Γράφει η Αναστασία Βούλγαρη, λογοτέχνις
Είναι τα κομμένα μαλλιά στο πάτωμα που ξυπνούν μνήμες.
Τα θρυμματισμένα όνειρα που σκορπίζονται στον άνεμο.
Τα στάχυα που ψυχορραγούν κάτω από το δρεπάνι του αγρότη.
Τα λόγια που δεν ωριμάζουν, αλλά επιμένουν να αιωρούνται σ’ ένα παράλληλο σύμπαν. Γέρνω το κεφάλι μου κι ακούω φωνές, δεμένες με
κλωστές αόρατες μιας ζωής που δεν έζησα. (…)
Με τα «Θραύσματα» η ποιήτρια ανοίγει την πύλη του ποιητικού της κόσμου και μας ξαφνιάζει με την αμεσότητα του λόγου και το θάρρος της να παρουσιάσει με την πρώτη της αυτή ποιητική συλλογή την ψυχή και τη σκέψη της.
Το Εκμαγείο μοιάζει σαν πρώτος σταθμός σ’ ένα μεγάλο ταξίδι. Η Σαπρίκη βγαίνει στους δρόμους και παρατηρεί «Το πλήθος» κι εξομολογείται: Το ομολογώ/ ίδια τα πρόσωπα μου φαίνονται στο πλήθος/ παύουν να μου αποκαλύπτουν οτιδήποτε (…)
Αγωνιά και δεν το κρύβει: Κι έτσι με το βλέμμα αγύμναστο,/από την οκνηρία πλαδαρό, / μέσα στο πλήθος χάνομαι/ ή μήπως κρύβομαι;/ Δεν ξέρω να απαντήσω.(…) Τι αναζητά, άραγε; Καταφύγιο ή έξοδο διαφυγής από έναν κόσμο όπου δεν επέλεξε να ζήσει;
Συνομιλεί με τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Μπόρχες και τον Σοφοκλή. Οι ρίζες της ποιητικής της ξεκινούν από τον Όμηρο και την ελληνική Μυθολογία, σμίγουν με τα μανιάτικα μοιρολόγια και με τον Δάντη.
Καταδύεται στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης κι αναζητά τα μύχια του Ανθρώπου. Ψάχνει κάπου ν’ ακουμπήσει, κάποιον να ταυτιστεί, σε κάτι να πιστέψει βαθιά.
Η Σαπρίκη, όμως, δεν ομφαλοσκοπεί ούτε ναρκισσεύεται, παρά το γεγονός ότι εκφράζει και τον ψυχισμό της, και το συναίσθημά της. Αντιθέτως, γράφει στοχευμένα. Η ποίησή της δεν είναι ξεκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο ποιητικός της κόσμος αφορά κυρίως το «Εμείς». Επικοινωνεί με την καθημερινή ζωή και το φυσικό περιβάλλον και εμπνέεται και από τα δύο. Όπως εμπνέεται και από την τραγικότητα μεγάλων γεγονότων.
Τα «Ξύλινα άλογα» είναι τα δάκρυά της για τα παιδιά της Παλαιστίνης. Η «Βροχή» είναι η θλίψη της για τη φύση, που με τόση επιπολαιότητα καταστρέφει ο άνθρωπος.
Ο «Φόβος» είναι το ψυχογράφημα του εξουσιαστή. Πικρή της εξουσίας η ιστορία,/ έχει διάθεση σαρκαστική, /όταν σε βάθος χρόνου/ αντιλαμβάνεσαι / πως φόβος είναι η ανάγκη/ για επιβολή. (…)
Το Εκμαγείο μάς προτείνει να ξαναβρούμε τα χαμένα μονοπάτια του ιστορικού ρόλου της ποίησης. Γιατί η συγγραφέας του πιστεύει πως «η ποίηση είχε πάντα τη δύναμη να διαμορφώνει συνειδήσεις και να αντανακλά το πνεύμα της εποχής». Αυτό, άλλωστε, είναι σήμερα το διακύβευμα για τους ποιητές.
Ωστόσο, η Σαπρίκη δεν καταθέτει προτάσεις, δεν επιθυμεί να χαράξει προοπτική, όπως συνηθίζουν οι στρατευμένοι ποιητές. Με αλληγορικό λόγο, χυμώδη λυρισμό και υποφώσκουσα αισιοδοξία μέσα στην ερεβώδη παρακμή του δυτικού κόσμου─ εκεί όπου βιαίως μάς κατέταξαν οι εξουσιαστές μας, κατά την προσωπική μου άποψη─ άφοβη παραδέχεται:
Ξύπνησα με τα χέρια μου γεμάτα από τις στάχτες
κι ευθύς τις φτέρνες άγγιξα φτωχές από ταξίδια,
κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε και στο γυμνό μου σώμα
φόρεσα ξημερώματα τον δωρικό χιτώνα·
και τότε αναρωτήθηκα τι κρίματα έχω κάνει
στου Σίσυφου τη γειτονιά μια θέση για ν’ αξίζω,
μ’ αν είναι αλήθεια της αυγής τα όνειρα πως βγαίνουν,
τα μάτια ως το χάραμα ποτέ δε θα τα κλείσω.