/Μικρό Διήγημα: Ένας παράξενος θάνατος (Γιώργος Σταφυλάς)

Μικρό Διήγημα: Ένας παράξενος θάνατος (Γιώργος Σταφυλάς)

Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς, συγγραφέας

Η μπύρα ήταν η μοναδική απόλαυση στην ζωή του Τζέσσυ, μια απόλαυση που με τα χρόνια είχε εξελιχθεί σε πάθος. Συχνά οι φίλοι του στην παμπ που τα έπινε μετά την δουλειά τον άκουγαν να λέει ”τίποτα στην ζωή δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα ποτήρι παγωμένη μπύρα ”. Επίσης συχνά πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό πάλι οι φίλοι του μάζευαν από την παμπ τύφλα μεθυσμένο και τον κουβαλούσαν μέχρι το σπίτι του γιατί από την πολύ την σούρα δεν έβλεπε μπροστά του.

Τον τελευταίο μάλιστα καιρό είχε και δυο απανωτά ατυχήματα- σοβαρά ατυχήματα- όταν μεθυσμένος από το προηγούμενο βραδύ παραπάτησε πάνω σε κάποια σκαλωσιά και έπεσε. Την πρώτη φορά είχε γλιτώσει με ένα μόνο κάταγμα στο χέρι την δεύτερη φορά όμως παραλίγο να πέσει μέσα σε ένα λάκκο με ασβέστη. Θα συναντούσε φριχτό θάνατο αλλά την είχε γλιτώσει για μερικά εκατοστά. Από τότε φίλοι και συνάδελφοι είχαν προσπαθήσει να του βάλουν μυαλό να σταματήσει το ποτό η τουλάχιστον να το περιορίσει σε λογικά πλαίσια διότι εδώ που τα λέμε η μπύρα είναι το πλέον θρεπτικό ποτό. Σχεδόν υγρή τροφή δηλαδή. Άλλο όμως να πίνει κανείς τρεις τέσσερις μπύρες την ημέρα και άλλο ένα τελάρο.

Εκτός από τα δύο αυτά ατυχήματα στην δουλειά και την απειλή της απόλυσης που κρεμόταν έκτοτε μόνιμα πάνω από το κεφάλι του το πάθος του αυτό του είχε κοστίσει και την απόλυτη μοναξιά στην προσωπική του ζωή. Και είναι λογικό αν το καλοσκεφτεί κανείς. Ποια γυναίκα θα μπορούσε να ανεχτεί ένα τέτοιο πωρωμένο πότη, έναν αλκοολικό έναν άνθρωπο που ξοδεύει όλα του τα χρήματα στην μπύρα. Δυστυχώς όμως το πάθος του για την μπύρα έμελλε να του κοστίσει και την ίδια του την ζωή.

Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να πει πως έγινε το αληθινά αξιοπερίεργο γεγονός που θα σας διηγηθώ. Ωστόσο έχω πολλές φορές διαβάσει την ιατροδικαστική γνωμάτευση και βάσει αυτής αλλά και της γνώσης για τις κινήσεις του ανθρώπου που άλλωστε υπήρξε φίλος μου, θέλω να πιστεύω ότι τελικά έχω πετύχει να μαντέψω σωστά περί του τι ακριβώς έγινε εκείνο το μοιραίο τελευταίο βράδυ της ζωής του φίλου μου. Ακόμα λοιπόν κι αν σας φανεί απίστευτη αυτή η ιστορία είμαι βέβαιος ότι τα πράγματα έγιναν κάπως έτσι:

Ήταν ένα ζεστό απόγευμα του Ιούλη όταν ο Τζέσυ γύρισε σπίτι του από την δουλειά. Διψούσε πολύ. Τα πέντε μπουκάλια ( και ναι είμαι σε θέση αυτό να το γνωρίζω από τις μετέπειτα μαρτυρικές καταθέσεις των συναδέλφων του) που είχε ήδη πιει στην δουλειά μαζί με τ άλλα παιδιά είχαν ήδη γίνει ιδρώτας και ούρα. Ένιωθε το στομάχι του απελπιστικά κενό, το λαρύγγι του αφόρητα ξερό και την ζωή του όπως πάντα φριχτά άδεια. Άνοιξε το ψυγείο για να πιει. Προς μεγάλη του απογοήτευση εκεί μέσα δεν υπήρχε ούτε ένα μπουκάλι. Στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε δυσφορία στην προοπτική ενός βραδιού χωρίς καθόλου ποτό. Έχωσε τα χέρια βαθιά στις τσέπες του παντελονιού του. Τίποτα, ούτε σεντ δεν υπήρχε εκεί. Έψαξε κάθε του τσέπη με την σειρά και με μεγάλη επιμέλεια. Τίποτα. Έψαξε ύστερα μέσα στο σπίτι κάθε γωνιά, κάθε ξεχασμένο τασάκι η παλιο πορτοφόλι, κάθε σακάκι, κάθε μπουφάν, κάθε παντελόνι. Έψαξε οπουδήποτε ξεχνάει κανείς λίγα κέρματα. Τίποτα. Το ποσό που κατάφερε να συγκεντρώσει δεν έφτανε ούτε για μισό ποτήρι μπύρας.

Και τότε ο Τζέσυ έκανε την μοιραία ευχή. Άνοιξε το στόμα του και μ ολη την δύναμη της ψυχής του είπε: Μακάρι να άνοιγα την βρύση και να έτρεχε μπύρα, μόνο μπύρα. Ασφαλώς κανείς δεν ήταν μπροστά εκείνη την ώρα για να μπορεί θετικά να βεβαιώσει ότι πράγματι ο Τζέσυ έκανε μια τέτοια ευχή. Από την εξέλιξη όμως των γεγονότων και την κατοπινή έρευνα στο διαμέρισμά του θεωρώ ότι έτσι έγιναν τα πράγματα όσο απίστευτο κι αν ακούγεται. Σαν να το βλέπω τώρα με τα μάτια μου. Ο Τζέσυ δεν πιστεύει ότι η ευχή του θα εισακουστεί όμως διψάει και ανοίγει την βρύση. Η βρύση τρέχει μπύρα. Ξανθιά και παγωμένη όπως η καρδιά του λαχταράει. Τότε ο Τζέσυ βάζει το στόμα κάτω και πίνει, πινει, πινει. Πρέπει να ήπιε μέχρι που δεν άντεχε άλλο το στομάχι του και τότε ο οργανισμός του ζήτησε νερό. Γιατί -και αυτό ασφαλώς το ξέρουν όλοι οι δυνατοί πότες- ο άνθρωπος δεν εχει φτιαχτεί για να κυλάει στις φλέβες του οινόπνευμα. Χρειάζεται νερό για να ζήσει. Μάλιστα οι δυνατοί πότες για να αντέξουν μια ολονυχτία ποτού νοθεύουν πάντοτε το αλκοόλ στο αίμα τους με μικρές αλλά ικανής δόσεις νερού.

Αυτή λοιπόν η ανάγκη να νοθεύσει το αλκοόλ στο αίμα του πρέπει να ήταν η αιτία που οδήγησε τον Τζέσυ έξω από το ντραγκστορ του Μπιλ Χίκοκ όπου και βρέθηκε τελικά πεσμένος νεκρός. Ο Μπιλ εκείνη την ώρα έκλεινε καθώς ήταν ήδη δώδεκα κι εμείς εδώ στην επαρχία είμαστε οικογενειάρχες άνθρωποι και πάμε νωρίς για ύπνο. Όπως αργότερα κατέθεσε ο Μπιλ, ο Τζεσυ τον πρόλαβε πριν κατεβάσει ρολά και τον παρακάλεσε να του δώσει ένα μπουκάλι νερό. Ο Μπιλ τον κοίταξε παραξενεμένος.
Σ αυτήν εδώ την γωνιά της γης οι άντρες πίνουν από την βρύση βλέπετε δεν είμαστε μικροβιολογικοί, πρωτευουσιάνοι της ανατολικής ακτής να αγοράζουμε εμφιαλωμένα.

Ωστόσο όσο παράξενο κι αν του φάνηκε το αίτημα του Τζέσυ, ο Μπιλ άνοιξε πάλι το μαγαζί του και πούλησε ένα μπουκάλι νερό στον Τζέσυ. Ναι, τα λεφτά που είχε καταφέρει ο Τζέσυ να ανακαλύψει κάνοντας ανασκαφές σε ολάκερο το φτωχικό του του έφτασαν για ένα μπουκάλι νερό. Ο Μπιλ λοιπόν πούλησε κείνο το μοιραίο μπουκάλι, κατέβασε ρολά και έφυγε.

Αργότερα απαντώντας σε ερώτηση του σερίφη Τόμας Μπράουν, ο Μπίλ διαβεβαίωσε τις αρχές ότι το μπουκάλι εκεί που είχε πουλήσει στον Τζέσυ περιείχε αγνό καθαρό μεταλλικό νερό από το Τσόκτοου Κρήκ του Κολοράντο. Ο Μπιλ όμως δεν είδε ποτέ τον Τζέσυ να πινει απο εκείνο το μπουκάλι. Βιαστικά έκλεισε το μαγαζί του και έφυγε. Σε ερώτηση του σερίφη πως του είχε φανεί ο Τζέσυ ο Μπιλ είχε απαντήσει: ”μεθυσμένος όπως πάντα άλλωστε”. Δεν διέφερε σε τίποτα η κατάσταση του απο τα συνηθισμένα γι αυτό και ο Μπιλ δεν ανησύχησε μαζί του.

Το βέβαιο πάντως ειναι ότι ο Μπιλ ήταν ο πρώτος που βρήκε τον Τζέσυ νεκρό όταν το άλλο πρωί πήγε να ανοίξει το μαγαζί του. Ο Τζέσυ κειτόταν ακριβώς μπροστά στην είσοδο του καταστήματος και αληθινά δεν ήταν καθόλου ευχάριστο το θέαμα που παρουσίαζε. Σαν ένα γιγάντιο έντομο που κάποιος το χει πατήσει με το παπούτσι του και κολυμπάει στην λύμφη του έτσι κι ο Τζέσυ με την κοιλιά ανοιγμένη και τα σπλάχνα του χυμένα έξω κολυμπούσε σε σε ένα υγρό που έμοιαζε με αίμα ανάκατο με μπύρα. Ο τόπος ολόκληρος σε ακτίνα πολλών μέτρων βρωμούσε όχι μόνο σήψη αλλά και αλκοόλ. Στα χέρια του ο Τζέσυ κρατούσε ακόμα εκείνο το μπουκάλι νερό που του χε πουλήσει το προηγούμενο βράδυ ο Μπιλ. Αλλά το μπουκάλι ήταν άδειο. Γρήγορα μαζεύτηκε όλο το χωριό και τα νεα διαδόθηκαν ταχύτατα σε ολόκληρη την κομητεία. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το μυστήριο. Πως τελικά είχε πεθάνει ο Τζέσυ; Η προφανής απάντηση ήταν απο το αλκοόλ και πράγματι αυτό απέδειξε και νεκροψία.

Ο Τζέσυ είχε καταναλώσει πάνω απο 40 λίτρα μπύρας έτσι που το στομάχι του έσκασε η κοιλιά του άνοιξε και το αλκοόλ πλημμύρισε τα εσωτερικά του όργανα. Πως όμως είχε καταφέρει ενας άνθρωπος να πιει μια τόσο μεγάλη ποσότητα από την στιγμή μάλιστα που δεν είχε επισκεφτεί καμία πάμπ το τελευταίο βράδυ της ζωής του; Οι μαρτυρίες όλων των ανθρώπων που διέθεταν καταστήματα στην περιοχή κατέληγαν στο συμπέρασμα ‘ότι ο Τζέσυ δεν είχε αγοράσει ούτε ένα μικρό ποτήρι μπύρας εκείνο το βράδυ.

Η επίλυση λοιπόν του μυστηρίου απαιτούσε αστυνομική έρευνα. Ο σερίφης ωστόσο δεν ανακάλυψε τίποτα στο σπίτι του Τζέσυ τίποτα που να εξηγεί το μυστήριο. Ούτε λεφτά βρέθηκαν πουθενά πράγμα που επιβεβαίωνε τις μαρτυρίες ότι ο Τζέσυ δεν είχε αγοράσει ούτε ένα ποτήρι μπύρα το τελευταίο βράδυ της ζωής του. Γρήγορα ο σερίφης παράτησε την έρευνα και ξαναγύρισε στην αγαπημένη του ασχολία: το κάπνισμα στριφτών τσιγάρων με τα πόδια πάνω στο γραφείο. Εγώ όμως συνέχισα με επιμονή και αυτό που ανακάλυψα με έκανε να αναθεωρήσω την κοσμοθεωρία μου γύρω από το τι υπάρχει τελικά πίσω από το ορατό σύμπαν. Ήδη φαντάζομαι θα καταλάβατε τι εννοώ. Παίρνοντας την άδεια από το σερίφη Τόμας Μπράουν επιχείρησα την προσωπική μου έρευνα στο σπιτάκι του Τζέσυ. ΄

Όπως και όλοι οι προηγούμενοι που είχαν ψάξει τον μικρό αυτό χώρο έτσι κι εγώ γρήγορα απογοητεύτηκα. Η μέρα όμως ήταν ζεστή και δίψασα. Άνοιξα την βρύση λοιπόν και έβαλα το κεφάλι μου απο κάτω να πιω. Η βρύση έτρεχε νερό αλλά με κάποια περίεργη γεύση που μου θύμιζε ποτό. Επιπλέον το υγρό αυτό πράγματι μύριζε αλκοόλ. Πήρα δείγμα και το έστειλα στο χημείο της κομητείας.

Η απάντηση ήρθε μετά απο μερικές ημέρες και επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. Υπήρξε κάποια μέρα που από τη βρύση του Τζέσυ έτρεχε μόνο αγνή παγωμένη ξανθιά μπύρα. Το μυστήριο είχε λυθεί εν μέρει. Το συζητήσαμε με τον σερίφη και καταλήξαμε σε αυτό: για κάποιο άγνωστο λόγο η βρύση του Τζέσυ εκείνο το τελευταίο βράδυ της ζωής του έβγαζε μόνο μπύρα και καθόλου νερό. Έτσι εξηγούνταν τα 40 λίτρα μπύρας που σύμφωνα με τον ιατροδικαστή είχε καταναλώσει ο Τζέσυ το τελευταίο εκείνο βράδυ της ζωής του.

Πως μπορεί όμως μια βρύση να βγάζει μπύρα αντί για νερό; Νέος γύρος ερευνών ξεκίνησε σε ολόκληρη την κομητεία αλλά απέβη άκαρπος. Κανείς δεν είχε κάνει μια τέτοια δολιοφθορά. Αν βρισκόταν κάποιος τότε θα αντιμετώπιζε την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Αναγκαστικά λοιπόν ο σερίφης έκλεισε την υπόθεση και ο φάκελος: θάνατος Τζέσυ Γουέιλς τοποθετήθηκε στο ράφι. Εγώ όμως τώρα πια είμαι βέβαιος πως ξέρω και σας προειδοποιώ: να προσέχετε τι εύχεστε…

* Ο Γιώργος Σταφυλάς έχει δημοσιεύσει τρία αστυνομικά μυθιστορήματα με τον ίδιο ήρωα ( Συγκάλυψη 2018, Κύκλωμα2019, Προσωπική υπόθεση2020) και ένα δυστοπικό μυθιστόρημα φαντασίας Outlaw 2021.