/Τζορτζ Γκέρσουιν. Οι κριτικοί απέρριψαν το «Summertime» στην πρώτη του παρουσίαση

Τζορτζ Γκέρσουιν. Οι κριτικοί απέρριψαν το «Summertime» στην πρώτη του παρουσίαση

Την τρίπρακτη όπερα Πόργκυ και Μπες (Porgy and Bess) την παρουσίασε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1935 στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ.

Ακολούθησαν 124 παραστάσεις, οι οποίες ωστόσο δεν κάλυψαν οικονομικά τα έξοδα για το ανέβασμα του έργου. Η όπερα δέχθηκε σκληρή κριτική. Από την πρώτη στιγμή, μετά την πρεμιέρα της, αμφισβητήθηκε η οπερατική καταγωγή του έργου, ενώ κατά πολλούς η αξία του βρισκόταν σε μεμονωμένα μουσικά κομμάτια και λιγότερο στο δομημένο σύνολό του.

Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από την επιτυχία που είχαν τραγούδια της όπερας ερμηνευμένα ανεξάρτητα, όπως το «Summertime».

Η αρνητική κριτική εστίασε επίσης στον στερεότυπο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι χαρακτήρες και εν γένει η ζωή των μαύρων της Αμερικής, σε μια εποχή που η αφροαμερικανική κοινότητα εξακολουθούσε να υπόκειται σε ρατσιστικές διαθέσεις.

Το γεγονός πως η όπερα βασίστηκε στο μυθιστόρημα ενός λευκού και συντέθηκε από έναν επίσης λευκό μουσικό με έδρα τη Νέα Υόρκη, αποτέλεσε επίσης πρόσφορο έδαφος για αμφισβήτηση της αυθεντικότητάς της.

Όταν ο Τζορτζ Γκέρσουιν συνέθεσε και παρουσίασε αυτή την όπερα ήταν 37 χρονών.

Η καθολική αρνητική υποδοχή τον κατέβαλε και δύο χρόνια μετά σοβαροί πονοκέφαλοι και προσωρινή απώλεια μνήμης ήταν τα πρώτα μηνύματα που τον ανησύχησαν.

Μέσα σε λίγους μήνες έχασε πολύ βάρος με αποτέλεσμα να χρειάζεται υποστήριξη για να περπατήσει.

Όλα αυτά τον οδήγησαν, την Παρασκευή 9 Ιουλίου του 1937, στο νοσοκομείο Cedars of Lebanon στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνια. Εκεί υπέπεσε σε κώμα. Τότε μόνον διαγνώστηκε ότι έχει όγκο στον εγκέφαλο.

Την Κυριακή 11 Ιουλίου οι γιατροί προχώρησαν σε εγχείρηση για την αφαίρεση του όγκου. Η πολύωρη επέμβαση δεν είχε ευτυχή κατάληξη.

Ο Γκέρσουιν πέρασε στην απέναντι όχθη όταν ήταν μόλις 39 χρόνων.

Ο πρόωρος θάνατός του συγκλόνισε την αμερικανική κοινή γνώμη, σε μία περίοδο που βρισκόταν στην ακμή του και ενώ προετοίμαζε αρκετές νέες συνθέσεις.

Πρόλαβε και έγραψε μουσική για μιούζικαλ, όπερα, κλασική μουσική και τραγούδια, αρκετά από τα οποία έγιναν κλασικά.

Το κλασικό έργο για ορχήστρα και πιάνο «Rhapsody in Blue» είναι το «σήμα-κατατεθέν» της συνθετικής ιδιοφυΐας του σπουδαίου Αμερικανού δημιουργού.

Παράλληλα λένε ότι το «Summertime» αποτελεί ένα από τα πλέον διασκευασμένα μουσικά θέματα στην ανθρώπινη ιστορία (μαζί με το «Yesterday» των Beatles), αγγίζοντας πλέον τις 33.000 διαφορετικές εκτελέσεις.

Το «Summertime» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βοστόνη το 1935 και αποτελούσε τμήμα της φολκ όπερας «Πόργκι και Μπες» (Porgy and Bess) που ήταν η πρώτη αμερικανική όπερα που εκτελέστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου.

Δανειζόμενος στοιχεία από τη θρησκευτική μουσική των μαύρων, ο Γκέρσουιν παρουσιάζει ένα νανούρισμα που τραγουδά η ηρωίδα της όπερας, Μπες, στην κόρη της. Είναι μια από τις πιο τρυφερές στιγμές του έργου, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη βία και το εμπόριο ναρκωτικών των αμερικανικών γκέτο.

Το «Πόργκι και Μπες» διηγείται ιστορίες από τη ζωή των απογόνων των σκλάβων, που μετατρέπονται σε μισθωτούς σκλάβους. Αυτή η όπερα αντιμετώπισε από την αρχή πολλές δυσκολίες μέχρι να γίνει αποδεκτή από το κοινό.

Ο Τζορτζ Γκέρσουιν δεν είχε την τύχη να ζήσει τη μεταστροφή της άποψης των κριτικών και του κοινού. Μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η όπερα και συγκεκριμένα το «Summertime» γνώρισαν την αποδοχή που τους άξιζε.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μάλιστα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χρηματοδοτεί την περιοδεία στην Ευρώπη ενός θιάσου Αμερικανών που θα φτάσουν μέχρι τη Μόσχα. Είναι η πρώτη καλλιτεχνική αποστολή στη Σοβιετική Ένωση από την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Επίσης είναι η πρώτη αμερικανική όπερα που παρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου.

Εκτός από το «Summertime», άλλες δημοφιλείς συνθέσεις του ήταν: «I Loves You Porgy», «Let’s Call the Whole Thing Off» και το «They Can’t Take That Away from Me».

Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες ηχογράφησαν συνθέσεις του Γκέρσουιν. Ανάμεσά τους ήταν οι: Fred Astaire, Louis Armstrong, Dean Martin, Al Jolson, Bobby Darin, Janis Joplin, John Coltrane, Frank Sinatra, Billie Holiday, Ella Fitzgerald, Sam Cooke, Diana Ross, Miles Davis, Herbie Hancock και Nina Simone.

Ο Τζορτζ Γκέρσουιν (George Gershwin) γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 26 Σεπτεμβρίου του 1898 και πέθανε στο Χόλιγουντ της Καλιφόρνιας, στις 11 Ιουλίου 1937. Ήταν γόνος Ρώσων μεταναστών εβραϊκής καταγωγής από την Αγία Πετρούπολη, που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική τη δεκαετία του 1890.

Συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους και πιο επιτυχημένους Αμερικανούς συνθέτες όλων των εποχών. Συνδύασε τις τεχνικές και τις φόρμες του κλασικού τραγουδιού με το είδος της τζαζ, ενώ παράλληλα το ύφος του σημαδεύτηκε από πρωτότυπες μετατροπίες και περίπλοκους ρυθμούς.

Κύριος συνεργάτης του και στιχουργός πολλών συνθέσεών του υπήρξε ο αδελφός του, Άιρα Γκέρσουιν.

Ο πατέρας του, Μόρις Γκέρσβιν (Moshe Gershvin), εργάστηκε σε βιοτεχνία γυναικείων παπουτσιών και σε σύντομο χρονικό διάστημα ανελίχθηκε σε θέση προϊσταμένου. Αργότερα, διηύθυνε διάφορες επιχειρήσεις, όπως εστιατόρια, αρτοποιεία καθώς και ένα ξενοδοχείο, τις οποίες όμως εγκατέλειπε σε σύντομο χρονικό διάστημα όταν έχανε το ενδιαφέρον του.

Με τη σύζυγό του, Ρόζα Μπρούσκιν, απέκτησε συνολικά τέσσερα παιδιά, τα οποία είχαν ως μητρική γλώσσα την Αγγλική, καθώς δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ ρωσικά ή γίντις.

Σε μικρή ηλικία, ο Γκέρσουιν χαρακτηριζόταν ως παιδί του δρόμου που αποστρεφόταν το σχολείο και ήταν απείθαρχος. Το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως στενά δεμένο με τη μουσική, ωστόσο ο ίδιος ανέπτυξε ενδιαφέρον σε νεαρή σχετικά ηλικία.

Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε περίπου το 1910, όταν οι γονείς του αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο πιάνο, το οποίο προοριζόταν για χρήση από τον αδελφό του Άιρα. Δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός ως μαθητής του διακεκριμένου πιανίστα και δασκάλου Charles Hambitzer, ο οποίος διέκρινε τις δεξιότητες του Γκέρσουιν και τον μύησε στο χώρο της κλασικής μουσικής, συνοδεύοντάς τον σε κοντσέρτα αλλά και μέσα από τη διδασκαλία κλασικών έργων στο πιάνο, συνθετών όπως ο Φρεντερίκ Σοπέν και ο Φραντς Λιστ.

Η πίστη του Hambitzer στις δυνατότητες του νεαρού Γκέρσουιν αναδεικνύεται από το γεγονός πως αρνήθηκε να λάβει χρήματα για την εκπαίδευσή του, καθώς και μέσα από επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία τον περιέγραφε ως ιδιοφυή.

Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, εγκατέλειψε το γυμνάσιο και εργάστηκε για περίπου τρία χρόνια ως πιανίστας διαφημιστής τραγουδιών του Τιν Παν Άλι, για τη μουσική εταιρεία του Τζερόμ Ρέμικ. Η πολύωρη και καθημερινή εξάσκησή του στην εκτέλεση τραγουδιών επέδρασε ευεργετικά στο παίξιμό του, το οποίο βελτιώθηκε σημαντικά μέσα από την εμπειρία που αποκτούσε.

Σε εφηβική ακόμα ηλικία, αναγνωριζόταν ως ένας από τους πλέον ταλαντούχους πιανίστες της Νέας Υόρκης και σύντομα ανέλαβε τη συνοδεία στο πιάνο δημοφιλών τραγουδιστών της εποχής.

Την ίδια περίπου περίοδο, ξεκίνησε να γράφει δικά του τραγούδια ενώ παράλληλα, εργάστηκε ως πιανίστας στις πρόβες έργων του Μπρόντγουεϊ (Broadway) και σύντομα άρχισε να αναγνωρίζεται για τις ικανότητές του στη σύνθεση.
Από το 1918, τραγούδια του συνόδευαν σόου του Μπρόντγουεϊ, ενώ στις 26 Μαΐου του 1919, παρουσιάστηκε το έργο La La Lucille σε μουσική εξολοκλήρου γραμμένη από τον ίδιο.

Στα τέλη του 1923, ο διευθυντής ορχήστρας Πωλ Γουάιτμαν ζήτησε από τον Γκέρσουιν να συνθέσει ένα έργο για ένα πολυδιαφημισμένο κοντσέρτο, το οποίο περιγραφόταν ως «Πείραμα στη Μοντέρνα Μουσική».

Αποτέλεσμα της συνεργασίας τους ήταν το έργο για πιάνο και ορχήστρα με τίτλο «Rhapsody in Blue», που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 12 Φεβρουαρίου 1924 στο Aeolian Concert Hall της Νέας Υόρκης, και κατάφερε να εξασφαλίσει θερμή υποδοχή από το κοινό και τους κριτικούς.

Σύμφωνα με ένα θρύλο, ο Γκέρσουιν είχε ξεχάσει την παραγγελία του Γουάιτμαν και συνέθεσε γρήγορα το έργο, σε διάστημα τριών εβδομάδων, αφού διάβασε την αναγγελία της συναυλίας στον ημερήσιο τύπο.

Η δεκαετία 1924-34 υπήρξε εν γένει μία περίοδος ευμάρειας για τον Γκέρσουιν, κατά την οποία αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη φήμη, καταλαμβάνοντας μοναδική θέση μεταξύ των Αμερικανών συνθετών της εποχής.
Την ίδια περίοδο ταξίδεψε αρκετά και γνωρίστηκε με σημαντικούς συνθέτες σύγχρονης κλασικής μουσικής, όπως τους Σεργκέι Προκόφιεφ, Μωρίς Ραβέλ και Άλμπαν Μπεργκ.

Μετά την επιτυχία του Rhapsody in Blue, αφοσιώθηκε κυρίως σε ορχηστρικά έργα, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει και τη σύνθεση τραγουδιών για το θέατρο. Στιχουργός των περισσότερων υπήρξε ο αδελφός του, Άιρα Γκέρσουιν, του οποίου οι πνευματώδεις στίχοι – συχνά ενσωματώνοντας αργκό εκφράσεις και λογοπαίγνια – αναγνωρίζονται εξίσου με τις μελωδίες του Τζορτζ Γκέρσουιν.

Το 1925, ο Walter Damrosch τού ανέθεσε τη σύνθεση ενός κοντσέρτου, για τη συμφωνική ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Για το σκοπό αυτό, ο Γκέρσουιν ολοκλήρωσε το Κοντσέρτο σε Φα μείζονα, έργο για πιάνο και ορχήστρα που αποτελείται από τρία μέρη (Allegro, Adagio – Andante con moto και Allegro agitato) και συνιστά τη μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεσή του.
Αν και δεν γνώρισε την ίδια αποδοχή σε σύγκριση με το Rhapsody in Blue, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του, γραμμένο για συμφωνική ορχήστρα χωρίς όργανα της τζαζ, και αποτελεί πιθανώς το πιο δημοφιλές κοντσέρτο για πιάνο Αμερικανού συνθέτη.

Το συμφωνικό ποίημα An American in Paris, σύνθεση που ολοκληρώθηκε το 1928, αντανακλά τις εντυπώσεις του Γκέρσουιν από τα ταξίδια του στο Παρίσι και απεικονίζει μουσικά την ατμόσφαιρα της πόλης όπως την εισέπραξε ο ίδιος. Θεωρείται έργο που αντλεί στοιχεία από την παράδοση των μπλουζ, ενώ με τους εναλλασσόμενους ρυθμούς του και την ελεύθερη δομή του παραπέμπει επίσης στο είδος του μπαλέτου.

Την περίοδο 1932-36, κατά την οποία παρακολούθησε μαθήματα υπό τον συνθέτη και θεωρητικό της μουσικής Joseph Schillinger, ολοκλήρωσε την Κουβανική Εισαγωγή (Cuban Overture, 1932), μία σειρά από παραλλαγές για πιάνο και ορχήστρα πάνω στη δική του προγενέστερη σύνθεση I got rhythm (1914), καθώς και την τρίπρακτη όπερα Πόργκυ και Μπες (Porgy and Bess, 1935).

Για τη σύνθεση της όπερας, ο Γκέρσουιν εμπνεύστηκε από το μυθιστόρημα του DuBose Heyward Porgy (1925) και για ένα διάστημα ταξίδεψε στον αμερικανικό Νότο προκειμένου να έρθει σε επαφή με την αφροαμερικανική μουσική παράδοση. Το λιμπρέτο του έργου, το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε ως μία αμερικανική φολκ όπερα, πραγματεύεται τη ζωή των μαύρων στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας και γράφτηκε από τον αδελφό του, σε συνεργασία με το ζεύγος DuBose και Dorothy Heyward.

catisart