Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Το παρελθόν δίνει μια ταυτότητα στους ανθρώπους και μια άγκυρα να μην χαθούν, αλλά η αφυδατωμένη νοσταλγία των περασμένων προσφέρει ένα αχρείαστο, δηλητηριώδες και ασυνάρτητο γήρας.
Το «Grand Hotel», το οποίο προβάλλεται στον ΑΝΤ1, διαδραματίζεται στην Κηφισιά του 1925, τρία χρόνια μετά την καταστροφική Μικρασιατική καταστροφή, αλλά και στη γειτονική Νέα Ερυθραία, στις φτωχογειτονιές τις οποίες μένουν οι πρόσφυγες-εργαζόμενοι του πολυτελούς ξενοδοχείου και μας εισάγει σε έναν κόσμο γεμάτο μυστικά, ίντριγκες και απαγορευμένη αγάπη. Σε αυτό το ιστορικό δράμα, το σκηνικό της πολιτικής αναταραχής και της κοινωνικής αστάθειας προσφέρει γόνιμο έδαφος για την αποκάλυψη ενός συναρπαστικού μυστηρίου και μια έντονη προσωπική αναζήτηση δικαιοσύνης. Η σειρά ακολουθεί την ιστορία του Πέτρου (Γιάννης Κουκουράκης), ενός νεαρού άνδρα που οδηγείται από αποφασιστικότητα και απόγνωση να βρει την εξαφανισμένη αδελφή του, μια πρόσφυγα καμαριέρα στο πολυτελές «Grand Hotel». Αυτό που ξεκινά ως προσωπική αναζήτηση εξελίσσεται γρήγορα σε μια ιστορία με απειλητικές για τη ζωή ανακαλύψεις, βαθιά κοινωνική κριτική και ρομαντισμό που ξεπερνά τα ταξικά όρια.
Το «Grand Hotel» είναι βασισμένο στην ισπανική τηλεοπτική σειρά, δημιουργία των Ramon Campos και Gema R. Neira.
Θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες σειρές της ισπανικής τηλεόρασης και τη χαρακτηρίζουν ως «το βασίλειο της ίντριγκας». Η υπόθεση διαδραματίζεται στη φανταστική παραθαλάσσια πόλη της Ισπανίας, Κανταλόα το 1905 και περιστρέφεται γύρω από τον Julio Olmedo, που όταν μαθαίνει ότι η αδελφή του που δούλευε στο ξενοδοχείο, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, πιάνει δουλειά εκεί προκειμένου να μάθει τι της συνέβη.
H προσαρμογή του σεναρίου έγινε από τον Δήμητρα Τσόλκα και η σκηνοθεσία από τον Γιάννη Βασιλειάδη. Τα σκηνικά φρόντισε ο Αντώνης Χαλκιάς και διευθυντές φωτογραφίας είναι ο Ευγένιος Διονυσόπουλος και ο Δημήτρης Θεοδωρίδης
Στο επίκεντρο της υπόθεσης της ελληνικής του εκδοχής «Grand Hotel», βρίσκεται η μυστηριώδης εξαφάνιση της αδελφής του Πέτρου, μια τραγωδία που θέτει τις βάσεις για την εξέλιξη της αφήγησης. Ως πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, η εξαφάνισή της δεν αποτελεί μόνο προσωπική απώλεια για τον Πέτρο, αλλά και αντανάκλαση της ταραγμένης περιόδου της ελληνικής ιστορίας. Οι πρόσφυγες εκείνη την εποχή συχνά περιθωριοποιούνταν και εκμεταλλεύονταν, και αυτό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο παρέχει ένα βαθύτερο στρώμα στην υπόθεση της παράστασης. Μέσω του χαρακτήρα του Πέτρου, η σειρά εισάγει το θέμα της επιβίωσης, τόσο της σωματικής όσο και της συναισθηματικής, σε έναν κόσμο που είναι εχθρικός προς τους εκτοπισμένους. Το ταξίδι του για να αποκαλύψει την αλήθεια για την αδελφή του, φέρνει τους θεατές αντιμέτωπους με μια διεφθαρμένη ελίτ, τους κρυμμένους κινδύνους του πλούτου και της εξουσίας και το ανθρώπινο κόστος της διατήρησης μυστικών.
Το ίδιο το «Grand Hotel» αποτελεί έναν μικρόκοσμο της ελληνικής υψηλής κοινωνίας της δεκαετίας του 1920.
Πίσω από την πολυτελή πρόσοψή του κρύβεται ένας κόσμος βαθιά ριζωμένης διαφθοράς, σκανδάλων και χειραγώγησης. Ο Πέτρος, στην τολμηρή προσπάθειά του να διεισδύσει στο ξενοδοχείο, παριστάνει τον σερβιτόρο, ένα επικίνδυνο στοίχημα που τον ωθεί στην καρδιά αυτού του δόλιου κόσμου. Η έρευνά του αποκαλύπτει συγκλονιστικές αλήθειες για τα ανώτερα κλιμάκια του ξενοδοχείου, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου (Δάφνη Λαμπρόγιαννη) και του Ρήγα (Γιώργος Γεροντιδάκης) διευθυντή της μονάδας και των δυναμικών εξουσίας που συντηρούν την πλούσια τάξη. Ο Ρήγας, ως φιλόδοξος και υπολογιστικός διευθυντής, είναι ένας άνθρωπος που ενσαρκώνει την απληστία και την αδίστακτη συμπεριφορά των ισχυρών, σε έντονη αντίθεση με τον χαρακτήρα της Αλίκης (Καλλιόπη Χάσκα), της προοδευτικής και ευαίσθητης κόρης της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου και αρραβωνιαστικιάς του Ρήγα.
Η Αλίκη είναι ένας χαρακτήρας, διχασμένος ανάμεσα στο καθήκον απέναντι στην οικογένειά της και στην επιθυμία της για προσωπική ελευθερία. Ο αναγκαστικός αρραβώνας της με τον Ρήγα είναι μια πρακτική διευθέτηση για τη διατήρηση της οικογενειακής περιουσίας, αλλά τα αυξανόμενα συναισθήματά της για τον Πέτρο εισάγουν το κλασικό στοιχείο απαγορευμένου έρωτα. Ο χαρακτήρας της Αλίκης λειτουργεί ως κριτική των κοινωνικών περιορισμών που επιβάλλονταν στις γυναίκες της εποχής, οι οποίες συχνά υποβαθμίζονταν σε πιόνια των οικονομικών ή κοινωνικών φιλοδοξιών των οικογενειών τους. Η σύνδεσή της με τον Πέτρο όχι μόνο αμφισβητεί το ταξικό χάσμα, αλλά αποτελεί και άμεση απειλή για τις άκαμπτες δομές εξουσίας που καθορίζουν τον κόσμο του Grand Hotel.
Η σειρά προσπαθεί να συνυφάνει αυτή τη ρομαντική υποπλοκή με το κεντρικό μυστήριο, παλεύοντας να διατηρήσει μια ισορροπία μεταξύ σασπένς και συναισθηματικού βάθους.
Η αναζήτηση του Πέτρου δεν αφορά απλώς την εύρεση της αδελφής του, αλλά εκ των πραγμάτων και την αποκάλυψη της βαθιάς σήψης στον πυρήνα της ελίτ του ξενοδοχείου. Καθώς αυτός και η Αλίκη σκάβουν βαθύτερα στα μυστικά του ξενοδοχείου, ανακαλύπτουν περισσότερα απ’ όσα περίμεναν, θέτοντας σε κίνηση μια αλυσίδα γεγονότων που απειλεί να καταστρέψει και τους δύο.
Συνολικά, τώρα, το «Grand Hotel» μπορεί να τα σπάει στα νούμερα τηλεθέασης αλλά δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τη μετριότητα καθώς προσπαθεί μεν να προσφέρει στους θεατές ένα μωσαϊκό ίντριγκας, ρομαντισμού και ιστορικού προβληματισμού, αλλά πλαγιοκοπείται από τους ασφυκτικούς χρόνους ολοκλήρωσης του κάθε επεισοδίου και τις αδούλευτες σκηνές. Η σειρά αγωνίζεται να συνδυάσει στοιχεία μυστηρίου και μελοδράματος, (οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και οι περίεργοι φόνοι πάνε κι έρχονται) χρησιμοποιώντας το σκηνικό της Ελλάδας μετά τη Μικρασιατική καταστροφή για να εξερευνήσει θέματα τάξης, εξουσίας και ταυτότητας.
Όμως η έκταση των επεισοδίων, (πάνω από μία ώρα το καθ’ ένα) είναι πολύ μεγάλη, με αποτέλεσμα οι σκηνές να μακραίνουν αναίτια, οι σεκάνς να κάνουν κοιλιά και οι φιλότιμες προσπάθειες τόσο ταλαντούχων ηθοποιών να μένουν μετέωρες.
Η σειρά, από ότι δείχνουν οι μετρήσεις, καταφέρνει να κρατήσει το κοινό καθώς η έρευνα του Πέτρου οδηγεί σε όλο και πιο επικίνδυνες αποκαλύψεις, ενώ η σχέση του με την Αλίκη προσφέρει αχτίδες ελπίδας και ανθρωπιάς μέσα στο σκοτάδι. Η σχέση τους είναι εμβληματική της ευρύτερης κοινωνικής κριτικής που ενσωματώνεται στη σειρά: η ιδέα ότι η αληθινή δικαιοσύνη και η ηθική ακεραιότητα συχνά απαιτούν εξέγερση ενάντια στα καθιερωμένα πρότυπα, ακόμη και με κόστος την προσωπική ασφάλεια. Όλα αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καλύτερα αν υπήρχαν μεγαλύτεροι χρόνοι ολοκλήρωσης της κάθε ενότητας και ακόμα υπήρχε μεγαλύτερη χρονική άνεση σε πρόβες και προετοιμασία των ωριαίων επεισοδίων. Οι τηλεθεατές όμως αποφασίζουν, εξ άλλου οι επιθυμίες της κοινωνίας προσδιορίζουν την αισθητική της αλλά οι απαιτήσεις ενός καθημερινού προγράμματος είναι πάνω και πέρα από τις ανθρώπινες ανάγκες, προσαρμοσμένο μόνο στον σκληρό αγώνα της τηλεοπτική επικράτησης.