικό πεδίο. Ο κοσμοναύτης της συνειδήσεως οφείλει να έχει πλούτο να ξεπληρώσει τα χρέη του στη μετάβαση του προς την ύψιστη Διάσταση. Κρίνεται σκόπιμο, λοιπόν, να είναι κάποιος οργανωμένος στο ταξίδι και να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια των πράξεων του- ινατί μια συνείδηση μπορεί να προσφέρει ένα αντικείμενο που να της χαρίσει την πολυπόθητη είσοδο της στον προορισμό, όμως, μια άλλη συνείδηση δύναται να προσφέρει το ίδιο αντικείμενο, και να κριθεί ακατάλληλο.
Η πύλη θα παραμείνει για πάντα κλειστή για αυτήν την ψυχή. Σε καμία άλλη επανένωση σώματος και ψυχής δεν θα είναι ξανά ευπρόσδεκτη στην Τέταρτη Διάσταση.
Η απώλεια, συνεπώς, των επιλεγμένων θυσιών οφείλει να φέρει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχή. Δεν υφίσταντο οδηγίες προς τους ναυλωμένους. Η σαφής οδηγία που μπορεί να δοθεί -σαν έλεος περισσότερο και όχι καθήκον – στους πιθανούς κοσμοναύτες είναι η εξής : Η τριγωνική αλληλουχία, όπως συζητήθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια είναι κρίσιμη στην συνέχεια της πορείας σας. Εάν σας βοηθάει, αν και δεν υφίσταται υποχρεωτική η φύσις του, σχεδιάστε ένα ισοσκελές τρίγωνο στη βάση εκτελέσεως του ταξιδιού και φέρετε την πληρωμή μέσα του. Δωρίστε εγκάρδια τρία κομμάτια της ψυχής σας. Σημαντικά σε εσάς και αναπόσπαστα. Επίπονα. Αναντικατάστατα.
Καθορίστε πρότερα το σχέδιο σας και ύστερα σκεφθείτε τις συνέπειες της απώλειας. Στηριχθείτε στην σιγουριά του κατορθώματος σας, ετοιμάστε τις συνειδήσεις σας για το ύψιστο ταξίδι και αφήστε τα διασκορπισμένα κομμάτια της ψευδούς πραγματικότητος να διαλυθούν στην σκόνη της λήθης. Μονάχα έτσι θα είσθε σίγουροι για την επίτευξη του σημαντικότερου ταξιδιού του ανθρώπου- μακριά από το συνειδητό και φυσικό, κοντύτερα και ασφαλέστερα στη Τέταρτη Διάσταση.
Καθισμένος στην καρέκλα του συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να ξεγελάσει το σύστημα. Ο Μάαστερκ δεν φανταζόταν ότι ένας ανάπηρος θα διάβαζε τις οδηγίες του. Δεν θα μπορούσε ποτέ να εκπληρώσει το σχέδιο του περιορισμένος και ανήμπορος. Πρέπει να έχει ελευθερία κινήσεων, να νιώθει σίγουρος για τα βήματα και τις πράξεις του. Κοίταξε τα γόνατα του, αδυνατισμένα και άψυχα, σχεδόν σαν ξύλινα φτιαγμένα από κάποιον ερασιτέχνη τεχνίτη που προσπαθεί να κάνει τα πρώτα του δημιουργήματα. Ήξερε τι ήθελε να κάνει, όμως ήταν πρακτικά αδύνατον να το κάνει με ξύλινες απομιμήσεις ποδιών.
“Θέλω να με σηκώσεις”, αναφώνησε προς τη μαύρη μάζα. “Όπως έκανες πριν. Θέλω να είμαι όρθιος ξανά”. Κοίταξε έντονα την άμορφη ουσία που πάγωσε στη θέση της, αναλογιζόμενη κατά πόσο αυτό θα βοηθούσε το δικό της σχέδιο.
Τι θέλεις να κάνεις;
“Δεν έχει σημασία τώρα, δεν θα το μάθω μέχρι να το κάνω. Πρέπει να με σηκώσεις” της είπε και τσούλησε την καρέκλα του μπροστά της. “Είναι ο μόνος τρόπος να σκεφτώ λογικά όπως ο Μάαστερκ. Σήκωσε με και ακολούθα τις σκέψεις μου. Νιώσε τα νεύρα μέσα μου, δεν με νοιάζει πώς θα το κάνεις, απλά ακολούθησε τις κινήσεις μου, όσο παράλογες και αν σου φαίνονται”.
Η ουσία δονήθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και μετά ξεχύθηκε ξανά προς τα πόδια του. Τον τύλιξε ξανά, ακριβώς όπως την προηγούμενη φορά, ανέβηκε στη σπονδυλική του στήλη και τυλίχθηκε στους μηρούς του.
“Θέλω να ανέβεις στον αυχένα μου, πήγαινε πιο ψηλά. Θέλω να μπορείς να αισθανθείς τις κινήσεις του κεφαλιού μου και τις προθέσεις μου”.
Η μάζα δεν κινήθηκε ούτε απάντησε. Δεν είχε σκεφτεί μια τέτοια κατάληξη, της φαινόταν πολύ ξαφνικό όλο αυτό. Δεν ήξερε αν ήθελε να τον αισθάνεται ολοκληρωτικά. Μπορεί να γεννήθηκε μέσα του και να επιβίωνε στα σπλάχνα του τόσα χρόνια, αλλά η ξαφνική ελευθερία που ένιωθε την ικανοποιούσε. Δεν χρειαζόταν πάντα κάποιον ελεγκτικό μηχανισμό πλέον, μπορούσε να φύγει όποτε ήθελε. Ίσως και να το έκανε τελικά, ίσως και να τον εγκατέλειπε να πεθάνει, μόνος και μίζερος, ακριβώς όπως την έκανε να νιώθει τόσα χρόνια και η ίδια. Άλλωστε, δεν του είχε μιλήσει για τις πληγές ακόμα. Και αν δεν το έκανε ποτέ; Θα πέθαινε σίγουρα. Ήταν ανούσιο να τον ενημερώσει εάν δεν ήθελε να ξαναζήσει μέσα του.
“Τελείωνε, δεν έχουμε όλη μέρα! Εάν δεν θέλεις να με βοηθήσεις παράτα με! Παράτησε με εάν δεν μπορείς να κάνεις αυτό που σου λέω!” φώναξε νευριασμένα. Παρά το παράλογο της κατάστασης που ζούσε, ήταν ακόμα ο ίδιος γηραιός και ανυπόμονος άνθρωπος που ήταν και πριν απελευθερώσει την ψυχή του. Η αϋπνία και η αφαγία τον είχαν αποδυναμώσει και είχαν φέρει στην επιφάνεια μια ευερέθιστη πλευρά του που συνήθως μπορούσε να ελέγξει, όμως η πραγματικότητα είχε αρχίσει να σπάει και μπορούσε να εντοπίσει τις ρωγμές γύρω του. Ακόμα και ο ίδιος ένιωθε ρωγμές, σαν να ήταν άγαλμα που είχε υποστεί εξαιρετική ζημιά από πτώση. Οι μαύρες πληγές, τα νεοαποκτηθέντα σημάδια στο σώμα του, ήταν μια καλή αρχή. Οι ρωγμές ξεκινούν ως μικρές εκδορές και πύλες εισόδου ουσιών που δεν είναι πάντα ευεργετικές. Η είσοδος είναι επικίνδυνη, σαφώς, όμως η έξοδος πολύτιμου υλικού τον φόβιζε ακόμη περισσότερο. Άλλωστε είχε χάσει πολύτιμα υλικά στο παρελθόν και είχε καταλήξει στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα. Μπορείς να αντιμετωπίσεις ευκολότερα τους εχθρούς από το περιβάλλον, αλλά είναι σαφώς πιο δύσκολο να παλέψεις με τον ελλιπή εαυτό σου εκ των έσω. Ειδικά όταν είναι η μόνη μάχη που πρέπει να δώσεις.
Η ουσία ανέβηκε προς το κεφάλι του και τύλιξε τον αυχένα και τους ώμους του, σαν μηχανική στήριξη προς όλα τα σημεία. Πλέον τον ένιωθε να πάλλεται κάτω από την ύπαρξη της. Έστειλε μερικές κλωστές να ανέβουν στο κεφάλι του, στα κεντρικά συστήματα εντολών του φυσικού σώματος. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη για αυτό και δεν ήξερε αν είναι καλή ιδέα, όμως δεν ήθελε να τον αποχωριστεί ακόμα. Ήθελε να έχει ακόμα την ψευδαίσθηση του ελέγχου της πηγής της ζωής της.
Εάν κάποιος παρατηρούσε το θέαμα απ έξω σίγουρα θα είχε λιποθυμήσει. Παλλόμενες κλωστές περιτριγύριζαν το σώμα ενός καθήμενου σε αναπηρικό καρότσι, μόνιμα κινούμενες και απειλητικές στην όψη. Έσφιξε τις γροθιές του και πήρε μια κοφτή ανάσα που απελευθέρωσε μόλις σηκώθηκε. Ένιωθε τόσο σταθερός, τόσο σίγουρος και δυνατός. Σα να έφυγε η ομίχλη από το κεφάλι του και να είχε μετά από πολλά χρόνια όλες του τις σκέψεις οργανωμένες και σε τάξη που αυτός είχε αποφασίσει. Τα είχε όλα- την ευχέρεια της ελαφρύτερης ψυχής, χωρίς το βάρος του Εγώ να τον απομυζεί, μα και την στήριξη του Εγώ σε φυσική μορφή να τον υπακούει, και όχι το ανάποδο. Ήταν έτοιμος να κατακτήσει την Ποίησις.
Πέρασαν ώρες που χειριζόταν αυτό το γκροτέσκο μα πρακτικό οικοδόμημα που είχε αποκτήσει. Η νύχτα πάντοτε του άρεσε, ακόμα και όταν ήταν παιδί, και έβρισκε ότι ήταν ιδιαιτέρως παραγωγικός μετά τα μεσάνυχτα. Ξεκίνησε πρωτίστως με το να πάει στο μπάνιο και να βυθιστεί σε νερό. Μετά από χρόνια υποβοήθησης και δυσκολίας, απλά έκανε ένα βήμα και μπήκε στο ντουζ. Όχι στην μπανιέρα. Στο ντουζ. Καθαρίστηκε ολόκληρος, τρίβοντας το σώμα του ξανά και ξανά, σηκώνοντας τα πόδια του, ισορροπώντας μια στο ένα και μια στο άλλο. Πλατσούριζε σαν παιδί που ανακάλυψε μια λακκούβα λάσπης και την ικανότητα να χοροπηδάει. Αρνήθηκε να φάει ή να πιει νερό και να αναγνωρίσει το αίσθημα του κενού στο φυσικό του σώμα. Βρισκόταν σε ένα παράξενο σταυροδρόμι μεταξύ απόλυτης αδυναμίας και υπερβάλλουσας, συμπαντικής δύναμης. Αγνοούσε επιδεικτικά την πρώτη για να διατηρήσει την δεύτερη για όσο χρόνο μπορούσε.
Μετά που χόρτασε από την φυσική του ανεξαρτησία έβαλε μπρος το σχέδιο. Άδειασε όλο το υπνοδωμάτιο του από τις φωτογραφίες και τα τελευταία υπάρχοντα της Δώρας. Κοσμήματα, το άρωμα της, το φουλάρι από κασμίρι που της είχε κάνει δώρο στην 25η επέτειο τους, τα έβαλε όλα σε ένα καλάθι ρούχων και τα πήγε στο γραφείο του. Το επόμενο βήμα ήταν να συγκεντρώσει όλες τις υποβοηθήσεις που είχε μαζέψει τα τελευταία χρόνια. Τις καρέκλες του, τα στηρίγματα στα δωμάτια, το μηχανισμό της σκάλας που τον ανέβαζε πάνω, ακόμα και το στήριγμα στο κρεβάτι του. Ξόδεψε ώρες ξεβιδώνοντας και καταστρέφοντας πολύτιμους μηχανισμούς. Μηχανισμούς που χρειαζόταν σε καθημερινή βάση και ίσως τους χρειαζόταν και στο μέλλον, εάν το σχέδιο του δεν έπαιρνε την τροπή που περίμενε. Προσπάθησε να κάνει όσο το δυνατόν ησυχία για να μην ξυπνήσει την Μυρσίνη και καταλάβει τι συμβαίνει, δεν θα μπορούσε να της εξηγήσει ποτέ πως είναι δυνατόν να στέκεται όρθιος και τι είναι το το μαύρο πλάσμα που τον υποβοηθά.
Είχε πλέον αρχίσει να ξημερώνει όταν ξαναγύρισε στο γραφείο του. Έβγαλε έξω τις πολυθρόνες και τις καρέκλες, μετακίνησε το ογκώδες γραφείο του με την βοήθεια του -παραδόξως- ιδιαιτέρως δυνατού πλάσματος και μάζεψε το χαλί που κοσμούσε το πάτωμα. Έσπρωξε σε όλους τους τοίχους τα πράγματα που δεν μπορούσε να αφαιρέσει και με τη βοήθεια μιας μισοτελειωμένης κιμωλίας σχημάτισε στο πάτωμα το τελετουργικό συμβολικό τρίγωνο. Χρησιμοποίησε τις δυο γωνίες της πόρτας για την βάση του τριγώνου και στο παράθυρο κατέληγε η κορυφή του. Μέτρησε το κάθε εκατοστό για να βεβαιωθεί ότι είναι ισοσκελές και ακολούθησε το σχέδιο του βιβλίου για την συμπληρωματική δομή. Στο κέντρο των συγκρουόμενων γραμμών τοποθέτησε την στοίβα με τα πιο πολύτιμα δώρα. Σκόρπισε παντού τις φωτογραφίες και τα κοσμήματα της Δώρας, και με το φουλάρι της σχημάτισε ακόμα ένα τρίγωνο γύρω τους. Γύρω από το φουλάρι τοποθέτησε τα βοηθητικά στηρίγματα που είχε αποσπάσει από κάθε σημείο του σπιτιού, ενώ στο κέντρο τοποθέτησε πάνω από τις φωτογραφίες την αγαπημένη του καρέκλα.
Στάθηκε πάνω από το οικοδόμημα του, περήφανος και αγέρωχος, σίγουρος για το δημιούργημα του. Είχε απαρνηθεί να είναι έρμαιο των πρότερων συναισθημάτων του, αυτό εδώ θα ήταν το υπέρτατο τεστ. Η Ποίησις θα ήταν τέτοια που δεν θα χρειαζόταν καμία ανάμνηση. Θα την είχε εδώ ξανά και οι φωτογραφίες θα ήταν περιττές. Πήρε το άρωμα της και ψέκασε τα δώρα με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του. Είχε έρθει η ώρα. Έκανε μερικά βήματα και έκατσε οκλαδόν στην άκρη του τριγώνου που σχημάτισε με το φουλάρι. Το υπέρτατο δώρο- το μισό του σώμα. Το μισό της ύπαρξης του που είχε αρνηθεί να χάσει και έσερνε δεξιά και αριστερά έκτοτε. Μπορεί να μην είχε απόλυτο έλεγχο πάνω του, αλλά ήταν δικό του, έφερε ζωή στις φλέβες του, ζούσε από αυτόν. Ξάπλωσε στο τρίγωνο με τα πόδια του τοποθετημένα στρατηγικά μέσα στο κεντρικό κτίσμα Τα τέντωσε και τα ένιωσε να πάλλονται μαζί με το πλάσμα.
“Μπορείς να φύγεις τώρα. Σε ευχαριστώ για τη βοήθεια σου.”
Τι ακριβώς κάνεις; Βρίσκεσαι ολόκληρος μέσα στο τρίγωνο. Δεν θα δωρίσεις μόνο τα πόδια σου, θα γίνεις εσύ ο ίδιος η θυσία. Δε θα φτάσεις πότε την Τέταρτη Διάσταση αν εξαφανιστείς μπούφε!
“Δεν θα εξαφανιστώ. Είναι όλα στο νου μου. Εγώ το ελέγχω, όχι αυτό εμένα. Ξέρω τι κάνω, φύγε από το δωμάτιο αν φοβάσαι” του είπε ειρωνικά. Του ξέφυγε ένα χαμόγελο όταν ένιωσε το πλάσμα να απαγκιστρώνεται από πάνω του και να σέρνεται στο πλάι, σίγουρος ότι φοβήθηκε, ενώ αυτός όχι. Πόση ψυχική δύναμη σου δίνει να γνωρίζεις ότι δεν έχεις τίποτα να χάσεις;
“Θα συγκεντρωθώ τώρα, σε παρακαλώ κάνε ησυχία. Θέλω να πέσω σε βαθιά ύπνωση και δεν πρέπει να με ενοχλήσεις ούτε λεπτό”
Δεν θα είμαι καν εδώ. Το πλάσμα σύρθηκε κάτω από την πόρτα και εξαφανίστηκε έξω από το δωμάτιο. Ένιωσε απόλυτα σίγουρος για τον εαυτό του, γιατί αν καταφέρνει να τρομάξει το Εγώ ενώ αυτό μπορεί να παραμείνει ήρεμος σίγουρα σημαίνει ότι είναι έτοιμος. Έτοιμος να θυσιάσει για να κερδίσει. Έτοιμος για να Ποιήσει το επόμενο του βήμα.
Έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε την Δώρα. Το σώμα του ήταν τόσο κουρασμένο που ζητούσε απεγνωσμένα ύπνο, όμως η ψυχική του αναστάτωση και ανυπομονησία δεν του το επέτρεπε. Έπεσε σε βαθιά περισυλλογή και διαλογισμό, διατηρώντας κλειστά τα μάτια του καθ όλη τη διάρκεια. Ένιωσε το τρίγωνο να ενεργοποιείται και να μαγνητίζεται, σαν να το διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα και να ταξιδεύει μέσα του, ελέγχοντας τα όρια του. Εάν είχε αίσθηση στα πόδια του σίγουρα θα μπορούσε να αισθανθεί την αλλαγή θερμοκρασίας στο σχηματισμό. Οι φωτογραφίες είχαν αρχίσει να μαυρίζουν και το φουλάρι μύρισε ελαφρώς καμένο. Ήταν τόσο κοντά. Σκεφτόταν την Δώρα ασταμάτητα να την λούζει εκείνο το φως της μεγάλης τριγωνικής πόρτας στο όνειρο του, την φανταζόταν ξαπλωμένη στο μεγάλο τρίγωνο από κιμωλία το βράδυ, να σηκώνεται όρθια και να τρέχει καταπάνω του, πνίγοντας τον με φιλιά. Σκεφτόταν την Τέταρτη Διάσταση που θα μπορούσε να την πάρει και να κάνουν μαζί εκείνες τις ατέλειωτες συζητήσεις τους, που ξεκινούσαν από φιλοσοφία και κατέληγαν να αναλύουν την ύπαρξη του σύμπαντος κάνοντας έρωτα κάτω από τα αστέρια. Όλα ήταν η Δώρα και η Δώρα ήταν όλα για εκείνον.
“Θείε….τι συμβαίνει; Γιατί είσαι στο πάτωμα; Θέε μου, θείε, καίγεσαι!”
Χωρίς προειδοποίηση ξεχύθηκε πάνω του η Μυρσίνη. Με το πρώτο της βήμα το ένιωσε. Το διαισθάνθηκε. Δεν ήταν κάτι που πλέον μπορούσε να πάρει πίσω. Δεν πρόλαβε καν να της φωνάξει να μην τον πλησιάσει, δεν πρόλαβε να της πει να τρέξει μακρυά, όταν έπεσε πάνω του και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά στο κέντρο του τριγώνου. Σε μια μόλις στιγμή το δωμάτιο φωτίστηκε από ταυτόχρονες εκτυφλωτικές λάμψεις σε κάθε του γωνία και η ακοή του χάθηκε τελείως.