/The Warriors

The Warriors

Γράφει ο Δημοσθένης Δέπος

Την άνοιξη του ’79 περπατούσα στα είκοσι. Τότε δεν σκαμπάζαμε και πολύ από σινεμά, κοιτάζαμε τις φωτό απ’ έξω και μπαίναμε. Σταματήσαμε στο “Άστυ” μ’ ένα φίλο. Είχε κάτι συμμορίες (έτσι τις λέγαμε τότε) κάτι ρόπαλα και κάτι όμορφα γιλέκα. Τι άλλο θέλαμε;

Είδαμε την ταινία και βγήκαμε χορτάσμενοι. Είδαμε έναν μάγκα λιγομίλητο για πρωταγωνιστή, μια τελειωμένη να τον ερωτεύεται, την παρέα του μάγκα – τους Warriors, μια ατέρμονη κι άδικη καταδίωξη τους μέχρι την άκρη της νύχτας απ’ το συνάφι τους και τους μπάτσους, μπουνιές – κλωτσιές κι άγιος ο Θεός. Είχε και μια αγωνία τρελή: θα τα καταφέρουν τελικά τ’ αλάνια – και πόσα απ’ αυτά – να φτάσουν απ’ το Μπρονξ στο Κόνι Άιλαντ, κοντά 50 χιλιόμετρα δρόμο;

Μου είχε καρφωθεί στη ψυχή αυτή η ταινία, πάντα τη θυμόμουν με νοσταλγία παρά τη βία της. Πριν μερικά χρόνια έμαθα, ότι βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Σολ Γιούρικ (1965) ότι σκηνοθέτης της ήταν ο Γουόλτερ Χιλ και την ξαναείδα στο YouTube.

Ξετυλίχτηκε τότε στα μάτια μου ένα άκρως επαναστατικό φιλμ, μια ελεγεία της νεολαίας της περιθωριακής τάξης απέναντι στη νεολαία των κολεγίων, μια παράλληλη Αμερική με ταξικό πρόσημο, ένα μανιφέστο των απόκληρων γεμάτο συμβολισμούς.

Ο αρχηγός της συμμορίας, ο Cleon, είναι έγχρωμος και το πρωτοπαλίκαρο, ο Swan, λευκός κι όχι ανάστροφα. Ο Cyrus, ένας μαύρος οραματιστής, προσπαθεί να ενώσει κάθε αντιμαχόμενο αποπαίδι ενάντια στο σύστημα με την φράση “Can you dig it?” (Το πιάνεις;). Οι Lizies, γυναικεία συμμορία, τα βάζουν με τους ήρωες, τραβάνε πιστόλι και δίνουν τον ορισμό της χειραφέτησης. Ο Rembrandt, ο καλλιτέχνης της παρέας, αρνείται την γυναικεία συντροφιά μ’ έκδηλη αποστροφή. Ο Swan πιάνει το χέρι της ταλαιπωρημένης Mercy, όταν οι πλούσιοι γιάπηδες την κοιτούν περιπαικτικά στο τρένο. Η γιγάντια ρόδα του Λούνα Παρκ (Wonder Wheel) μας δείχνει την ίδια την ζωή – τους πάνω και τους κάτω. Η ανατολή του ήλιου, που βρίσκει τους εναπομείναντες Warriors στο νησί τους, στον Ατλαντικό, σηματοδοτεί το τέλος της άδικης περιπέτειας τους. Ή μήπως όχι; Το κυνηγητό θα τους ακολουθεί στην καθημερινότητα τους.

Οι “αουτσάιντερς” της Νέας Υόρκης, μέσω αυτής της ταινίας, φαίνεται να μας είπαν: υπάρχουμε και μεις, είμαστε δημιούργημα σας, αυτές τις ευκαιρίες μας παραχωρήσατε, αφήστε μας τώρα να επιβιώσουμε, όπως εμείς νομίζουμε.