/Μαρία Μπουφίδου – Γεωργοπούλου: Γράφω διηγήματα και ποιήματα από την παιδική μου ηλικία

Μαρία Μπουφίδου – Γεωργοπούλου: Γράφω διηγήματα και ποιήματα από την παιδική μου ηλικία

Η συγγραφέας Μαρία Μπουφίδου – Γεωργοπούλου απαντά στις ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων “Γεια σου, Παναγιώτη”.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θερμαϊκός η συλλογή διηγημάτων «Γεια σου, Παναγιώτη». Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος αυτών των κειμένων; 

Καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για το ενδιαφέρον που επιδείξατε να προβάλλετε το έργο μου μέσα από τη συνέντευξη αυτή, και εν όψει των εορτών να ευχηθώ τόσο σε εσάς αλλά και σε όλο το αναγνωστικό κοινό υγεία, αγάπη, και Θεού θέλοντας «παγκόσμια ειρήνη».

Η συλλογή διηγημάτων «Γεια σου Παναγιώτη» δανείστηκε τον τίτλο της από το πρώτο διήγημα, που είναι καθόλα πραγματικό γεγονός – μαρτυρία. Τα διηγήματα είναι συνολικά εννέα και έχουν θεματική ποικιλότητα, ο δε συνδετικός τους κρίκος θα μπορούσα να πω ότι είναι τα κοινωνικά θέματα που πραγματεύονται και κάποιες υπαρξιακές ανησυχίες που με διακατέχουν.

Από τις εκδόσεις Θερμαϊκός κυκλοφόρησε και η ποιητική σας συλλογή με τίτλο “Ταξίδι με τον Πήγασο”. Ποια είναι η θεματολογία της; 

Η ποιητική μου συλλογή έχει ευρύτερη θεματική, γιατί εκτός από το ότι καυτηριάζει κατά τρόπο καυστικό τα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας που νοσεί, εκφράζει σε ορισμένα σημεία και κάποιες μεταφυσικές μου ανησυχίες, προσαρμοσμένες όμως στη σύγχρονη πραγματικότητα, ιδίως στο ποίημά μου «Δύσκολος Δρόμος».

Η θεματολογία της ποίησής μου είναι σίγουρα πιο ευρεία από ό,τι των διηγημάτων μου και τα λογοτεχνικά ρεύματα που ακούσια εμπλέκονται περισσότερα: ρεαλισμός, σουρεαλισμός και στοιχεία φουτουρισμού, ενώ στα διηγήματά μου επικρατεί ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής.

Τι σας οδήγησε στην ενασχόληση με τη συγγραφή; 

Γράφω διηγήματα και ποιήματα από την παιδική μου ηλικία. Ήταν ένας τρόπος φυγής για το παιδί που ήμουν, όπως αναφέρω στον πρόλογο μου, από τη ζοφερή πραγματικότητα, που βίωνα μέσα στο οικογενειακό μου περιβάλλον. Την προσπάθεια μου στη συγγραφή ενίσχυσε ένας δάσκαλος που είχαμε στο δημοτικό, ο οποίος μας έβαζε ως εργασία στο σπίτι να γράφουμε τα δικά μας διηγήματα ή ποιήματα εμπνεόμενοι από τα διάφορα αναγνώσματα του αναγνωστικού των νέων ελληνικών. Στο επόμενο μάθημα τα πονήματά μας, των μικρών μαθητών, διαβάζονταν στην τάξη. Μάλιστα ο συγκεκριμένος δάσκαλος μας έδινε και οδηγίες για το πώς πρέπει να δομείται η μορφή και το περιεχόμενο ενός διηγήματος, ή ενός ποιήματος. Τα βιώματα στην παιδική ηλικία είναι πάντα τόσο καθοριστικά και ο ενθύμηση του καλού δασκάλου τόσο ανεξίτηλη. Στη συνέχεια και από νωρίς πειραματίστηκα με διάφορα στυλ γραφής. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι ολόκληρη προϊόν της νεότητός μου· γράφτηκε 35 χρόνια πριν, αλλά για λόγους οικονομικούς και πολλούς άλλους υγείας δεν εκδόθηκε νωρίτερα. Ωστόσο, εύχομαι και πιστεύω ότι το περιεχόμενο των διηγημάτων μου παραμένει επίκαιρο.

Ποιον ορισμό θα δίνατε στη λογοτεχνία; 

Η ετυμολογική ανάλυση της λέξης «λογοτεχνία», επομένως λόγος και τέχνη δίνει την απάντηση, υπό την έννοια ότι η ίδια η λέξη αυτούσια δίνει και τον ορισμό της. Βέβαια είναι δέον να επισημανθεί και η αμφισημία της λέξης: «λόγος», επομένως τόσο τρόπος έκφρασης, όσο και λογική. Άρα λογοτεχνία σε ένα σύντομο ορισμό είναι η τέχνη του λόγου. Εμπλουτίζοντας τον ορισμό οφείλουμε να τονίσουμε ότι μέσω της λογοτεχνίας επιβάλλεται η προσφορά ερεθισμάτων για περαιτέρω προβληματισμό και αναζητήσεις στον αναγνώστη.

Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο; 

Σε καμία περίπτωση το γεγονός δεν σχετίζεται με τη νοημοσύνη των Ελλήνων, αλλά με πλήθος εξωτερικών παραγόντων. Πρόκειται για ένα φλέγον θέμα, που απασχολεί και εμένα και πιστεύω ότι δεν θα μπορέσω να το καλύψω πλήρως σε λίγες γραμμές. Οι Έλληνες είναι ένας ταλαιπωρημένος και αδικημένος λαός, που βίωσε πολλά δεινά: έζησε τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, και παρόλα αυτά κατάφερε να κρατήσει την εθνική και γλωσσική – θρησκευτική του ταυτότητα, πέρασε από πολλούς πολέμους, βίωσε τη μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειές της, επέζησε από γενοκτονίες (π.χ. των Ποντίων) και πάλεψε με το θεριό της προσφυγιάς. Επίσης πολύ αξιόλογοι Έλληνες αποδεκατίστηκαν και διώχθηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας. Όλα αυτά τα συμβάντα άφησαν στα χέρια των Ελλήνων μια χώρα αποδεκατισμένη υλικά και οικονομικά, και τους ίδιους κουρασμένους και αδύναμους.

Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς, διαβάζονται όμως από περιορισμένο κοινό, γιατί ο μέσος Έλληνας έχει λιγοστό διαθέσιμο χρόνο για διάβασμα, αφού ο περισσότερος χρόνος του δαπανάται στη βιοπάλη και τη βιοτική μέριμνα γενικότερα.

Επειδή, όμως κατά το ρητό «ο χρόνος είναι χρήμα» και τα χρήματα ως χρήματα είναι πολύ λίγα, στον πυρήνα της οικογένειας, που είναι το λίκνο της λογοτεχνικής αναζήτησης, το μικρό εισόδημα σπανίως διατίθεται στην αγορά βιβλίων. Όταν ο Έλληνας αγοράζει βιβλίο, επιλέγει το εύπεπτο χρονογράφημα, κάποια με χιουμοριστικό περιεχόμενο και μάλλον χωρίς ιδιαίτερους προβληματισμούς. Στη διαμόρφωση αυτής της νοοτροπίας συντείνει και η αγωγή που έχει ο καθένας από το σπίτι του, αλλά και το εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο πιστεύω ότι χρειάζεται εκ βάθρων αναδόμηση. Αντίθετα στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια, υπάρχουν και μεγάλες βιβλιοθήκες, δωρεάν θεατρικές παραστάσεις, όπερες, καθώς και αρτιότερα εκπαιδευτικά συστήματα.

Πόσο έχει αλλάξει στην ψηφιακή εποχή μας ο ρόλος του βιβλίου; 

Σε αυτή την ερώτηση δεν θα μπορέσω να απαντήσω με μεγάλη πληρότητα, γιατί τυγχάνω η ίδια της «παλαιάς σχολής» και καθόλου γνώστης των μέσων των διαδικτύου. Ωστόσο πιστεύω ότι εάν η τεχνολογία και οι εκφάνσεις της ελεγχθούν και χρησιμοποιηθούν με μέτρο και για σκοπούς που προάγουν την τέχνη γενικότερα και την επιστήμη, θα μπορέσει και το διαδίκτυο να συμβάλει με τον τρόπο του στην προβολή ταλαντούχων συγγραφέων και των έργων τους, καθώς και άλλων επιστημόνων και καλλιτεχνών.

Ένας μήνας “καραντίνα “. Ποια είναι τα 5 βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Θα ήθελα να έχω συντροφιά μου

«Το πρόβλημα Σπινόζα», του Ίρβιν Γιάλομ,

«Το σεξ και πώς να το αποφύγετε», του Αυγούστου Κορτώ

«Ο άνθρωπος που έσπασε τις βιτρίνες-Γιώργης Ζάρκος – 54 ημέρες εγκλεισμού στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών», του Δημήτρη Υφαντή

«Η δολοφονία του Μαρά» του Πέτερ Βάις και

«Ο θάλαμος αρ. 6», του Άντον Τσέχοφ

Πιστεύετε στη μοίρα ή την τύχη; 

Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν «τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον», πιστεύαν δηλαδή ότι η πορεία του ανθρώπου στη γη ήταν προκαθορισμένη. Ας μην ξεχνάμε τις τρεις μοίρες, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος… Αυτό όμως θα σήμαινε έναν απόλυτο ντετερμινισμό.  Πιστεύω στο Θεό, το ίδιο όπως και στον άνθρωπο. Εξάλλου σύμφωνα με τη ρύση του Χριστού και ο άνθρωπος είναι ένας εν δυνάμει θεός: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμί». Ο άνθρωπος είναι ικανός να ξεπεράσει πολλές δυσκολίες, καταστάσεις και εμπόδια, ακόμη και το ίδιο το πεπρωμένο του και να χαράξει την πορεία του προς το μέλλον. Ως ένα βαθμό πιστεύω στον παράγοντα τύχη, γιατί παρατηρώ γύρω μου ανθρώπους να ευνοούνται πολύ από αυτήν. Πρόσωπα και καταστάσεις φτάνουν σε χρόνο ρεκόρ στο ζενίθ, ενώ άλλοι συνάνθρωποι, ενδεχομένως και περισσότερο αξιόλογοι, φτάνουν στο ναδίρ αναίτια και άδικα και χάνονται.