/Φιλμ νουάρ

Φιλμ νουάρ

Γράφει ο Δημοσθένης Δέπος

Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, όταν είδα στην τηλεόραση το πρώτο φιλμ νουάρ στη ζωή μου. Θυμάμαι ακόμα τη σκηνή, όπου ο ήρωας οδηγεί σ’ έναν ερημικό δρόμο και πέφτει χιόνι πυκνό. Κλείνει τότε τους ϋαλοκαθαριστήρες κι οδεύει στον όλεθρο.

Η συνταγή του νουάρ ήταν απλή: ένας αντιήρωας μπλεγμένος σε αδιέξοδα, μία μοιραία χειριστική γυναίκα, ένα καλό κορίτσι ερωτευμένο με τον αντιήρωα κι ένας αφοσιωμένος διώκτης του εγκλήματος.

Το ντεκόρ περιλάμβανε ένα τσιγάρο στο δεξί χέρι κι ένα ουίσκι στ’ αριστερό. Υπήρχε μόνιμα έντονη νύχτα, ένα παλιό Φορντ κι ένα 38άρι σπέσιαλ. Όλα αυτά ήταν ντυμένα με μαυρόασπρη εικόνα, σκίαση στη φωτογραφία, υποβλητική μουσική και το σήμα κατατεθέν τους, το φλας μπακ, δηλαδή την παρεμβολή σκηνής από το παρελθόν.

Το φιλμ νουάρ σου άφηνε, ως επίγευση, αυτό που σου διδάσκει η ίδια η ζωή: ότι τα πλούσια όνειρα καταλήγουν τις περισσότερες φορές φτωχοί εφιάλτες. Ενείχε έναν υποδόριο διδακτισμό για τους πολλούς. Έφερε στην επιφάνεια του εικοστού αιώνα αυτό, που οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες δίδαξαν στην οικουμένη: ύβρις, άτις, νέμεσις,τίσις.

Γι’ αυτούς που θεωρούν τον κινηματογράφο ως την τέχνη των τεχνών, το νουάρ είναι κάτι σαν τα τέσσερα ευαγγέλια, κάτι σαν τον Ντοστογιέφσκι στην πεζογραφία.

Είχε κοφτερούς διαλόγους και σφιχτοδεμένο σενάριο, που βασιζόταν συχνά σε πετυχημένες νουβέλες. Ο Χάμετ, ο Τσάντλερ κι ο Κέϊν ήταν οι μεγάλοι χορηγοί. Από κοντά κι ο δικός μας, ο Μπεζερίδης.

Το είδος άκμασε μετά το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου και βασίστηκε στην μη προοπτική και στην απομόνωση, που αυτός επέφερε σε μέρος της
αμερικανικής κοινωνίας. Στο νουάρ ο αμοραλισμός κι η διαφθορά ήταν φυσική επιλογή και μέθοδοι επιβίωσης και γρήγορης ανέλιξης.

Στο Χόλιγουντ έγιναν αρκετές φιλότιμες προσπάθειες αναβίωσης αυτών των ταινιών των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Με καινούργια σενάρια – βασισμένα στα παλιά – ή με απλά ριμέικ (επανεκδόσεις). Κάτι το έγχρωμο κάτι η αναπόφευκτη απόδραση της εποχής κάτι οι αδιάφορες ερμηνείες, η μαγεία είχε χαθεί. Οι διακριτές εξαιρέσεις ήταν δυσανάλογες με τον συνολικό όγκο. Τα παιδιά και τα εγγόνια δεν έφτασαν ποτέ τους παππούδες και τις γιαγιάδες…