Για κάποιους κοινό μυστικό, για άλλους ιστορική ασέβεια, ο Πάνος Βλάχος το έκανε ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ο Παναγιώτης Μένεγος μίλησε μαζί του, με τον πρωταθλητή Δημήτρη Θεοδωρακάκο αλλά και τον ερευνητή Ντον Μακ Φαίηλ.
Ένα κράτος-βασίλειο, σχεδόν νεογέννητο, με δομική ανάγκη να βρει τους μύθους που θα συγκροτήσουν την εθνική του ταυτότητα. ‘Ενα παλάτι, επίσης σε αναζήτηση των θριάμβων που θα ενισχύσουν το κύρος και την αποδοχή του. Ένας οικουμενικός θέσμος, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σε πρεμιέρα αναβίωσης κι ένα αγώνισμα, ο Μαραθώνιος, φορτωμένο με νοήματα και προσδοκίες σύνδεσης με μια αρχαία κληρονομιά αόριστα χαμένη στο πολύ μακρινό παρελθόν. Ένας πρωταγωνιστής από το πουθενά, ο Σπύρος Λούης, με ταπεινή καταγωγή κι ανύπαρκτο αθλητικό βιογραφικό που από άσημος νερουλάς έγινε λεωφόρος, στάδιο, θρύλος της ολυμπιακής ιστορίας. Κι ο αντίπαλός του, Χαρίλαος Βασιλάκος, ένας αστός-συνεπής σπόρτσμαν σε όλη του τη ζωή που φώναξε ότι αδικήθηκε αλλά κανείς δεν τον άκουσε μέσα στα πανηγύρια.
Η ιστορία τα έχει όλα. Δόξα και ίντριγκα, πάθη και μυστικά, σύμφωνα με κάποιους ακόμα κι έρωτα ή μεταφυσική. Πιθανώς κι απάτη. Δύσκολα θα μπορούσε να τη συλλάβει ένας σεναριογράφος, μερικές φορές η τέχνη όσο και να προσπαθεί δε γίνεται να μιμηθεί τη ζωή. Γι’ αυτό κι ο ηθοποιός (και μουσικός) Πάνος Βλάχος γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της μυθοπλασίας. «Το ντοκιμαντέρ έσκασε κυριολεκτικά στα χέρια μου. Ετοιμάζαμε με τον Γιάννη Σαμαρά και την Ιωάννα Τριανταφυλλίδου ένα σενάριο για fiction ταινία με ήρωες μια ημιπαράνομη συμμορία παιδιών στην Αθήνα της Ολυμπιάδας του 1896. Γνώριζα ότι υπήρχε debate γύρω από την πρωτιά του Λούη, αλλά δεν το είχα ψάξει σε βάθος. Κάπως έτσι, πηγαίνοντας από ιστορία σε ιστορία, κατέληξα να κάνω ταινία τεκμηρίωσης».
Το ντοκιμαντέρ Εφτά Λεπτά Ψυχής έκανε πρεμιέρα στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας * Νύχτες Πρεμιέρας, φιλοδοξώντας να βρει κατόπιν τον δρόμο του προς τις αίθουσες. Καταφέρνει με έναν αρκετά διακριτικό τρόπο να αναμετρηθεί με έναν εθνικό μύθο όπως η πρωτιά του Σπύρου Λούη στου Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, τους πρώτους της σύγχρονης εποχής. Κλείνοντας επί 75 λεπτά το μάτι στον θεατή (ακόμα κι ο τίτλος σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται) χωρίς να διακινδυνεύσει μια ξεκάθαρη θέση, παρέχοντας όμως υλικό και μαρτυρίες για να σχηματίσει ο καθένας τα συμπεράσματά του.
Το χρυσό μετάλλιο του Σπύρου Λούη είναι αμφιλεγόμενο. Κάτι που αποτελεί κοινό μυστικό στο δρομικό κίνημα κι αστικό μύθο που επιβιώνει εδώ κι 124 χρόνια για τους μη μυημένους.
Στο πρώτο μέρος του doc ο Βλάχος ξεδιπλώνει τη διαχρονική ακολουθία των βασικών ενστάσεων: ο Λούης ήταν ουρανοκατέβατος – 5 μέρες πριν τον επίσημο αγώνα, είχε τρέξει σε έναν προκριματικό διανύοντας την απόσταση σε 20 (!) λεπτά περισσότερα – ο Βασιλάκος που τερμάτισε δεύτερος είπε ότι δεν τον προσπέρασε ποτέ κανείς.
Μπροστά στην κάμερα κάθονται δημοσιογράφοι που έχουν καλύψει τον στίβο όπως ο Νίκος Τσώνης κι ο Γιάννης Μαμουζέλος, η πρώην κολυμβήτρια (με συμμετοχή σε δύο Ολυμπιάδες) Τόνια Μαχαίρα, ο υπερμαραθωνοδρόμος Γιάννης Κούρος (με ακατάρριπτο χρόνο 20 ώρες και 25 λεπτά στα 246 χιλιόμετρα του Σπάρταθλου), o πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Μαραθωνίων και Μεγάλων Αποστάσεων (AIMS), Πάκο Μποράο, o δρ. Γιάννης Πιτσιλαδής (καθηγητής Sports & Medicine στο Πσνεπιστήμιο του Μπράιτον) κι άλλοι. Ανάμεσά τους κι ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ο εγγονός του Ολυμπιονίκη, με ιερό σκοπό να αποκαταστήσει την αλήθεια και το πραγματικό βάρος της κληρονομιάς του παππού του.«Στην πορεία της έρευνας, ήρθα αντιμέτωπος με αντικρουόμενες πληροφορίες. Ο καθένας από όσους μίλησα έχει μια συγκεκριμένη άποψη. Κάθισα απέναντί τους παίζοντας τον αντίθετο ρόλο με σκοπό να ταρακουνήσω την βεβαιότητά τους. Γι’ αυτό, ως ένα σημείο, προσέγγισα την υπόθεση επιστημονικά, αθλητικά, ακόμα και θεολογικά – για να καλύψω όλες τις εξηγήσεις που έχουν κατά καιρούς δωθεί», λέει ο Πάνος Βλάχος.
Το Εφτά Λεπτά Ψυχής είναι ένα μοντέρνο ντοκιμαντέρ, πολύ κοντά στη λογική/αισθητική του Netflix. Χρησιμοποιεί πολλά γραφικά ως explainers για να κόψει δρόμο (pun intended) στην αφήγηση και βγάζει μπροστά τον ίδιο τον storyteller στο δεύτερο μέρος του.
Εκεί που ο Πάνος Βλάχος μαζί με τον πρωταθλητή μεγάλων αποστάσεων, Δημήτρη Θεοδωρακάκο, τρέχει δύο φορές την απόσταση του μαραθωνίου σε διάστημα πέντε ημέρών προσπαθώντας να αναπαραστήσει όσο πιο πιστά γίνεται τις συνθηκες της κανονικής διαδρομής στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού.
«Μέχρι να καταλήξουμε, άλλαξα 2-3 φορές την ταινία. Αποφάσισα να κάνω το πείραμα, καταρχάς γιατί ο χρόνος μου είναι πολύ κοντά σε εκείνον του Λούη. Άρα είχε νόημα η προσομοίωση. Στο να λειτουργήσει όλο αυτό, βοήθησε πολύ η μουσική του Κώστα Χρηστίδη – είναι καθοριστική για την ατμόσφαιρα της ταινίας». Το εύρημα μοιάζει όντως παρακινδυνευμένο, αλλα τελικά επιτυγχάνει να δημιουργήσει σασπένς. Σε κάνει να ξεχνάς για λίγο αν «έκλεψε ο Λούης;» και να αναρωτιέσαι αν «θα τα καταφέρει ο Βλάχος;».
Ο λόγος στον Δημήτρη Θεοδωρακάκο με τις πολυάριθμες διακρίσεις στο παλμαρέ του. «Η διαδρομή τότε ήταν 38 χιλιόμετρα και κάτι. Όχι ακριβώς 42.195 μέτρα που είναι σήμερα. Υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η βελτίωση του χρόνου κατά 20 λεπτά μπορεί και να γίνεται. Ας πούμε ότι είτε έτρεξε τον προκριματικό πολύ χαλαρά, είτε πήγε με εντελώς λάθος στρατηγική. Αλλά πρόλαβε να την διορθώσει μέσα σε 5 μέρες; Μην ξεχνάμε ότι η προπονητική και η επιστημονική υποστήριξη στους δρομείς ήταν σε εμβρυακό στάδιο τότε. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί βέβαια είναι ότι οι άνθρωποι της εποχής ήταν πολύ πιο σκληραγωγημένοι, αφού έκαναν μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια. Δεν ήταν τόσο μεγάλο το χάσμα μαραθωνοδρόμων-απλών ανθρώπων, όπως είναι σήμερα».
Δεν είναι δίκαιο να κάνω στον Πάνο Βλάχο την ερώτηση για το τι πιστεύει ότι έγινε, επομένως το αποφεύγω. Τι έχει όμως γι’ αυτον μεγαλύτερη σημασία; Να συντηρηθεί ένας αιωνόβιος μύθος ή να αναζητηθεί πάση θυσία η αλήθεια; «Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία. Ο στόχος μου ήταν να διαβάσω ξανά την Ιστορία και να εξετάσω τι μπορούμε να μάθουμε από το ίχνος της. Και να πω μια δική μου ιστορία που θα μας κάνει καλύτερους. Θα μας κάνει να ξεβολευθούμε και να αλλάξουμε ενδεχομένως γνώμη. Από την άλλη, επειδή είμαι ενεργός σε αυτόν τον χώρο, η ταινία είναι η δική μου “ερωτική επιστολή” στον μαραθώνιο», είναι η διπλωματική απάντηση στην οποία έχει σαφέστατο δικαίωμα ως δημιουργός.
«Όλοι ξέρουν τι έγινε αλλά δεν το λένε δυνατά. Παρότι έχουν περάσει 124 χρόνια, το να αποκαλύψεις την αλήθεια για τον Σπύρο Λούη είναι σαν να λες σε ένα παιδί ότι δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης»
Ο Ντον Μακ Φαίηλ όμως ψάχνει την αλήθεια. Εδώ και σχεδόν 50 χρόνια. Γεννήθηκε στο Λονδίνο, προσδιορίζεται ως «Σκωτσέζος κι όχι Βρετανός», παντρεύτηκε Ελληνίδα με καταγωγή από τη Λακωνία. «Για την ιστορία πρωτοάκουσα στο χωριό της γυναίκας μου. Στην αρχή πίστευα ότι ήταν τοπικιστικές υπερβολές, επειδή η οικογένεια Βασιλάκου επίσης κατάγεται από εκεί. Ξεκίνησα όμως να ασχολούμαι εκτενώς και είδα ότι η υπόθεση έχει ψωμί. Έχω ανατρέξει σε εκατοντάδες πηγές, στην πορεία μάλιστα ήρθα και σε επαφή με τον Κωνσταντίνο Βασιλάκο, γιο του Ολυμπιονίκη. Πολύ αργότερα, είχα πολύτιμη βοήθεια κι από τον έμπειρο Θάνο Κουτσικόπουλο που υπήρξε κριτής σε 7 Ολυμπιάδες (από το 1956 ως το 1980)».
Το αποτέλεσμα της έρευνάς του Μακ Φαίηλ, που χρονολογείται από τη δεκαετία του ’70, είναι και το περιεχόμενο του βιβλίου Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η Αμφιλεγόμενη Πρωτιά του Σπύρου Λούη (εκδ. Αδούλωτη Μάνη, 2012). Δεν είναι η μοναδική καταγεγραμμένη αμφισβήτηση, ο ίδιος αναφέρει πώς «π.χ. την παραμονή των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ το 1988, είχε διατυπώσει τις επιφυλάξεις του με εκπομπή στην ΕΡΤ2 ο δημοσιογράφος, πρώην αθλητής και μετέπειτα βουλευτής, Γιάννης Δημαράς» (Δυστυχώς, το βίντεο δεν υπάρχει πουθενά στο YouTube).
«Όλοι ξέρουν τι έγινε αλλά δεν το λένε δυνατά. Παρότι έχουν περάσει 124 χρόνια, το να αποκαλύψεις την αλήθεια είναι σαν να λες σε ένα παιδί ότι δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης». Και συνεχίζει: «Η ελληνική πλευρά επιθυμούσε διακαώς ένα μετάλλιο στον στίβο που δεν είχε έρθει μέχρι εκείνη την ημέρα. Φοβούνταν όμως τον αυστραλό Φλακ που τα είχε πάει πολύ καλα σε άλλα αγωνίσματα. Ο Φλακ εγκατέλειψε όμως στους Αμπελόκηπους, διευκολύνοντας τα πράγματα. Για να είμαστε ακριβείς, το παλάτι ήταν που επιθυμούσε διακαώς αυτόν τον εθνικό θρίαμβο. Κι ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, προερχόμενος από οικογένεια που ήταν όλοι “άνθρωποι του παλατιού¨, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να το πετύχει. Αφενός μεν γιατί είχε τον Λούη ιπποκόμο του στον στρατό κι αφετέρου γιατί ουσιαστικά διαξήγαγε μόνος του τον αγώνα. Δεν υπάρχαν επίσημοι κριτές, τη διαδρομή παρακολουθούσαν ελάχιστοι καβαλάρηδες, δικοί του άνθρωποι, και 3 δημοσιογράφοι. Τα δε μέρη από τα οποία πέρασε η κούρσα ήταν ερημιές, καμία σχέση με το σήμερα – η Αγία Παρασκευή το πολύ να είχε 40 κατοίκους». Στην ερώτηση «τι συνέβη τελικά;» είναι κατηγορηματικός: «Πιστεύω ότι τον πέρασαν μπροστά. Με κάποιο μέσο, ας πούμε πάνω σε ζωό ή σε αμάξα. Ίσως και δύο φορές μάλιστα».
Κάπου εκεί συγκλίνει κι ο Δημήτρης Θεοδωρακάκος. «Ο Λούης έφτασε πρώτος, αλλά ήταν ο νικητής; Περισσότερο μου φαίνεται ότι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή για να εξυπηρετήσει έναν συγκεκριμένο σκοπό. Από την προηγούμενη και μετέπειτα πορεία του δεν προκύπτει ότι είχε αθλητική παιδεία, ίσως δεν του φαινόταν και τόσο λάθος το να κλέψει. Ίσως να ενήργησε μόνος του και μετά να τον κάλυψαν για να μην εκτεθούν και να μη ρεζιλευθεί κι ο ίδιος».
Κάθε απαντηση, φυσικά, δημιουργεί ακόμα περισσότερα ερωτήματα και θεωρίες (συνωμοσίας ή μη). Μη νομίζετε ότι δεν υπάρχουν στα υπόγεια του ίντερνετ επικοί διαξιφισμοί ανάμεσα σε υποστηρικτές της μίας ή της άλλης πλευράς. Μια εύλογη απορία είναι αφού ο Βασιλάκος τερμάτισε πρώτος, γιατί δεν γύρισε τον κόσμο ανάποδα για να βρει το δίκιο του; «Θα ήταν πολύ διαφορετικά σαφώς τα πράγματα αν ο δεύτερος δεν ήταν Έλληνας. Θα υπήρχε άλλης έντασης καταγγελία από κάποιον ξενο. Κάτι που συνέβη με τον ούγγρο Κέλνερ που κατηγγειλε τον έλληνα Μπελόκα (σ.σ. μοιάζει με το εξιλαστήριο θύμα της υπόθεσης) και τελικά πήρε την τρίτη θεση, ίσως για λογους διπλωματίας. Ο Βασιλάκος μέσα στον πανζουρλισμό δεν θέλησε να υποστηρίξει το δίκιο του κι ανέβηκε κανονικά στο βάθρο (που φιλοξενούσε τότε όχι 3 , αλλά μόνο τους 2 πρώτους)». Ένας άλλος συνομιλητής μου που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του, επιβεβαίωσε τα παραπάνω προσθέτοντας ότι ο Βασιλάκος ήταν επίσης «βασιλικός» κι εξυπηρέτησε με τη σιωπή του τον σκοπό του παλατιού.
Η κριτική πάντως υπήρξε εκκωφαντική. Τα ποιήματα του Γεώργιου Σουρή στον «Ρωμιό» είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ενώ η εφημερίδα «Ημέρα» κυκλοφόρησε με τίτλο «Τις ο αληθής νικητής;». Ο Σπύρος Λούης έγινε σε ένα βράδυ σταρ, εθνικός ήρωας. Του έταξαν άπειρα δώρα οι «χορηγοί της εποχής»: από χρυσή αλυσίδα μέχρι δωρεάν καφέδες κι από κυνηγετική καραμπίνα ως ραπτομηχανή. Σχεδόν κανένας δεν τήρησε τις υποσχέσεις του. Το 1925 μπήκε στη φυλακή για πλαστογραφία, βγήκε με πολιτικές παρμβάσεις, παρέμεινε όμως ολυμπιακό icon. Και κάπως έτσι βρέθηκε να μπαίνει πρώτος στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, δίνοντας κλαδί ελιάς στον Χίτλερ στην Ολυμπιάδα του 1936. Η ατάκα «τι χαμπάρια Φύρερ μου;», διασώζεται ως ιστορικό ανέκδοτο, κανείς δεν ήξερε φυσικά τη θηριωδία που θα ακολουθούσε. Ο Λούης υπήρξε, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, γρανάζι για να γυρίσει ο τροχός της ιστορίας. Δεν ξανασχολήθηκε ποτέ με τα σπορ, την ίδια στιγμή που ο Βασιλάκος υπήρξε ενεργός μέχρι το τέλος της ζωής του ακόμα και στον σχηματισμό του ΣΕΓΑΣ.
Μετά την οικογενειακή προβολή πριν λίγες μέρες στον Δαναό, κάποιος άλλος με γνώση της ιστορίας μου είπε -επίσης ανώνυμα- ότι το ανάστημα των δύο ανδρών αντανακλάται και στον τρόπο που οι οικογένειές τους διαχειρίστηκαν τα «ασημικά» των διακρίσεών τους. «Ο Βασιλάκος κι ο Λούης είναι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες περιπτώσεις. Κάποιος μπορεί να πει ότι ο Λούης βγήκε 1ος στην Ολυμπιάδα κι έσχατος στη ζωή του, κι ο Βασιλάκος το αντίθετο. Ίσως είναι σωστό αυτό, από την άλλη όμως ο αθλητής δεν είναι απαραίτητα και μέντορας», είναι το συμπέρασμα του Πάνου Βλάχου. Όχι ισχυρότερο πάντως από αυτό που του είπε ο Γιάννης Κούρος, σημειωτέον από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της καθαρής νίκης του Λούη:
«Ως λαός, μας αρέσει η παγαποντιά, η εύκολη λύση».
Παναγιώτης Μένεγος