«Πολιτική σε βάθος χρόνου είναι η Ιστορία».«Κώστα Φρουζάκη, Ίντικαμ. Μυθιστόρημα», Εκδ. Άνω Τελεία. Αθήνα 2025
Γράφει ο Αντώνης Καρτσάκης
Η σύγχρονη ιστορική έρευνα έχει από καιρό εγκαταλείψει τη θετικιστική αναζήτηση του «τι συνέβη πραγματικά» και εγκύπτει στα μικρά-καθημερινά των ανθρώπων (μικροϊστορία), αξιοποιώντας τις μνήμες τους (μνημοϊστορία) και αντιμετωπίζοντας με σεβασμό τα συναισθήματά τους, όπως αποτυπώνονται στο άνυσμα του χρόνου. Αυτά ακριβώς διασώζει στο μυθιστόρημά του, με τον τίτλο Ίντικαμ, ο Κώστας Φρουζάκης, αναπλάθοντας ιστορικές μνήμες και ιστορίες ανθρώπων, γράφοντας, βέβαια, όχι ιστορία αλλά λογοτεχνία.
Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, οι τύχες των ηρώων ορίζονται από την ιστορία, δεν πρόκειται, ωστόσο, για «ιστορικό», αλλά για «καθαρό» μυθιστόρημα, που συνυφαίνει μαστορικά τον μύθο με την ιστορία και παίρνει θέση απέναντι στην παράδοση.
Και δεν είναι απλώς ένας καθρέφτης της πραγματικότητας. είναι μια ερμηνεία της. Είναι μια τέχνη η οποία επίμονα αναζητεί να μετατρέψει την απουσία σε παρουσία, το παρελθόν σε ζωντανό παρόν ώστε να ανα-κτήσει τη λαμπρότητα της ύπαρξης ο νεκρός χρόνος.
Ο μύθος: Ο Γιώργης (Δούκαρης), επιστρέφοντας στο χωριό του μια γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα, διαπράττει άθελά του ένα έγκλημα που θα του ανοίξει τον δρόμο για μια άνετη ζωή, τη ζωή που πάντα ονειρευόταν. Οι ύποπτες συναλλαγές που ακολουθούν, οι παρανομίες, οι αδικίες σε βάρος των ανίσχυρων του προσπορίζουν πλούτο και τον φέρνουν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας του τόπου. Το τίμημα όμως είναι βαρύ: χάνει τα αγαπημένα του πρόσωπα και κατατρύχεται από τις φρικτές ερινύες. Στο απόγειο της δύναμης και της εξουσίας του περιτριγυρίζεται από μια ομάδα υποτακτικών ανθρώπων που του υπενθυμίζουν κάθε στιγμή τα φρικτά του εγκλήματα. Η αλήθεια που αποκαλύπτεται στο τέλος θα τον συντρίψει.
Ο τόπος και ο χρόνος: Οι ανθρώπινες αυτές συμπεριφορές συνυφαίνονται με συγκεκριμένους (αν και επινοημένους) τόπους και με μικρά ή μεγάλα ιστορικά γεγονότα τα οποία εύκολα μπορεί να αναπλάσει ο αναγνώστης, αξιοποιώντας τους χρονικούς δείκτες σε κάθε κεφάλαιο, τους ευρηματικούς υπότιτλους και τις κειμενικές αναφορές του συγγραφέα. Ο κύριος τόπος είναι η Θεσσαλία και η ευρύτερη περιοχή της, ενώ ο χρόνος αρχίζει από το 1881, κατά την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό, και εκτείνεται έως το 1921.
Η αφήγηση: Ο αναγνώστης μετέχει από την αρχή σε ένα γοητευτικό αναγνωστικό ταξίδι. Συναντά πολλές μικρές ιστορίες δοσμένες μέσα από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Από αυτές συγκροτεί τη μεγάλη ιστορία. Στο ταξίδι αυτό παρεισφρέουν θέματα πολλά: οι αξίες της παράδοσης, η ανθρώπινη τιμή, η θέση των γυναικών στην αρχαϊκή αυτή κοινότητα, το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων, ο έρωτας, η προσφυγιά, η ιερότητα της εργασίας, τα κοινωνικά μηνύματα της εποχής, οι κοινωνικοί αγώνες αλλά και η ανθρώπινη αγριότητα, η ενοχή, και, βέβαια, η εκδίκηση (ίντικαμ) που τιτλοφορεί το μυθιστόρημα.
Οι ήρωες, απλοί άνθρωποι της υπαίθρου, εμφανίζονται ως ενεργούμενα ή αθύρματα στα χέρια κάποιου θεού ή κάποιας κακής μοίρας.
Ο μύθος δομείται πάνω στη γραμμή της αρχαίας τραγωδίας: την «ύβρι», που προέρχεται από τον «κόρον», διαδέχεται η «τίσις», για ν’ ακολουθήσει η «νέμεσις». Τον φιλοσοφικό αυτό πυρήνα του έργου συμπυκνώνει έξοχα ο συγγραφέας στην προμετωπίδα του βιβλίου με τα λόγια του Σεφέρη: «Είδε τις φλέβες των ανθρώπων / σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια».
Αν αυτό είναι το «τι», οι τόποι της γραφής, ιδιαίτερη σημασία έχει το «πώς», οι τρόποι με τους οποίους συναρθρώνονται όλα αυτά σε ενιαία αφήγηση: πώς τα ιστορικά πρόσωπα μετασχηματίζονται σε μυθοπλαστικά. πώς ο συγγραφέας κατοπτεύει το παρελθόν ως μύθο και ως ιστορία. πώς παίζει με την πραγματικότητα και τη φαντασία. Στο συναρπαστικό αυτό παιχνίδι της γραφής κεντρικό ζήτημα αναδεικνύεται ο χρόνος: οι σημαίνουσες αναχρονίες (προλήψεις ή αναλήψεις), οι συνεχόμενες εγκοπές στο παρελθόν, οι προσημάνσεις που προοικονομούν το μέλλον και διασπούν τη γραμμικότητα. Ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη του μύθου έχει ο τρόπος με τον οποίο παρέχονται οι πληροφορίες (βλ. για παράδειγμα την πληροφορία της εξαφάνισης του Δήμου στη σελίδα 120, η οποία έχει προαναγγελθεί), η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου που σημαίνεται με πλάγια γραφή, ο ρόλος του δημοτικού τραγουδιού, ειδικά του μοιρολογιού (στη σελίδα 155 το μοιρολόι σηκώνει τον άφατο πόνο της μάνας). Ο συγγραφέας, όπως οι αρχαίοι αοιδοί, πλέκει με τέχνη τα νήματα της αφήγησης, σταματά σε καίρια σημεία και, σε συνδυασμό με την εναλλαγή του χρόνου, του τόπου και των προσώπων, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Στην αναγνωστική ένταση συμβάλλει, επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο Φρουζάκης μεταπλάθει το υλικό του, δημιουργεί στέρεους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που συγκινούν, η βασανιστική μελέτη των τεχνικών τις οποίες γνωρίζει καλά ως εγκρατής φιλόλογος, οι άρτιες «δέσεις» και «λύσεις», οι μαστορικές κορυφώσεις και υφέσεις, οι φανερές και κρυφές συμμετρίες και αντιστίξεις. Και όλα αυτά με μια γλώσσα λεπτουργημένη, επίμονα κατεργασμένη, σοφά προσαρμοσμένη στον εκάστοτε στόχο της.
Η προσεγμένη, ειδικότερα, χρήση της τοπικής ιδιολέκτου συμβάλλει καθοριστικά στη ρεαλιστική απόδοση, στην αληθοφάνεια και στη δραματικότητα της αφήγησης.
Με τους τρόπους αυτούς ο συγγραφέας διαθλά το ατομικό στο συλλογικό, τη μικροϊστορία στη μεγάλη Ιστορία. Έτσι παραχωρεί μια δεύτερη ζωή στους ήρωές του στα δώματα της λογοτεχνίας, μέσα από ευφάνταστες, πολύτροπες και συχνά ανατρεπτικές αφηγήσεις. Γιατί το μέλλον των νεκρών προσώπων κερδίζεται μόνο με τη μεσολάβηση της τέχνης, όχι με την αφήγηση της ιστορίας. Γιατί το πρόσωπο για τη λογοτεχνία δεν είναι «γεγονός». είναι ένα πάσχον σώμα, μια πάσχουσα συνείδηση που αντιπαλεύει τον χρόνο της ιστορίας ο οποίος εγκλωβίζει την τροχιά της ύπαρξής του. Γιατί τα τραύματα του χρόνου μένουν πάντα ανοιχτά. Η λογοτεχνία είναι αυτή που έρχεται και τα επουλώνει.
Ο στόχος του συγγραφέα δεν είναι, επομένως, η ιστορία αλλά η ανασκαφή της ανθρώπινης ψυχής. Ιστορία για τον Φρουζάκη, αν ερμηνεύω σωστά τη συγγραφική του πρόθεση, είναι το ανθρώπινο δράμα μέσα σε μια πολύ συγκεκριμένη και ταυτόχρονα συμβολική σχέση τόπου, χρόνου και γλώσσας. Μιας γλώσσας ώριμης, λεπτουργημένης, που απεκδύεται κάθε περιττό και αποδύεται σε έναν καρποφόρο διάλογο με πολλά διακείμενα, προκειμένου να αποδώσει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. Ο Βάρναλης, ο Σεφέρης, ο Καζαντζάκης, ο Γιάννης Κεφαληνός, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και άλλοι συναριθμούνται στους στοχαστές που υπογειώνονται ή αναδύονται στην αφήγηση.
Το αποτέλεσμα είναι μια γραφή χωρίς εξιδανικεύσεις και νοσταλγίες, με επιείκεια και διάθεση κατανόησης, που να επιτρέπει να σκεφτούμε αναδημιουργικά.
Μια λογοτεχνία που ανασκάπτει, κρίνει, ανακρίνει, επικρίνει. Που μας βοηθά να κρίνουμε κι εμείς εδραιωμένες πεποιθήσεις, ιδέες του παρελθόντος, αγκυλώσεις ιδεολογικές που κράτησαν δέσμιες και ανελεύθερες τις κοινωνίες μας για χρόνια πολλά. Ο συγγραφέας μας ωθεί έτσι να κατακτούμε την προσωπική μας θέση, να χαρούμε, εκτός από την ποιητική του, την αναστοχαστική σκέψη του πάνω στην ιστορική αφήγηση, μια εικονοκλαστική και λοξή ματιά, καλά υπολογισμένη στην απόκλισή της.
Πρόκειται για «σκεπτόμενη λογοτεχνία» που αρδεύεται από την ιστορία αλλά δεν εξαντλείται στην παρακολούθηση και περιγραφή των γεγονότων. Πρωταγωνιστής είναι ο λόγος· η δράση υπάρχει σαν στοιχειωμένη πικρία, σαν ανάμνηση· η γραφή βαθαίνει, διεισδύει κάτω από τα προσωπεία και πλάθει πρόσωπα που ακεραιώνονται ακριβώς λόγω του ακαταμάχητου διχασμού τους, λόγω της δράσης και των ιδεών τους. Πρόσωπα-έρμαια της ιστορίας, πιασμένα σαν τ’ αγρίμια στο δίχτυ των θεών, που «αμαρτάνουν» παρά τη θέλησή τους («κακός μεν γαρ εκών ουδείς», το δεύτερο μότο του συγγραφέα).
Είναι φανερό ότι για το είδος αυτό της λογοτεχνίας απαιτείται ερευνητικός μόχθος και έρευνα. Το αίτημα όμως της ρεαλιστικής γραφής είναι να εξαφανίζεται η έρευνα του συγγραφέα, να υπογειώνεται στη γραφή ο ερευνητικός μόχθος. Με τα λόγια του συγγραφέα, «η παρουσία της Ιστορίας πρέπει να είναι τόσο διακριτική όσο η παρουσία του διαιτητή σε αγώνα ποδοσφαίρου. να υπάρχει δηλαδή για να τηρείται η νομιμότητα, η ιστορική νομιμότητα στην περίπτωσή μας, αλλά να μην προσπαθεί να κλέψει τη δόξα από τους παίκτες και το άθλημα, από τη λογοτεχνία εν προκειμένω». Πράγματι, ο μόχθος του συγγραφέα (πηγές, τεκμήρια κλπ.) ενσωματώνεται στη σκηνοθεσία της λογοτεχνίας, εξαφανίζεται.
Το άθλημα λοιπόν είναι η λογοτεχνία και ο Κώστας Φρουζάκης κατορθώνει, στο πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, να τηρήσει την «ιστορική νομιμότητα» και να μεταπλάσει το ιστορικό σε ανθρωπολογικό γεγονός. σε ένα πολυσημικό κείμενο με διασπορά σημασιών και διαχρονικών κοινωνικών μηνυμάτων.
Να δείξει ότι η μυθοπλασία υπερβαίνει την ιστοριογραφία, ότι απογυμνώνει τη διαδικασία κατασκευής του παρελθόντος και τους μύθους που σχετίζονται με αυτήν. Να μας ταξιδέψει στις ιδέες και στην ανθρώπινη ψυχή. Να αποδείξει με τη γλώσσα της τέχνης του λόγου ότι «πολιτική σε βάθος χρόνου είναι η Ιστορία».
– – – – – – – –
1. Ρέα Γαλανάκη, Από τη ζωή στη λογοτεχνία, Καστανιώτης, Αθήνα 2011, σ. 135.
2. Βλ. Άγγελος Χανιώτης (επιμ.), Έργα και ημέρες στην Κρήτη, Παν. Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013, σ. xiv.
3. Βλ. Ρίτσαρντ Φερθ-Γκοντμπιχίρ, Η ιστορία των συναισθημάτων, μτφρ. Χριστόδουλος Λίθαρης, Διόπτρα 2022.
4. Βλ., π.χ., πώς σκιαγραφείται η αγωνία του πατέρα με το τέλος του πολέμου στη σελίδα 212: «Τέλειωσε ο πόλεμος;», «Ναι τέλειωσε». «Και ποιος νίκησε;», «Εμείς!», «Και ποιοι είμαστε μεις;», «Οι νικητές!», « Κι ο Σταύρος; ο Σταύρος μου;», που ανακαλεί τη σπαρακτική κραυγή «Κι ο αδερφός μου;» (Γ. Σεφέρης, «Ελένη»).
5. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά η αφήγηση του νεαρού Σταύρου (σελ. 181 και σελ. 248-250), όπου αναπτύσσονται οι σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής, πίσω από τις οποίες αναγνωρίζουμε επιφανείς μαρξιστές, όπως ο Κώστας Βάρναλης.
6. Ίντικαμ, ό.π., «Σημείωμα του συγγραφέα», σ. 341.
7. Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, Gutenberg, 2022, σ. 149..
8. Ρέα Γαλανάκη, ό.π.