/Μικρό Διήγημα: Ένα εποικοδομητικό βράδυ (Ελένη Μάλλιαρη)

Μικρό Διήγημα: Ένα εποικοδομητικό βράδυ (Ελένη Μάλλιαρη)

Γράφει η Ελένη Μάλλιαρη, συγγραφέας

Με θέα ένα ποτήρι βότκα που εκδικητικά αδειάζει, άντε να περάσει κι αυτή η βραδιά, άντε να σκοτώσεις την ώρα σου, αφού δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Ένα στενόμακρο γωνιακό μαγαζάκι με σιδερένια τραπέζια από τη μια και μια παρέλαση αλκοόλ πίσω απ’ το μπαρ απ’ την άλλη. Το ιδανικότερο θυσιαστήριο χρόνου. Κι αυτό το «Time» των Floyd να σου τρυπάει τα σπλάχνα κι όχι τα αυτιά. Τι χλευασμός, Θεέ μου! Ας το βγάλουν, επιτέλους! Πώς να παραδοθείς στη ματαιότητα τού τώρα με τόσους επίδοξους ηγέτες;

Το κουδουνάκι χτύπησε, η πόρτα άνοιξε και το διαφαινόμενο πρόσωπο του Αντρέα συσπάστηκε αυτόματα, ακούσια αντίδραση στη βρώμα τσιγάρου και μπύρας. Η πιο υγιεινή δυσοσμία. Τουλάχιστον αυτή δεν μπαίνει μέσα σου, δεν σε πολιορκεί, δεν σε κατακτά, δεν σε κάνει δικό της, δεν σε μετατρέπει σε λέρα. Μπορείς να φύγεις ή να το ρισκάρεις και να μπεις εσύ μέσα σ’ αυτήν. Ο Αντρέας το ρίσκαρε. 

Κάθισε με την τόσο γνωστή νωχελική του κίνηση στο διπλανό σκαμπό. Δεν μου ήταν ό,τι πιο ευχάριστο να ερωτοτροπώ με βότκα δίπλα σε ένα μυξιάρικο, αιώνιο φοιτητή, υπάκουο παιδάκι του μπαμπά και κυρίως της μαμάκας, με τα καλογυαλισμένα παπουτσάκια, τα καλοσιδερωμένα ρουχαλάκια και τα καλολιγδιασμένα από ζελέ μαλλάκια. Το πρόσωπό του, σε πρώτη φάση, θα το ’λεγες ωραίο (εντυπωσιακά αρμονικός συνδυασμός χαρακτηριστικών). Σε δεύτερη, όμως, φάση, αηδιαστικά αδιάφορο. Στην πραγματικότητα, δεν είχε πρόσωπο.

Απορώ τι μου έβρισκε ο πιο συνεπής εδώ και δύο χρόνια πολιορκητής του κόλπου μου. Μία πρώην αποτυχημένη συγγραφέας, μία νυν μέτρια αρθρογράφος, μία μετέπειτα επιτυχημένη συντάκτρια διαφημιστικών σλόγκαν, μία αιώνια πουτάνα εν μέσω αποσύνθεσης. Ίσως ήταν το παγωτό που δεν του είχαν αγοράσει, όταν ήτανε μικρός. Ίσως είχε φτάσει η ώρα ν’ αποτινάξει το οιδιπόδειο. Ίσως ήθελε να γευτεί κάτι από τη φρίκη της απέναντι όχθης. Ίσως, απλώς, με είχε ακούσει να λέω:

«Όσο πιο κατεστραμμένος, τόσο το καλύτερο!». 

«Τι πίνεις;».

«Μία από τις έξι αισθήσεις είναι η όραση. Αν δεν βαριέσαι, μπορείς να τη χρησιμοποιείς περιστασιακά.».

«Λίγο πιο γλυκιά να ήσουν μαζί μου, θα σου χάριζα τον κόσμο όλο.».

«Και ποιος σου είπε ότι τον θέλω. Εξάλλου, δεν είναι δικός σου. Τα καλά παιδιά δεν λένε ψέματα.».

Σώπασε και παρήγγειλε ένα ουίσκι, κοιτάζοντας μονίμως απέναντί του, ποιος ξέρεις τι. Εγώ δεν ένιωθα καλά. Ζαλιζόμουν. Μου ’ρχόταν να ξεράσω εκεί πάνω στο μπαρ, μα προσπαθούσα να συγκρατηθώ με όλες μου τις δυνάμεις, Και μόνο η παρουσία του μου δημιουργούσε έναν βασανιστικό κολικό πόνο που μ’ έκανε να νιώθω ανάπηρη από τη μέση και κάτω, Αισίως είχα φτάσει στο αγαπημένο μου σημείο εκτροπής. Έβλεπα την τρέλα να με πλησιάζει, να της προσφέρω ακριβό κρασί και να μεθάμε παρέα τη συγκατοίκησή μας. Έβλεπα οικείες, μισητές φιγούρες να μου κάνουν γκριμάτσες κοροϊδίας και ’μενα ηττημένη, για μια ακόμα φορά, σε μία νοτισμένη απ’ το κλάμα μου γωνιά, να κοιμάμαι με βουβά αναφιλητά. Έβλεπα όλο το σκυλολόι συγγενών να με ρωτά τρεις φορές αν είμαι καλά κι εγώ, δερματοδεμένη σε ηλεκτρική καρέκλα, να απαντώ:

«Ναι! Όπου να ’ναι πεθαίνω!».  «Θα πέθαινα για ένα βράδυ μαζί σου!».

Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω. Ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα; Πλήρη ορατότητα μετά από ομίχλη; Ή απόλυτη διαύγεια μετά το φονικό; Διέκρινα τη σκόνη που έπεφτε στο ποτήρι μου. Το σώμα μου υπέφερε σε κάθε μια ανάσα. Μέσα μου βαθιά άκουγα τον κάθε μορφασμό και μου ’ρθε δυσφορία από ένα άρωμα νεκρό. Μόνο η γεύση υστερούσε.

«Μπορείς να επαναλάβεις αυτό που είπες;», τον ρώτησα με μία αυτοκυριαρχία που σόκαρε κι εμένα.

«Τα καλά πράγματα λέγονται μία φορά», απάντησε χαζοχαμογελώντας, μάλλον επειδή ασχολήθηκα μαζί του. (Τίποτα καλύτερο δεν βρήκε να πει;).

«Εκτός κι αν είναι πολύ καλά, οπότε λέγονται και δεύτερη φορά.» (Πανδαισία βλακείας).

«Θα πέθαινα για ένα βράδυ μαζί σου. Αυτό είπα!».

Πετάχτηκα απότομα από τη θέση μου σαν καλά κρυμμένος κλόουν σε παιδικό κουτάκι και κατευθύνθηκα προς την πόρτα, λέγοντας του ένα ξερό: «Πάμε!». Πριν πολυκαταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, για να με ακολουθήσει, βρισκόμουν ήδη εκατό μέτρα μπροστά. Χρειάστηκε να τρέξει, για να με προλάβει, και βλακωδώς να ρωτήσει: «Σπίτι σου πάμε;». Δεν απάντησα. Βάδιζα εκπληκτικά γρήγορα για τη φυσική μου κατάσταση. Σαν να ετοιμαζόμουν για καβγά και ο αντίπαλος να ήταν στο τέλος του οικοδομικού τετραγώνου και μετά του επόμενου και του επόμενου…

Αισθανόμουν ότι σε κάθε βήμα δημιουργούσα ένα βρωμερό άνεμο διαστροφών και μιζέριας κι όποιος τύχαινε να δροσιστεί απ’ αυτήν τη σιχαμερή πηγή μιάσματος θα γινόταν θύμα και θύτης του εαυτού του. Όσο πιο χιτλερικά προχωρούσα, τόσο περισσότερο κατακλυζόμουν από ένα καταβροχθιστικό μίσος και οργή για όλα εκείνα τα βράδια που θα πέθαινα εγώ. Με την άκρη των βλεφάρων μου αιχμαλώτισα τη φιγούρα του. Παλιοπούστη, σκέφτηκα, σε ’σένα έπεσε ο κλήρος. Εσύ θα πληρώσεις τα χρωστούμενα.

Αυτός βρισκόταν σε μια χαζοχαρούμενη κατάσταση: αυταπάτη αποδοχής. Μπορεί και να ονειρευόταν παιδάκια, κυριακάτικες βόλτες στην εξοχή με τον Τζακ ή τον Φλοξ ή τη Λάσσυ, γεύματα με το σόι και ζεστή φασολάδα για μεσημεριανό. Χαμογέλασα και συνέχισα τον δρόμο μου δίχως την παραμικρή αμφιταλάντευση.

Φτάνοντας σπίτι άνοιξα διστακτικά την πόρτα, μήπως κι αποθαρρυνθεί από το θέαμα. Ένα βρωμερό και ακατάστατο αχούρι, με λιγοστά χαμηλά έπιπλα και μια αποτρόπαια μυρωδιά, συνονθύλευμα τσιγάρου, οινοπνεύματος και γατήσιων περιττωμάτων. Βιβλία και μπουκάλια στο πάτωμα αντάλλαζαν λέξεις και χάδια. Τα αγαπημένα μου ζευγάρια: Bukowski και τζιν, Baudelaire και κρασί, Blake και αίμα Ιησού.

Ευτυχώς η κρεβατοκάμαρα βρισκόταν σε πιο ανεκτή κατάσταση. Ένα ανάκατο μπρούτζινο κρεβάτι και λιγοστά χρησιμοποιημένα ποτήρια. Χάρισα λίγο απ’ το καλά κρυμμένο δάκρυ μου στα μετρημένα μισολιωμένα κεριά και βάλθηκα να αφαιρώ από πάνω μου τη μικροαστική μου πανοπλία. Το ίδιο έκανε κι αυτός. Ξαπλώσαμε, παραμερίζοντας το πάπλωμα, κι άρχισε να με φιλά γλυκά στο στόμα και το στήθος. Ένα σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα, ένα πουπουλένιο χάδι, μια άνυδρη σταγόνα σε ροζιασμένο από τον πόνο σώμα. Όχι, μωρό μου, σκέφτηκα, αυτό το βράδυ θα το πάρεις μαζί σου, στον γαμημένο σου παράδεισο. Έφτασε η ώρα της ανταλλαγής πληθυσμών. Και ξεκίνησα το πιο βίαιο παιχνίδι, αυτό της σύζευξης αγνώστων κορμιών, ένα παράξενο παιχνίδι: σκλάβος της φύσης, απομεινάρι δεινοσαύρου, καταπέλτης του αύριο, ασφαλής δρόμος στο τέλος.

Εκείνο το βράδυ το παγωτό αγοράστηκε με τα κέρματα του σπέρματός του, το οιδιπόδειο αποτινάχτηκε με τις πληγές στην πλάτη και το στέρνο και η φρίκη αναβίωσε στην τελευταίο του κραυγή που, διαπερνώντας το τείχος του τοίχου, ενώθηκε με εκείνες των νεογέννητων και ετοιμοθανάτων. Όσο για ’μένα… τίποτα! Μια άχαρη μάζα από σάρκα και κόκκαλα που χάνεται στον χρόνο, που λησμονά το χθες, για να κοιμάται, που ελπίζει μόνο τη λυπημένη λέξη, ένας αποστειρωμένος από χαρές άνθρωπος.

Κοκκινωπά χαράματα πια τράβηξε το πάπλωμα, σκεπάζοντας τη γύμνια μας και παίρνοντάς με αγκαλιά. Τι ανόητος, Θεέ μου! Δεν ήξερε άραγε πως δεν αρκούσε; Τίποτα τώρα πια δεν αρκούσε. Ό,τι ήταν να γραφτεί, γράφτηκε. Τίποτα δεν μπορεί να σβηστεί και τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί. Οι λέξεις μού τελείωσαν και οι σελίδες μετρημένες. 

Σηκώθηκα αμίλητη και πήγα στην κουζίνα. Στάθηκα για κάμποση ώρα, κοιτάζοντας χωρίς να βλέπω τον στοιβαγμένο από πιάτα νεροχύτη. Σταμάτησα στο λατρεμένο μου κρητικό μαχαίρι: «Είμαι μαχαίρι κρητικό, όπλο τιμής κι ανδρείας…». Ό,τι έπρεπε για την περίπτωση. Γύρισα στο δωμάτιο…

Το κόκκινο υγρό τινάχτηκε τόσο επίμονα και διασκεδαστικά, που μου ’ρθε να πετάξω μια πεντάρα. Το πρόσωπό του έγειρε οκνηρά και τα κατάλευκά του δόντια άρχισαν να ωριμάζουν. Καθάρισα με τη γλώσσα μου το ενοχλητικά καθισμένο γύρω από τα χείλη μου αίμα και έστρωσα στον καναπέ να κοιμηθώ…