Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη
Από τις λαϊκές γειτονιές της Νέας Ιωνίας στη μεγάλη επιτυχία στον Ελληνικό Κινηματογράφο, ο Νίκος Ξανθόπουλος υπήρξε το σύμβολο του αγνού, κατατρεγμένου παιδιού που στο τέλος δικαιώνεται.
Σε μία εποχή που ο Έλληνας προσπαθούσε μέσα στο αίσθημα της φτώχειας να βρει έναν ήρωα με τον οποίο να μπορεί να ταυτιστεί και η φτωχολογιά, ο Νίκος Ξανθόπουλος υπήρξε το ιδανικό αρχέτυπο του ταλαιπωρημένου από τη μοίρα κινηματογραφικού ήρωα.
Οι ονομασίες μερικών ταινιών του, φανερώνουν την κοινωνική ασχήμια, φτώχεια, απορρύθμιση της εποχής εκείνης. Για μεγάλη μερίδα του κόσμου η ζωή σήμαινε βιοπάλη, στέρηση, στέρηση νοήματος που θα την εξύψωνε παραπάνω από την απλή, βιοποριστική της αναγκαιότητα.
Σκλάβοι της μοίρας, Ζωή γεμάτη πόνο, Απόκληροι της κοινωνίας, τίτλοι που αναδεικνύουν τη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα μίας εποχής που προσπαθούσε να επαναπροσδιοριστεί και να ξεφύγει από τη μιζέρια και τη στασιμότητα.
Ο Ξανθόπουλος γίνεται λαϊκός ήρωας στη συνείδηση του μέσου Έλληνα, γίνεται η δικαίωση και η ελπίδα ότι η ζωή την καλύτερη ζαριά την κρατάει πάντα για το τέλος.
Ο ίδιος στις ταινίες του πάντοτε καταπιέζεται, αποχωρίζεται αγαπημένους, βρίσκεται στο στόχαστρο του θυμικού εκείνων που είναι πλούσιοι. Και όμως, στο τέλος, καταφέρνει να βρει την ευτυχία, διότι η δικαιοσύνη της ζωής δε φοβίζεται από την κατοχή του πλούτου στη γη.
Ο Ξανθόπουλος ίσως δεν αντικατροπτίζει την αισθητική και την αντίληψη αν τον τοποθετήσεις στο πλαίσιο της σύγχρονης ζωής. Όπως και ο Καζαντζίδης, συμβολίζει μία διαφορετική εποχή, ακόμα και αν η διαχρονικότητά του παραμένει και θα είναι άσβηστη.
Όμως, είναι ένα εξαίσιο υποκριτικό δείγμα για να κατανοήσουμε τις κοινωνικές διαστρωματώσεις και διαφορές στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Ο Έλληνας που λυγίζει, πονάει, αισθάνεται στο πετσί του τον πόνο της ξενιτιάς, της απομόνωσης, της περιφρόνησης του φτωχού από τον κόσμο των αστών και των πλουσίων.
Αλλά μένει περήφανος με το κεφάλι ψηλά, να αγωνίζεται και να μη χάνει την πίστη του στη ρόδα της ζωής που διαρκώς γυρίζει….