/Ο Γκυστάβ Μορώ και η Ελληνική Μυθολογία

Ο Γκυστάβ Μορώ και η Ελληνική Μυθολογία

Ο Μορώ άντλησε τα θέματά του κυρίως μέσα από το χώρο της μυθολογίας και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλους τους μεταγενέστερους συμβολιστές καλλιτέχνες, όχι μόνο στις εικαστικές τέχνες αλλά και στη λογοτεχνία.

Το 1891 έγινε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού και μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγεται και ο Ανρί Ματίς. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1903, το εργαστήριό του μετατράπηκε στο σημερινό Μουσείο Gustave Moreau, στο Παρίσι.

Η τέχνη του Μορό, λέγεται ότι δεν έχει προγόνους ή απογόνους. Απλά ο Moreau είναι ο δάσκαλος ζωγράφων της πρωτοπορίας. Το έργο του αποτελεί συνέχεια του Ρομαντισμού (πνεύμα, ρομαντικά ιδεώδη, δύναμη φύσης) και το υποκειμενικό στοιχείο είναι διαφορετικό από τον Ιμπρεσιονισμό. Έχει στοιχεία από τον Ρομαντισμό αλλά τα πηγαίνει πιο κάτω. Ο Ορφέας και η λύρα του εδώ, διηγούνται την ιστορία όπου μια κοπέλα, τα βρήκε και τα κρατάει, ενώ ξέρουμε ότι οι Μαινάδες έχουν σκοτώσει τον Ορφέα και τα έχουν πετάξει στον ποταμό Έβρο. Έχουμε χρήση Μυθολογικού θέματος. Ο χειρισμός χρώματος και τοπίου αντλείται από την παράδοση, και βέβαια υπάρχει αφηγηματικό κομμάτι. Οι χελώνες καθώς και οι μουσικοί στην εικόνα, υποδηλώνουν το διαχρονικό χαρακτήρα της λύρας του Ορφέα, άρα της μουσικής, η οποία θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά τον Ορφέα. Έχουμε να κάνουμε με την τέχνη του Ντα Βίντσι, που θεωρείται ο συμβολιστής της Αναγέννησης, με μυστικιστική – λυρική διάθεση και βάθος. Υπάρχει «εκλεκτικισμός». Παίρνει στοιχεία από πολλές πηγές (Αναγέννηση, Μεσαιωνικές ταπισερί και χειρόγραφα και τα αποδίδει με καθαρά χρώματα, σχέδια και ποιητικά στοιχεία.)

Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα είναι αριστουργηματικός πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Γκυστάβ Μορώ. Φιλοξενείται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Ο πίνακας περιγράφει το μύθο του Οιδίποδα και της Σφίγγας. Ο ήρωας έχει συναντήσει το μυθικό τέρας, με μορφή γυναίκας, φτερούγες αρπακτικού πτηνού και σώμα λιονταριού. Κατασκευάστηκε το έτος 1808 από τον τότε άγνωστο 38χρονο Μορώ και αγοράστηκε από τον Ναπολέοντα τον Μάιο του 1864. Κεντρική μορφή του πίνακα είναι η Σφίγγα, η οποία έχει ανέβει στο στήθος του Οιδίποδα. Ο Οιδίπους βρίσκεται σε αδιέξοδο με την πλάτη στο βράχο. Φοράει χλαμύδα, στηρίζεται στο δόρυ του και αντικρίζει τη Σφίγγα έτοιμος να την αντιμετωπίσει. Ανάμεσα στη σκηνή και στον θεατή ανοίγεται γκρεμός, στον οποίο βρίσκονται μόνο λίγα υπολείμματα των διαμελισμένων σωμάτων των προηγούμενων περαστικών θυμάτων του τέρατος. Στη δεξιά πλευρά του πίνακα διακρίνουμε έναν κίονα με φίδι που αναρριχάται προς μία πεταλούδα. Δεξιά και αριστερά φυτρώνει λίγη βλάστηση, μια συκιά και μια δάφνη. Αριστερά, στο βάθος, ένας δρόμος οδηγεί μέσα από ένα φαράγγι για την Θήβα.

Φιλοξενείται στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι. Ο πίνακας έχει ως θέμα τον μύθο του χρυσόμαλλου δέρατος. Εικονίζει τον Ιάσονα μαζί με την μάγισσα Μήδεια, που με την βοήθειά της κατάφερε να σκοτώσει τον δράκο που φύλαγε το χρυσόμαλλο δέρας και να το αποκτήσει.

Στην τριλογία του Αισχύλου «Προμηθεύς» ο Τιτάνας Προμηθέας εμφανίζεται ως ο δωρητής της φωτιάς, των τεχνών και των επιστημών στους ανθρώπους. Ο Ζευς τιμώρησε τον Προμηθέα σταυρώνοντάς τον στον Καύκασο. Ο Προμηθέας, αν και είχε καλές και αγνές προθέσεις έναντι των ανθρώπων, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, απ’ όπου ξεπήδησε το πιο χρήσιμο μα και επικίνδυνο αγαθό, το «πυρ».

Η Ανδρομέδα, πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, ήταν κόρη του Κηφέα, βασιλιά των Κηφήνων ή των Αντιόπων και της Κασσιόπης ή Κασσιόπειας ή Κασσιέπειας (ή κατ’ άλλους της Ιόππης, της κόρης του Αιόλου). Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Κασσιόπη ισχυρίστηκε ότι ήταν ωραιότερη από τις Νηρηίδες, ο Ποσειδών, για να την εκδικηθεί, προκάλεσε καταιγίδα στην Αιθιοπία, από την οποία πλημμύρισε τη χώρα, και επιπλέον έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας, το Κήτος που κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα. Σύμφωνα με το χρησμό του μαντείου του Άμμωνα, για να σωθεί η χώρα έπρεπε η Ανδρομέδα να θυσιαστεί στο τέρας· έτσι την εγκατέλειψαν σ΄ ένα βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει το Κήτος. Η Ανδρομέδα λοιπόν βρέθηκε δεμένη στο βράχο, στο έλεος του κτήνους. Ο Περσέας ο οποίος επέστρεφε από τη σφαγή της Γοργούς, σκότωσε το Κήτος, την ελευθέρωσε και την παντρεύτηκε αγνοώντας το Φινέα, με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη η Ανδρομέδα. Στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στους δυο άνδρες, και ο Φινέας τελικά πέτρωσε, αφού κοίταξε το κεφάλι της Γοργούς. Η Ανδρομέδα ακολούθησε τον άνδρα της στην Τίρυνθα του Άργους. Γέννησαν έξι γιούς: τον Πέρση, τον Αλκαίο, τον Ήλιο, το Μήστορα, το Σθένελο, και τον Ηλεκτρύωνα και μια κόρη τη Γοργοφόνη. Μετά το θάνατό της η Αθηνά την έκανε άστρο και την έβαλε στους αστερισμούς του βόρειου ουρανού κοντά στον Περσέα και την Κασσιόπη. Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, καθώς και ο Κορνήλιος, παρουσίασαν αργότερα το μύθο σε τραγωδίες τους.

Κατακεράυνωση από τον Δία, στιγμή πτώσης, απεικόνιση κορυφαίας στιγμής με πολύ έντονο τρόπο, εκρηκτική ενέργεια και εξαϋλωση χώρου και οτιδήποτε συμβατικού – επίπεδο που ανεβάζει τη φαντασία και μας πάει σε εξπρεσιονισμό και σουρεαλισμό, μας δείχνει την ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη.

Όταν ο Ησίοδος έβοσκε τα πρόβατά του στις πλαγιές του Ελικώνα, του συνέβη κάτι το παράδοξο: του εμφανίστηκαν οι Μούσες που του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης και του δίδαξαν να τραγουδάει όμορφα, έτσι ώστε να μιλάει με θεσπέσια φωνή για τα περασμένα και τα μελλοντικά. Ο Ησίοδος ακολούθησε το κάλεσμά τους, παρουσιάστηκε ως τραγουδιστής, ως ραψωδός, όπως για παράδειγμα στους αγώνες προς τιμήν του νεκρού βασιλιά Αμφιδάμαντα στη Χαλκίδα της Εύβοιας, όπου κέρδισε ένα χάλκινο τρίποδα, τον οποίο αφιέρωσε ως ευχαριστία στις Μούσες. Ο Ησίοδος έγινε το πιο φημισμένο τέκνο της πόλης και οι κάτοικοι, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, ανέγειραν αργότερα προς τιμήν του έναν ανδριάντα του στο ιερό των Μουσών. Ο ανδριάντας ωστόσο δεν απεικονίζει τον Ησίοδο με ένα κλαδί δάφνης παρά με μια κιθάρα στα γόνατα, παρόλο που αυτός δεν απήγγελλε τα ποιήματά του με μουσική συνοδεία αλλά κρατώντας το κλαδί δάφνης στο χέρι. Σε επισκέπτες, όπως ο Παυσανίας, που 900 χρόνια αργότερα επισκέφθηκε την κοιλάδα των Μουσών ψάχνοντας τα ίχνη του Ησιόδου, οι κάτοικοι έδειχναν τον τρίποδα που λεγόταν πως κέρδισε ο Ησίοδος ως έπαθλο στη Χαλκίδα, παρουσιάζοντάς τον ως τον αρχαιότερο τρίποδα από τους εκεί βρισκόμενους. Επιπλέον, τους επιδείκνυαν στην πηγή του Περμησσού μια φθαρμένη από την πολυκαιρία, μολύβδινη πλάκα, με το κείμενό του «Έργα και Ημέραι».

Το έργο αυτό που καταλέγεται στο καλλιτεχνικό ρεύμα του συμβολισμού είναι μυθολογικού περιεχομένου με θέμα τον αρχαίο Ελληνικό μύθο του Ορέστη.

Στην ελληνική μυθολογία η Λήδα ήταν η μητέρα των Διοσκούρων Πολυδεύκη και Κάστορα, καθώς και της ωραίας βασίλισσας της Σπάρτης Ελένης (εκ του Διός), της Κλυταιμνήστρας, της Τιμάνδρας, της Φοίβης και της Φιλονόης εκ του συζύγου της Τυνδάρεω. Κατά τις παραδόσεις ήταν τόσο ωραία, ώστε διεκδικούσαν την καταγωγή της πλείστες χώρες της αρχαιότητας όπως η Σπάρτη, η Αιτωλία, η Κόρινθος κ.ά.. Ο Ευριπίδης την αποκαλεί «Λήδα Θεστιάδα» ως κόρη του Βασιλιά της Αιτωλίας Θεστίου, ο Εύμηλος στα «Κορινθιακά» του μας πληροφορεί ότι ήταν κόρη του Γλαύκου, γιου του Σισύφου εκ της Παντειδυίας που γνώρισε και παντρεύτηκε όταν έφθασε στη Λακωνία αναζητώντας τους ίππους του. Την Παντειδυία εγκυμονούσα ήδη (εκ του Γλαύκου) νυμφεύθηκε ο Θέστιος, εξ ού και φαίνεται αυτός πατέρας της Λήδας, ενώ πραγματική του κόρη ήταν μόνο η Αλθαία. Τον γάμο της Λήδας με τον Τυνδάρεω εξηγούν τα συμβάντα κατά τα οποία ο Τυνδάρεως με τον αδελφό του Ικάριο εκδιωχθέντες από τον αδελφό τους Ιπποκόοντα κατέφυγαν στον βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιο τον οποίον και βοήθησαν στους αγώνες του κατά των γειτονικών εχθρών του και σε αντάλλαγμα έδωσε εκείνος την κόρη του Λήδα ως σύζυγο στον Τυνδάρεω. Η συνέχεια του μύθου παρουσιάζει πολλές παραλλαγές. Επικρατέστερη όμως είναι εκείνη κατά την οποία όταν ο Δίας την είδε στον Ταΰγετο ή στη μικρή νησίδα «Πέφνον» προ των θαλαμών, την ερωτεύθηκε και ζητώντας τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης, η οποία τον μεταμόρφωσε σε Κύκνο λαμβάνοντας η ίδια μορφή αετού καταδιώκοντάς τον. Τους είδε η Λήδα και αισθανόμενη συμπάθεια προς τον κύκνο έσπευσε να τον σώσει παίρνοντάς τον μέσα στην αγκαλιά της. Λίγο αργότερα η Λήδα κατ΄ άλλους γέννησε δύο αυγά. Από το ένα βγήκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη (τα παιδιά του Δία) κι από το άλλο ο Κάστωρ και η Κλυταιμνήστρα (τα παιδιά του Τυνδάρεω). Αργότερα ο μύθος αυτός της «ωοτοκίας της Λήδας» συνυφάνθηκε με παρόμοιο μύθο της Νέμεσης εκ του οποίου και παράχθηκε η θεοποίηση της Λήδας και η ταύτισή της με τη Νέμεση.

Μέσα στους αιώνες ο μύθος του Ορφέα εξήψε την φαντασία πολλών λόγιων, καλλιτεχνών, και παραμυθάδων. Ανάλογα με την εποχή και την πηγή, βρίσκουμε να τονίζονται διαφορετικά στοιχεία του μύθου, ανάλογα πάντα με τις ανησυχίες, τις μόδες, και τις επιταγές της εκάστοτε εποχής. Στο ταξίδι του από τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας και τα έπη του Οβίδιου, πέρασε μέσα από μεσαιωνικά ποιήματα και παραμύθια, αποτέλεσε το θέμα της πρώτης πραγματικής όπερας (Ευρυδίκη του Jacopo Peri, 1600), αλλά και δεκάδων ακόμη οπερετικών και άλλων μουσικών ερμηνειών, μέχρι που φτάνουμε στον 19ο αιώνα, την Γαλλική αποκρυφιστική αναβίωση, και τον κύκλο των Συμβολιστών ζωγράφων που ενέπνευσε το έργο του Ζοζεφέν Πελαντάν. Εδώ πλέον βρίσκουμε τον Ορφέα, και πιο συγκεκριμένα, την απεικόνιση του κομμένου του κεφαλιού επάνω στη λύρα του, να αποτελεί κεντρικό θέμα πάρα πολλών Συμβολιστών. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε στις συμβολιστικές απεικονίσεις του Ορφέα, είναι ότι η μέγιστη πλειοψηφία ασχολείται με το αποκεφαλισμένο κεφάλι και τη λύρα – τον νεκρό, δηλαδή Ορφέα, ο οποίος ακόμη τραγουδά, ακόμη και στον θάνατο. Στον πίνακα του Μορώ βλέπουμε μια νεαρή Θρακιώτισσα να κρατά το κεφάλι και τη λύρα.

Στην Ελληνική μυθολογία αναφέρεται η Χίμαιρα ως ένα φοβερό τέρας που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και ουρά του κατέληγε σε φίδι. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές, είχε περισσότερα από ένα κεφάλια, συνηθέστερα τρικέφαλος (κεφαλή λέοντα, κατσίκας και δράκοντα). Kατά τον Ησίοδο η Χίμαιρα ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Η Χίμαιρα ενώθηκε με τον Όρθρο και απόγονοί τους ήταν το Λιοντάρι της Νεμέας και η Σφίγγα. Το τέρας αυτό φερόταν να το εξέτρεφε ο βασιλιάς της Καρίας Αμισόδωρος. Τελικά φονεύτηκε από τον Βελλερεφόντη, που ίππευε ένα ιπτάμενο άλογο, τον Πήγασο, στη Καρία, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Υπάρχουν περισσότερες από μία περιγραφές σχετικά με τον τρόπο που έγινε αυτό. Σύμφωνα με μία, ο Βελλερεφόντης απλώς την χτύπησε με το ακόντιό του. Σύμφωνα με μία άλλη, χρησιμοποίησε μολύβι, το οποίο έλιωσε από την καυτή της ανάσα και την σκότωσε. Αλλά και για κατοικία του ζώου αυτού αναφέρονται πολλές περιοχές όπως η Φρυγία, οι Ινδίες, ακόμη και η Λιβύη. Επισημότερες όμως φέρονται η αρχαία Κόρινθος και η Σικυώνα που παράσταση αυτής έφεραν τα νομίσματά τους αλλά και οι ασπίδες των οπλιτών τους. Παρόμοιες απεικονίσεις σε ασπίδες έφεραν και οι οπλίτες της Κυζίκου και της Ζελείας. Οι μύθοι της Χίμαιρας βρίσκονται, στην Αινειάδα του Βιργίλιου, στην Ιλιάδα (Ζ’ 179-182), του Ομήρου, στη Θεογονία του Ησίοδου κ.α. Από την ανάλυση και ερμηνεία των διαφόρων αναφορών περί της Χίμαιρας καθίσταται εμφανές ότι πρόκειται για αλληγορική αναφορά του ηφαιστειώδους εδάφους της Λυκίας που προήλθε κατά μεν τον Σκύλακα από έκρηξη ηφαιστείου κοντά στη Φασηλίδα, κατά δε τον Στράβωνα, (ΙΔ’ 665), από κάποια ηφαιστειώδη χαράδρα του όρους Κράγου. Όσο για την εξωτερική όψη του τέρατος, ερμηνεύεται ως εξής: στους πρόποδες του ηφαιστείου ζούσαν πολλά φίδια, στην μέση ζώνη έβοσκαν κατσίκια και στα στόμια φώλιαζαν λιοντάρια. Στην φαντασία των αρχαίων δημιουργήθηκε λοιπόν το τερατόμορφο σύμπλεγμα της Χίμαιρας.

Στη ρωμαϊκή μυθολογία με τη συλλογική ονομασία Πιερίδες αποκαλούνται γενικά οι Μούσες, ιδίως από τους Λατίνους ποιητές και συγγραφείς. Στην ελληνική μυθολογία ωστόσο ο μύθος των Πιερίδων ακολουθείται από μία διαφορετική ιστορία και γενεαλογία: οι Πιερίδες Νύμφες ήταν οι εννέα θυγατέρες του Πιέρου και της Ευίππης, και διέμεναν στην Πιερία. Σύμφωνα με τον Νίκανδρο τα ονόματά τους ήταν: Κολυμβάς, Ίυγξ, Κεγχρίς, Κίσσα, Χλωρίς, Ακαλανθίς, Νήσσα, Πιπώ και Δρακωντίς. Επειδή τραγουδούσαν ωραιότατα, οι Πιερίδες θέλησαν κάποτε να συναγωνισθούν τις Μούσες και ανέβηκαν στον Ελικώνα. Οι Μούσες όμως νίκησαν στον συναγωνισμό στο τραγούδι τις Πιερίδες και για να τις τιμωρήσουν τις μεταμόρφωσαν σε κίσσες. Ο Παυσανίας γράφει ότι όσοι και όσες αναφέρονται ως παιδιά των Μουσών, στην πραγματικότητα ήταν τέκνα των Πιερίδων.

H Σεμέλη ήταν μία από τις τέσσερις κόρες του Κάδμου, ιδρυτή και βασιλιά της Θήβας, και της Αρμονίας, κόρης της Αφροδίτης και του Άρη. Ήταν μητέρα του Διόνυσου, ο οποίος ήταν ο καρπός του κρυφού γάμου της με τον Δία. Όταν η Ήρα έμαθε ότι ο Δίας ήταν κρυφά παντρεμένος με τη Σεμέλη οργίστηκε και έβαλε σκοπό να τη σκοτώσει. Μία μέρα εμφανίστηκε σε αυτήν με τη μορφή της παραμάνας της και δολερά την παρότρυνε να ζητήσει από το Δία να εμφανιστεί μπροστά της με τη θεϊκή του μορφή, όπως εμφανίζεται στην Ήρα. Όταν η Σεμέλη του το ζήτησε, αυτός απερίσκεπτα θέλοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία της, εμφανίστηκε ως θεός, προκαλώντας εκτυφλωτικό φως και κεραυνούς οι οποίοι τη σκότωσαν. Ο Δίας τότε, πικραμένος από τον άδικο χαμό της, πήρε τον αγέννητο ακόμα Διόνυσο από την κοιλιά της και τον έραψε στον μηρό του για να τρέφεται από το αίμα του ώσπου να γεννηθεί.

projectmyths