Ο συγγραφέας Αντώνης Ζερβός απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με σγορμη την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του “Deadline”.
- Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πνοή το μυθιστόρημά σας «Deadline». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Το DEADLiNE είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που ακροβατεί στα όρια του ψυχολογικού θρίλερ. Μάρτιος 2020, πρώτες μέρες της καραντίνας. Μια κούτα με παλιές υποθέσεις φτάνει στο διαμέρισμα του Αστυνόμου Στάβαρη και της συντρόφου του, Πέρσας. Τέσσερεις ανεξιχνίαστες υποθέσεις, τέσσερεις νεκροί, οι τρείς αυτόχειρες. Καμία φαινομενική σύνδεση μεταξύ τους, κανένας ύποπτος. Η έρευνα είχε εξελιχθεί σε εμμονή για τον μέντορα του Στάβαρη. Τώρα, είναι εκείνος που καλείται να βρει τις απαντήσεις, μόνο που δεν ξέρει καν αν έχει τις σωστές ερωτήσεις. Σ’ αυτή την διαδρομή οι αγωνίες, οι φόβοι που κρύβονται διαχρονικά στα σκοτάδια μας ψάχνουν τον χώρο τους.
- Σκιαγραφήστε μας τους κεντρικούς ήρωες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με πρώτους και καλύτερους τον Αστυνόμο Στάβαρη και την Πέρσα, την σύντροφο του. Είναι ερωτευμένοι, συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη, γελάνε, χάνονται στις σιωπές τους, όλα εκείνα που κάνει ένα συνηθισμένο ζευγάρι. Για μένα δεν υπήρχε άλλη σκέψη, άλλη εναλλακτική, καθώς δεν άντεχα άλλο ένα μυθιστόρημα στο οποίο να κυριαρχεί το στερεότυπο του «καταραμένου» μισάνθρωπου ντετέκτιβ. Αφοσιώνονται, εστιάζουν στην λεπτομέρεια, ακροβατώντας με την εμμονή που παραμονεύει. Εξ’ ου και το deadline, που δίνει η Πέρσα στον Στάβαρη. Όταν θα βγουν από την καραντίνα η κούτα με τους φακέλους θα βγει μαζί τους, όσο κοντά κι αν έχει φτάσει στις λύσεις που ζητά. Ούτε μια μέρα παραπάνω, δεν θα τον αφήσει να βυθιστεί στην εμμονή, όπως ο μέντορας του πριν απ’ αυτόν.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Το DEADLiNE είναι ξεκάθαρα ένα παιχνίδι μυαλού. Σε καλεί να σκεφτείς, να συνθέσεις τις λεπτομέρειες που βρίσκονται εξ αρχής μπροστά σου. Η λύση θα δοθεί από το υλικό που βρίσκεται στους παλιούς φακέλους, τα καινούρια στοιχεία παίζουν τελείως επιβοηθητικό ρόλο στην πλοκή. Είναι οι συνδέσεις που πρέπει να γίνουν σωστά. Η σχέση που γεννιέται μεταξύ του αναγνώστη και του διδύμου μου είναι μια διάσταση που με εξέπληξε πολύ ευχάριστα. Θα σας αποκαλύψω όμως κάτι άλλο, στο βιβλίο υπάρχει ένας ήρωας που συναντάμε μόνο μέσα από τις σημειώσεις του, τα βιώματα που άλλοι έχουν απ’ αυτόν. Δεν έχει ούτε μια σκηνή, ούτε μια λέξη, έστω σαν φλας μπακ. Βρίσκεται στην εντατική. Ήδη απ’ τους πρώτους αναγνώστες η ερώτηση που μου γινόταν ήταν αν στο επόμενο βιβλίο ο συγκεκριμένος θα ζει ή θα είναι νεκρός. Αυτό για μένα είναι κάτι εκπληκτικό, οι αναγνώστες δέθηκαν με ένα πρόσωπο που δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν έχει καν αβάντα από τον δημιουργό του, σε σημείο που προσπαθούν να επηρεάσουν κρατώντας τον ζωντανό.
- Διαθέτει ξεχωριστή ταυτότητα το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα;
Ξεκάθαρα ναι, και μάλιστα όσο περνούν τα χρόνια, όσο η δημιουργία αυξάνεται, τόσο η ταυτότητα αυτή γίνεται πιο διακριτή. Οι επιρροές φυσικά υπάρχουν, η αλληλοεπίδραση είναι πλέον δεδομένη σε όλα τα είδη δημιουργίας, σε όλο τον πλανήτη. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα κακό, πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Δεν ήταν κάποια εσωτερική παρόρμηση, ήρθε μόνο του, πραγματικά τυχαία. Μεγάλωσα ανάμεσα σε βιβλία, η ανάγνωση ήταν στην καθημερινότητά μου. Την ίδια ώρα όμως δεν ένιωθα ότι είχα κάτι να πω. Μέχρι που τυχαία, σε μια παρέα, έπεσε η ιδέα να γράψουμε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σαν σκυταλοδρομία. Ελεύθερο θέμα, κανένα σχέδιο, κανένας περιορισμός, με δυο λόγια η συνταγή του χάους! Έγινε καθαρά για την διασκέδαση μας. Για να πω την αλήθεια, αρχικά δεν ήθελα να συμμετάσχω. Το έβρισκα σαν κάτι που μου ήταν αδιάφορο. Το έκανα όμως για να μην χαλάσω την παρέα. Και εκεί, σιγά σιγά μου καρφώθηκε η ιδέα της συγγραφής, υπό την οπτική ότι μπορείς να πλάσεις τον δικό σου μικρόκοσμο, όπως εσύ τον θες, απαλλαγμένο απ’ όσα δεν θες.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Είναι το εργαλείο που υπάρχει μέσα μας από την αρχή της ύπαρξης του Ανθρώπου και του δίνει την διέξοδο σε όσα θέλει να εκφράσει. Αν το σκεφτείς, ακόμα και ο τελευταίος αναγνώστης αυτό αναζητά, να εκφράσει ό,τι νιώθει μέσα του, μέσω της δημιουργίας ενός τρίτου. Αυτό είμαστε την τελική όλοι μας, αναγνώστες. Απλά κάποιοι από μας κάποια στιγμή τυχαίνει να περάσουμε στην άλλη πλευρά του βιβλίου.
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Σίγουρα υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Ίσως το βιβλίο να μην κατάφερε να γίνει μέρος της ζωής μας όταν ήμασταν νεότεροι, ίσως ο τρόπος διδασκαλίας στο σχολείο να μην βοηθούσε. Παλαιότερα θεωρούσα ότι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν το οικογενειακό περιβάλλον που θα σε ωθήσει να αγαπήσεις ή όχι το διάβασμα. Πλέον ακόμα και αυτό το βρίσκω πολύ σχετικό, η επέλαση των κινητών έχει κάνει μια ολόκληρη γενιά πιο ανυπόμονη. Διαπιστώνω ότι πολλά νέα παιδιά βρίσκουν εξαιρετικά δύσκολο το να πρέπει να αφοσιωθούν για πολύ ώρα σε κάτι, πολύ περισσότερο σε ένα βιβλίο.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Εξαρτάται σε ποια γενιά αναφερόμαστε. Η εντύπωση που έχω είναι μέχρι την δικιά μας τη γενιά δεν υπάρχει κάποια δραματική αλλαγή, μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις η τεχνολογία δρα επιβοηθητικά, για παράδειγμα τα ηλεκτρονικά βιβλία. Για τη νεότερη γενιά όμως δυστυχώς υφίσταται το πρόβλημα που αναφέρω πιο πάνω.
- Ένας μήνας «καραντίνα». Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Δεν θα αναφέρω συγκεκριμένα βιβλία αλλά είδη. Αφενός είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις τίτλους, όλο και κάποιον θα ξεχάσεις, αφετέρου τα τελευταία χρόνια διαπιστώνω ότι πλέον δεν έχω αγαπημένους δημιουργούς μα αγαπημένες στιγμές δημιουργών. Σίγουρα πάντως θα υπήρχαν ιστορικά βιβλία, όχι μυθιστορήματα, και αστυνομικά.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Ναι, πολύ. Περισσότερο απ’ ό,τι παλιά. Για παράδειγμα, ήταν καθαρά θέμα τύχης το ότι ξεκίνησα να γράφω. Ίσως να έγραφα αργότερα, ίσως ποτέ, δεν μπορούμε να ξέρουμε.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Και τα δυο, η ζωή μας θα ήταν άχαρη χωρίς την ισορροπία. Ο καθένας μας έχει τη δική του «δοσολογία», τη δική του προσέγγιση στο τι είναι ρεαλισμός ή ρομαντισμός και το παλεύει καθημερινά.