Γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης, συγγραφέας
Οι επιτυχίες που σημείωναν τα βιβλία του, δεν είχαν διάρκεια. Ύστερα από λίγο ξεχνιούνταν. Χάνονταν, όπως όλα τα δημιουργήματα που δεν έχουν βάθος και βάρος. Ο ίδιος απορούσε γιατί συνέβαινε αυτό. Παρηγορούνταν προσωρινά, γιατί κέρδιζε πολλά χρήματα από τις εκδόσεις των βιβλίων του. Αλλά μετά από λίγο, ένιωθε προδομένος από τον ίδιο του τον εαυτό, το ίδιο του το ταλέντο. Η δόξα δεν ερχόταν να τον καθιερώσει, ως μεγάλο συγγραφέα.
Δυστυχώς, τα έργα του είχαν όλα τα στοιχεία της λήθης, γίνονταν σύμμαχοι τού χρόνου, δεν τον ξεπερνούσαν. Τα περισσότερα ήταν πολύ κατανοητά και τα λιγότερα, σαφώς ακατανόητα. Μετά δεν εξέφραζαν τον λαό, με την έννοια ότι μιλούν στην ψυχή του. Έλειπαν εκείνες οι δόσεις πνευματικής αρετής και στοχαστικού μόχθου που σφυρηλατούν ένα έργο. Απλά τα γραπτά του χάιδευαν αυτιά και μάτια, δίχως να εισχωρούν στην καρδιά, ούτε καν στο περίβλημά της. Παρουσίαζαν την πραγματικότητα όπως είναι κι όχι όπως έπρεπε να είναι. Η επαναλαμβανόμενη εικονοποιία έθαβε κυριολεκτικά τις ιδέες. Μέτρια γραφή, κακός συγγραφέας. Κάποιες φορές έπαιρνε τον ρόλο του μεσσιανικού σωτήρα : προστατεύοντας εγκαταλελειμμένες γυναίκες (από τους εραστές τους) ή αδέσποτα σκυλάκια. Πίστευε ὅτι τέτοιες ιστορίες, γυμνής αλήθειας, όπως συνήθιζε να λέει στις συνεντεύξεις του, θα τον βοηθούσαν στη συγγραφή. Μάταια όμως. Ήταν κάπως άσχημα σκηνοθετημένα όλα αυτά και η πνευματική παραγωγή, ανάξια λόγου και άξια κερδών.
Η ρεαλιστική αποτύπωση φαινόταν αντιποιητική, σαν διδασκαλία για χαχόλους, στείρα ηθικολογία, χωρίς καλοσύνη. Υπήρχε και μια καθοριστική παράμετρος: ο συγγραφέας δεν έδειχνε τον ουρανό, αλλά τα πόδια του.