/Αθανάσιος Δαββέτας: Σήμερα έχουμε κάποιο καλύτερο επίπεδο υλικών συνθηκών, αλλά ηθικά εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρό έλλειμμα
Davvetasathamsdios

Αθανάσιος Δαββέτας: Σήμερα έχουμε κάποιο καλύτερο επίπεδο υλικών συνθηκών, αλλά ηθικά εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρό έλλειμμα

Συνέντευξη του συγγραφέα Αθανάσιου Δαββέτα στον Κωνσταντίνο Μανίκα, με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του συλλογής διηγημάτων “Πολύ σας αγαπήσαμε”.

1.Κυκλοφόρησε η νέα σας συλλογή διηγημάτων “Πολύ σας αγαπήσαμε” από τις εκδόσεις «Όταν». Πώς θα την περιγράφατε συνοπτικά;

Είναι μια προσπάθεια αναστοχασμού της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, κατά τις κρίσιμες δεκαετίες 1960-1970-1980, με έμφαση στο ετερόκλιτο μείγμα στοιχείων παραδοσιοκρατικών και μοντερνισμού, ( γνήσιου και δήθεν ), που μας οδήγησε στη σημερινή σύγχυση προσανατολισμού. Η γραφή έγινε με πρωτογενές υλικό αποτελούμενο κυρίως, από εμπειρίες προσωπικές ή τρίτων, ( που μου τις είχαν διηγηθεί ), τις οποίες παράλλαξα και επένδυσα με λογοτεχνικό ύφος, ή και από γεγονότα που τα φαντάστηκα. Στο χτίσιμο της πλοκής με οδηγούσαν οι ίδιες οι λέξεις, προσπαθώντας να διαλέγω ένα εύλογο αλλά αναπάντεχο ενδεχόμενο. Η ηθική κρίση για τους επί μέρους ανθρώπινους χαρακτήρες προσπαθεί να είναι επιεικής, ενώ γίνεται χρήση και πολλών στοιχείων νομικών, δανεισμένων από το δικαστικό επάγγελμα που είχα εξασκήσει επί 40 χρόνια. Η εποχή εκείνη, που συμπίπτει με τη νεότητά μου, περιγράφεται ζωηρά και με χιούμορ ως προς το κοινωνικό φόντο που μας περιέβαλλε, αλλά και ως προς τις προσδοκίες μας για το μέλλον. Αρκετές φορές υποβόσκει μία καταγγελτική διάθεση. Ο αναγνώστης καλείται να κρίνει την ευδοκίμηση των προσδοκιών από την αντίστιξη όσων αφηγούμαι με την σημερινή πραγματικότητα – αφού «από το τελευταίο εκβάν έκαστο των πριν υπαρχόντων κρίνεται».

2. Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο; Τι συμβολίζει;

Είναι ένας τρυφερός αποχαιρετισμός, που άκουγα συχνά παιδί από έναν οικογενειακό φίλο, πολύ καλό φιλόλογο και ερασιτέχνη συγγραφέα. Με αυτό τον τίτλο θέλω να πω ότι πολύ αγάπησα τους χαρακτήρες των διηγημάτων αυτών, όπως ήταν πραγματικά αλλά και όπως τελικά τους διαμόρφωσα. Τους ανθρώπους αυτούς δεν πρόκειται πια να τους ξανασυναντήσω, είτε γιατί εκλείψανε φυσικά, είτε γιατί χάθηκαν μέσα στις κοινωνικές περιδινήσεις της ζωής μου. Όσον αφορά εκείνους τους χαρακτήρες που ταυτίζονται με εμένα, λέω πως δεν πρόκειται να τους ξανασυναντήσω και αυτούς, με την έννοια ότι είμαι πλέον ένας άλλος άνθρωπος σε σχέση με το νέο παιδί που υπήρξα κάποτε. Ειδικότερα, ως προς εκείνες τις γυναίκες, που έδωσαν – ως θετικά ή αρνητικά πρότυπα – τροφή στα αισθήματα και στους στοχασμούς μου για τις αφηγήσεις αυτές, είτε βρίσκονται στη ζωή είτε όχι, θα ήθελα να τους απευθύνω αυτόν τον αποχαιρετισμό, από τη θέση ενός ηλικιωμένου άντρα, σαν μια ομολογία αγάπης και με την επίγνωση ότι οι έρωτες ανθίζουν για να πεθάνουν μέσα στις στροφές της τύχης με το πέρασμα λιγότερου ή περισσότερου χρόνου, χωρίς να χάνεται το άρωμα που κάποτε ανέδιδαν. Γι’ αυτό, στο εξώφυλλο του βιβλίου μου διάλεξα μια εικόνα με ένα θαλερό ρόδο, που συμβολίζει τον έρωτα, να στέκεται μαζί με ένα παιγνιόχαρτο ντάμα κούπα, που συμβολίζει το πάθος και όπου στην όρθια γυναικεία μορφή προσωποποιείται η καλή τύχη στον έρωτα, ενώ στην ανάποδη μορφή η κακή.

3. Τι συνδέει τα διηγήματα και τι ενώνει ή διαφοροποιεί τους χαρακτήρες τους;

Το κλειδί που συνδέει τα διηγήματα και ενοποιεί τους χαρακτήρες τους βρίσκεται στο τελευταίο πεζό ποίημα. Είναι η θέληση και ο αγώνας για την επιβίωση και την καταξίωση στην κοινωνία με όρους αξιοπρέπειας και αγάπης. Αυτό το νόημα ζωής συνδέει το νεαρό δικηγόρο – και εντέλει και τον πρώτο πελάτη του – στην πλοκή του πρώτου διηγήματος, τον πολιτικοποιημένο φοιτητή του δεύτερου, τον προβληματισμένο πολιτικά και ερωτόπληκτο μαθητή του τρίτου, την ηλικιωμένη γυναίκα με τα παιδιά μετανάστες του τέταρτου, τον συνομιλητή της ηλικιωμένης κυρίας με τα ψυχολογικά προβλήματα του πέμπτου, τον κύριο Γιώργο του έκτου και τον στρατιώτη του έβδομου. Οι αντιδράσεις των κύριων χαρακτήρων και η ψυχολογία τους είναι θετικές. Γενικά είναι θετικοί ήρωες, έως πολιτικά ορθοί θα λέγαμε. Κανείς τους δεν είναι πραγματικά ένα «κακό παιδί». Η διαφοροποίηση έχει να κάνει με τις αντικειμενικές συνθήκες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο καθένας τους, καθώς και με το βαθμό της πνευματικής και κοινωνικής ωριμότητας του καθενός ανάλογα με την ηλικία του. Οι γυναικείοι χαρακτήρες, όπως και οι άνδρες δευτεραγωνιστές διαβαθμίζονται από πολύ θετικοί έως εμπαθείς, αφελείς ή παραβατικοί. Αποτελούν τον αναγκαίο καμβά πάνω στον οποίο ξετυλίγεται η δράση των ηρώων – πρωταγωνιστών.

4. Είναι χρήσιμη η νοσταλγία του παρελθόντος και πόσο χρειάζεται και πώς μπορούμε στην εποχή μας να αναζητούμε χαμένες αξίες; 

Νοσταλγία του παρελθόντος με την έννοια της ωραιοποίησης αυτού ασφαλώς δεν είναι χρήσιμη και δεν ήταν στις προθέσεις μου. Με τις περιγραφές μιας παλιότερης εποχής ήθελα να καταδείξω στους σημερινούς νέους πόσο πολύ έχουμε αλλάξει μέσα σε λίγες δεκαετίες, ως κοινωνία και ως άτομα – με όλα τα καλά και τα κακά μας – στη νοοτροπία και στην υλική υποδομή της ζωής μας. Τίποτα δεν ήταν εύκολο ούτε τότε. Πιστεύαμε αδιάλλακτα σε ιδεολογίες που όμως διαψεύστηκαν. Πιστεύαμε στην πρόοδο, δηλαδή στο ότι η υλική ευτυχία ήταν εφικτή μέσα από τα επιτεύγματα της επιστήμης, πράγμα αμφίβολο σήμερα. Από την άλλη πλευρά, την ηθική, η αχρειότητα, η ανευθυνότητα και η αρπακτική πανουργία κυριαρχούσαν. Σήμερα έχουμε κάποιο καλύτερο επίπεδο υλικών συνθηκών, αλλά ηθικά εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρό έλλειμμα. Στους νέους απόκειται πάλι, όπως σε όλη την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου, να αποφασίσουν ποιόν δρόμο θα πάρουν. Στην απόφασή τους αυτή βοηθός τους θα είναι όχι κάποιες παλιές ξεχασμένες αξίες, αλλά κάποιες διαχρονικές πανανθρώπινες ιδέες. Χρειάζεται μόρφωση και όχι απλά παιδεία. Όλα έχουν ειπωθεί και είναι γραμμένα, αρκεί να θέλουν να τα διαβάσουν και να τα εφαρμόσουν. Αλλιώς, νομίζω πως τα δεινά που τους περιμένουν θα είναι χειρότερα – με βάση τις εξελίξεις της σύγχρονης τεχνολογίας και τον εμφανή πολυεπίπεδο ανταγωνισμό εξουσίας – από εκείνα για τα οποία ειρωνεύονται την τρέχουσα και ήδη αποχωρούσα γενεά.

5. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;

Αυτό εξαρτάται από τον κάθε πραγματικό αναγνώστη. Έχω αντιμετωπίσει πολλές αντιδράσεις που με εξέπληξαν. Άλλος μου είπε, με βάση το πρώτο διήγημα για τον δικηγόρο, πως στα δικαστήρια πρέπει να επιμένεις και να φωνάζεις και τελικά το τυπικό δίκαιο θα καμφθεί και θα γίνει το δικό σου. Άλλος μου είπε ότι τρόμαξε με το διήγημα Κοντσέτα, ενώ κάποια άλλη ενθουσιάστηκε βρίσκοντας στην ηρωίδα το πρότυπο της ναρκισσιστικής μητέρας και άλλος θύμωσε με τη στάση του στρατιώτη που πήρε το καλό όπλο και άφησε για το συνάδελφό του το δικό του που ήταν χαλασμένο. Αφετέρου, αν ως αναγνώστη εννοήσουμε τον μέσο επαρκή αναγνώστη, νομίζω ότι για αυτόν μένει ένα δίδαγμα και ένα αίσθημα : Το δίδαγμα είναι η ψύχραιμη και ηθική στάση σε κάθε περιπέτεια της ζωής και το αίσθημα είναι η συμπόνια για κάθε κατατρεγμένο και όποιον γενικά υποφέρει άδικα, πέρα από το μέτρο, κατά το οποίο πράγματι φταίει….

6. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; –

Η αιτία για να ασχοληθώ με την συγγραφή ήταν μια εσωτερική ανάγκη από νεαρή ηλικία για να εκφραστώ και να επικοινωνήσω τις σκέψεις μου με τον κόσμο, (όπως συμβαίνει με τους περισσότερους τεχνίτες της γραφής). Οι ανάγκες της επιβίωσης περιόρισαν τον χρόνο μου και την διάθεση για λογοτεχνικά γραψίματα παράλληλα με τα επαγγελματικά νομικά μου. Ασχολήθηκα συστηματικά περισσότερο με τη λογοτεχνική γραφή από το 2017 και μετά, δηλαδή αφότου έγινα 60 χρονών. Τα ερεθίσματα για την συγγραφή σοβαρής έκτασης έργων ήταν τα εξής : -1) Το διάβασμα λογοτεχνίας τόσο από βιβλία όσο και από το διαδίκτυο, σαν ξεκούραση, που μου προκάλεσε τη διάθεση να πειραματιστώ ξανά στο λογοτεχνικό γράψιμο. -2) Η ενθάρρυνση συναδέλφων, που ήδη ασχολούνταν με την συγγραφή κυρίως ποίησης, να επιμείνω στο γράψιμο και να δημοσιεύσω εντέλει τα γραπτά μου, εκτιμώντας ότι υπήρχε κάποια αξία σε αυτά. -3) Κάποια σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισα τότε, τα οποία με έστρεψαν στον εσώτερο εαυτό μου και στην αναζήτηση παρηγοριάς στη σύνθεση των λέξεων και των αισθημάτων.

7. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας; 

Η επιστημονική έννοια της λογοτεχνίας σήμερα περιλαμβάνει τόσο τον πεζό λόγο όσο και την ποίηση με τα τρία είδη της, δηλαδή έπος, δράμα και λυρική ποίηση. Τούτου δοθέντος δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον ορισμό του Αριστοτέλη για την ποίηση, που όμως είχε υπόψη του μόνο το δράμα : «ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.». – Εδώ θα περιοριστώ, έχοντας ως βάση τον παραπάνω αριστοτέλειο ορισμό, στην προσπάθεια να δώσω έναν προσωπικό ορισμό για την λογοτεχνία, νοούμενη μόνο ως προς τον πεζό λόγο, καθόσον στην τρέχουσα γλώσσα φαίνεται να περιορίζεται ο όρος μόνο στην πεζογραφία και επειδή τα κείμενα στο βιβλίο μου, για το οποίο συζητάμε, είναι πεζογραφήματα, ( εκτός από το τελευταίο που είναι και αυτό πεζό αλλά ποιητικής διάθεσης ). Κατ’ αρχάς ένα λογοτεχνικό κείμενο περιέχει μυθοπλασία, άρα είναι απομίμηση πράξεως πραγματικής και όχι απλή εξιστόρηση πράξεων που έχουν γίνει ( γεγονότων ). Δεν αποκλείεται να παρεμβάλλονται και ιστορικά γεγονότα που προσδιορίζουν χρονικά την πράξη και τη νοηματοδοτούν, τα οποία μπορεί να είναι και βιογραφικά. Η πράξη πρέπει να έχει κάποια βαρύτητα κοινωνική ή ψυχολογική για να αξίζει να μας απασχολήσει. Πρέπει να υπάρχουν χρονικά όρια, αρχή και τέλος, έστω και αν οι αναφορές κάθε γεγονότος μπορεί να μην ακολουθούν την χρονική τους σειρά. Η αφήγηση μπορεί να γίνεται από ένα ή και περισσότερα πρόσωπα, ( σε πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, αποκλειστικά ή και εναλλακτικά μέσα στο ίδιο κείμενο.). Ο λόγος που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι «ποικιλμένος» ακόμα και όταν φαίνεται απλός και να προκαλεί αισθητική συγκίνηση στον αναγνώστη καθώς και συναισθήματα αρνητικά ή θετικά, όπως θυμού, φρίκης ή χαράς, ανακούφισης κλπ. Στο τέλος πρέπει να δίνεται υπαινικτικά πιστεύω και το κλειδί της ερμηνείας του κειμένου, που είναι το ηθικό δίδαγμα που θέλει να επικοινωνήσει ο συγγραφέας. Αυτή η ερμηνεία, που μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε αναγνώστη, φέρνει και την ανακουφιστική κατανόηση του κάθε φορά διακυβεύματος, που θα έλεγα ότι συμπίπτει με την «κάθαρση» τόσο του ήρωα όσο και του ίδιου του αναγνώστη.

8. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο; –

Η λογοτεχνία προέκυψε ιστορικά στην σύγχρονη εποχή ως απασχόληση κυρίως των αστών. Εκεί όπου άνθισε νεοελληνική αστική τάξη, ιδιαίτερα στην Ενετική Κρήτη, στα Επτάνησα, στην Κωνσταντινούπολη και στις παροικίες, εκεί καταγράφονται και τα πρώτα λογοτεχνικά έργα, που σημαίνει ότι υπήρχε και αντίστοιχο αναγνωστικό κοινό. Για την μεγάλη μάζα των αγροτικών πληθυσμών αυτά ήταν περίπου «αμαρτίες». Οι πολιτιστικές τους ανάγκες καλύπτονταν από τη θεία λειτουργία και τη δημοτική ποίηση, που μπορεί να ήταν και υψηλής ποιότητας σαν τέτοια. Κατά τον περασμένο αιώνα τα πρώτα μυθιστορήματα, με τη βοήθεια της τυπογραφίας και των Εφημερίδων, δεν κατάφεραν να προσπελάσουν ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Οι δυσμενείς ιστορικές συνθήκες αλλά και οι πιεστικές βιοτικές ανάγκες δρούσαν ανασταλτικά. Δεν υπήρχε λοιπόν ένα γόνιμο ιστορικό υπόβαθρο για την παρούσα γενεά. Η σημερινή νεολαία παραμένει προσανατολισμένη σε ένα χρησιμοθηρικό πρότυπο μόρφωσης – με αρκετές λαμπρές εξαιρέσεις. Και ναι μεν η διάχυση της λογοτεχνίας στο γυναικείο φύλο είναι αρκετά μεγάλη, πράγμα που είναι προς έπαινο των γυναικών μας, όμως, αντίθετα στους άνδρες παρατηρείται πλήρης σχεδόν αποχή, πράγμα που σημαίνει κυριαρχία της εσφαλμένης αντίληψης ότι «οι σωστοί άνδρες δεν ασχολούνται με τα αισθηματικά». Χρειάζεται πιστεύω μια αναθεώρηση αξιών και μια σωστή πολιτική για το βιβλίο, αναλογικής ή ψηφιακής μορφής, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του διαδικτύου, για να μην πτωχεύσουμε και πνευματικά.

9. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Η λογοτεχνία θα συνεχίσει να αποτυπώνεται για αρκετά χρόνια ακόμη, τόσο στο παραδοσιακό τυπογραφικό βιβλίο, όσο και σε ψηφιακή μορφή. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπάνε την πρώτη μορφή ( κυρίως οι παλιότεροι ) και άλλοι που προτιμούν τη δεύτερη. Η ψηφιακή όμως μορφή διαδίδεται ευκολότερα και στο τέλος θα επικρατήσει είτε το θέλουμε είτε όχι. Βέβαια για σοβαρή μελέτη πιστεύω ότι ο συνδυασμός ψηφιακών και τυπογραφικών μέσων είναι ο ιδανικότερος. Η τυπογραφική μορφή μέχρις στιγμής αφήνει ισχυρότερο αποτύπωμα στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

10. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Θα υπερβώ αναγκαστικά τον αριθμό που μου δίνετε, έτσι επιλέγω : 1) Σημειωματάρια 1942 -1951 του Αλμπέρ Καμύ, 2) Μόμπυ Ντικ του Herman Melville, 3) Τα πετροχελίδονα του Φερνάντο Αραμπούρου, 4) Ουρανός από άλλους τόπους του Σωτήρη Δημητρίου, 5) Η ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη, 6) Δυό φορές Έλληνας του Μένη Κουμανταρέα, 7) Το δικό μας αίμα του Γιώργου Ιωάννου και 8) Αμίλητα βαθιά νερά της Ρέας Γαλανάκη.

11. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό, στην εποχή μας;

Ο ρεαλισμός είναι η σταθερή βάση που θα σου επιτρέψει να κάνεις ένα άλμα, ενώ ο ιδεαλισμός, όρος που προτιμώ από τον «ρομαντισμό», μιας και αποδίδει εναργέστερα αυτό που εννοείτε όπως νομίζω, είναι η ώθηση που απαιτείται για να κάνεις το άλμα. Επομένως απαιτούνται και τα δύο, και με αυτή τη σειρά, σε κάθε εποχή.