/Γιάννης Σπάθας, ο Έλληνας «Χέντριξ»

Γιάννης Σπάθας, ο Έλληνας «Χέντριξ»

Στην Ελλάδα, οι σολίστ που έχουμε θαυμάσει, από τον Μανώλη Χιώτη μέχρι τον Πετρολούκα Χαλκιά, προέρχονται κυρίως από τον χώρο της λαϊκής και της δημοτικής παράδοσής μας. Ελάχιστοι από άλλα μουσικά είδη, και σίγουρα κορυφαίος ανάμεσά τους υπήρξε ο σπουδαίος κιθαρίστας που έφυγε προχθές από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών, ο Γιάννης Σπάθας. Ιδρυτικό μέλος του θρυλικού ροκ συγκροτήματος Socrates Drank the Conium, δεν ήταν απλώς εκείνος που έκανε τα εντυπωσιακά σόλο. Ο Γιάννης Σπάθας διέθετε πληθωρικό ταλέντο, εξαιρετική δεξιοτεχνία αλλά και ανοιχτό νου σε μια εποχή που αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Θέλησε να παίξει σαν τον Τζίμι Χέντριξ, επηρεάστηκε πολύ από την ηπειρώτικη παράδοση, και ειδικά από τον Τάσο Χαλκιά, και το απέδειξε στο υπέροχο «Mountains» – σε μια εποχή που τα στερεότυπα των οπαδών του ροκ ήταν εντελώς διαφορετικά.

Αυτά δεν τον εμπόδισαν να ξανοιχθεί σε ποικίλα είδη του ελληνικού τραγουδιού και της μουσικής, ποτίζοντας με το ταλέντο του τον ήχο μεγάλων δημιουργών. Απολάμβανε τον σεβασμό όλων: των ροκάδων της δεκαετίας του ’70, των κορυφαίων δημιουργών (Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Μαρκόπουλος, Διονύσης Σαββόπουλος, Ελένη Καραΐνδρου) αλλά και των τραγουδιστών (Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Νταλάρας, Χαρούλα Αλεξίου, Ελένη Βιτάλη, Τάνια Τσανακλίδου, Βασίλης Λέκκας, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Μανώλης Λιδάκης κ.ά.) Μουσικός, συνθέτης και εξαιρετικός ενορχηστρωτής, το 1989 γράφει μουσική για δέκα τραγούδια σε στίχους του Ευγένιου Αρανίτση με ερμηνευτή τον Βασίλη Λέκκα και το 1992, με τους ίδιους συντελεστές, ακολουθούν τα «Κλασικά εικονογραφημένα».

Είχε γοητεία, ευγένεια και γενναιοδωρία ο Γιάννης Σπάθας.

Πάντα χαμογελαστός, πράος, κάπως απόμακρος, καλοδιάθετος, με χιούμορ, ειδικά όταν θυμόταν περιστατικά από συναυλίες και συνεργασίες. Η Μαρία Φαραντούρη, με την οποία συνεργάζονταν στις συναυλίες της στο εξωτερικό από το 1977, ξεχώρισε τον ήχο των Socrates και πάντα μιλούσε με ενθουσιασμό για τον Σπάθα.

Οπως και ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος θαύμαζε τη δεξιοτεχνία του. Το ίδιο και η Χάρις Αλεξίου και ο Σταύρος Λάντσιας, που το 2002 έγραψε «Το μπλουζ του Σπάθα». Ακόμη και τα πιο τολμηρά του σόλο δεν είχαν επιθετικότητα, αλλά τόλμη, πειραματισμό και ανοιχτοσύνη.

«Μας πιάνει μια γλύκα όταν διαπιστώνουμε ότι τα τραγούδια των “Socrates” δεν τα εισπράττουν σαν κάτι ρετρό, αλλά σαν κάτι που έχει λόγο ύπαρξης», είχε πει ο Σπάθας το 2003 σε συνέντευξή του στη Ρουμπίνη Σούλη («Ριζοσπάστης»). «Ισως αυτό να πηγάζει από το ότι προσπαθήσαμε στα τραγούδια μας να υπάρχει και η τεχνική. Πώς έπαιζαν παλιά οι ρεμπέτες τα ταξίμια; Τώρα, έχεις ακούσει στα τραγούδια να παίζουν ταξίμια; Το θεωρούν χάσιμο χρόνου. Ομως, αυτό είναι αγαλλίαση να το νιώθεις. (…) Στη δεκαετία του ’70 οι μουσικοί εκφράζονταν τελείως ελεύθερα πάνω στις φόρμες του ροκ. Ηταν χρόνια που μπορούσες να παίξεις και σόλο, το κομμάτι να γίνει και ένα λεπτό, που μπορούσες ν’ αλλάξεις τους ρυθμούς ανάμεσα. Αυτά πλέον έχουν κατά κάποιον τρόπο καταργηθεί».

Μέχρι τα 13 του έζησε στους Παξούς. Στην Αθήνα σαν ήρθε η οικογένεια το 1962, γνώρισε πρώτα τον Αντώνη Τουρκογιώργη, έγιναν φίλοι και άρχισαν να δίνουν μικρές συναυλίες. Ωσπου άκουσε στο ραδιόφωνο τον Γιάννη Πετρίδη να μιλάει για ένα καινούργιο συγκρότημα. «Δεν έδωσα σημασία, μέχρι που ακούω τον Χέντριξ να παίζει και μένω άφωνος. (…) Εκείνη τη στιγμή έβαλα στόχο να μάθω να παίζω σαν κι αυτόν», είχε εκμυστηρευτεί στη Μιχαέλα Πρίντσιγκερ (diablog.eu).

Σε άλλη διήγησή του στον Χρίστο Βασιλόπουλο («Μηχανή του χρόνου») εξηγεί ότι για να μάθει να παίζει τα ροκ τραγούδια στην κιθάρα του, πήγαινε καθημερινά και τα άκουγε σε ένα σουβλατζίδικο στον Πειραιά και έπειτα επέστρεφε σπίτι, στου Ρέντη, προσπαθώντας να τα θυμηθεί στην κιθάρα του. «Στο σπίτι έπαιζα Χέντριξ, η γιαγιά μου δεν άντεχε, έπαθε νευρική κρίση». Μελετούσε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στη γειτονιά, το οποίο δεν είχε ούτε ρεύμα. Μια ημέρα τελείωσαν οι μπαταρίες στο πικάπ και ο δίσκος άρχισε να «κλαίει», «αλλά αυτό με βοήθησε να κατανοήσω πώς έκανε βιμπράτο ο Χέντριξ».

Πάντα μιλούσε για τον ήχο του κλαρίνου του Τάσου  Χαλκιά. Ο Σπάθας είναι ο μεγαλύτερος κιθαρίστας που έχουμε στην Ελλάδα.

Τον είχε ξεχωρίσει και το Billboard», μας λέει ο κουμπάρος του, Δημήτρης Παπαδημητρίου. Οπως ότι «τον είχαν ζητήσει οι Yes, αλλά αρνήθηκε να τους ακολουθήσει». Την τελευταία φορά που τον είδε, «είχε καλή διάθεση. Μάλιστα έπαιξαν για λίγο με τον μεγάλο του γιο. Ο Νίκος παίζει ακριβώς όπως εκείνος. Ο Γιάννης ήταν αγγελική ψυχή».

Καθημερνή