/Άννα Εμμανουήλ: Το “Εστί Ηδονή” είναι η γραφή της σάρκας και του πνεύματος όταν τολμούν να μιλήσουν με το ίδιο στόμα
Emmanouilann

Άννα Εμμανουήλ: Το “Εστί Ηδονή” είναι η γραφή της σάρκας και του πνεύματος όταν τολμούν να μιλήσουν με το ίδιο στόμα

Η Άννα Εμμανουήλ απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της πρώτης της ποιητικής συλλογής “Εστί ηδονή”.

1.Κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική σας “Εστί Ηδονή” από τις εκδόσεις ΑΩ. Πώς θα τη περιγράφατε συνοπτικά; 

Το Εστί Ηδονή είναι η γραφή της σάρκας και του πνεύματος όταν τολμούν να μιλήσουν με το ίδιο στόμα. Είναι το ανομολόγητο που βρίσκει φωνή, η προσευχή που φοράει το σώμα της επιθυμίας, το σώμα που γίνεται προσευχή. Είναι ένας ψαλμός στον έρωτα, στην απώλεια, στην έκσταση και στην κάθαρση, εκεί όπου η οδύνη και η ηδονή σμίγουν και δεν ξεχωρίζεις πια ποια είναι η μία και ποια η άλλη.

Το περιγράφω σαν μια λειτουργία της ύπαρξης, μια λιτανεία όπου κάθε ποίημα είναι και ένας σταθμός της ψυχής που βαδίζει από το σκοτάδι προς το φως, όχι χωρίς τραύματα, μα με το βλέμμα καθαρό.

2. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης; 

Θα ήθελα ο αναγνώστης, αν είναι έτοιμος να σκύψει μέσα στα νερά αυτών των λέξεων, να βρει εκεί το είδωλο του ίδιου του εαυτού του. Όχι ωραιοποιημένο, όχι ανέγγιχτο, αλλά αληθινό — με τις ρωγμές του, τις φωτιές του, τις ελλείψεις του.

Να πάρει ως απόσταγμα την αλήθεια πως η πληγή δεν είναι ντροπή, αλλά δίοδος προς το φως. Πως το σώμα και η ψυχή δεν στέκουν απέναντι, αλλά συμπορεύονται. Πως η επιθυμία για ένωση, για αγάπη, για το άπιαστο, είναι το ίδιο το αλφαβητάρι της ύπαρξης. Κι αν στο τέλος ο αναγνώστης αναστενάξει βαθιά και πει: «Ναι, κάπως έτσι αγαπώ, και κάπως παρόμοια πονώ», τότε το βιβλίο έχει εκπληρώσει το χρέος του.

3. Τελικά, ποια είναι η υπέρτατη ηδονή για εσάς; 

Η υπέρτατη ηδονή είναι το να δίνεσαι ολόκληρος. Να εκτίθεσαι, να μην κρατάς τίποτα κρυφό από αυτό που είσαι. Είναι το άλμα στο κενό της αγάπης χωρίς να φοβάσαι την πτώση. Είναι να μπορείς να πεις «εδώ είμαι», γυμνός από προσχήματα, γεμάτος από προσφορά.

Ηδονή είναι να επιτρέπεις στο φως να μπει βαθιά μέσα στα σκοτάδια σου. Να γεύεσαι τη λέξη μέχρι το μεδούλι της. Να φιλάς — όχι μονάχα το στόμα, αλλά το είναι του άλλου.Κι αν αυτή η πράξη φέρει και πόνο, τόσο το καλύτερο. Γιατί τίποτα αληθινό δεν γεννιέται χωρίς ρήξη.

4. Ο τρόπος της ποιητικής γραφής σας προσαρμόζεται στη θεματολογία; 

Η γραφή μου γεννιέται από το ίδιο το θέμα της. Όπως το νερό παίρνει το σχήμα του δοχείου, έτσι και η γλώσσα μου ακολουθεί τη μορφή του πάθους, της απώλειας, του έρωτα, της προσευχής.

Η ποίηση δεν επιβάλλεται· αποκαλύπτεται. Κάθε λέξη βρίσκει τη θέση της όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή αλλιώς δεν γίνεται. Δεν γράφω για να γράψω — γράφω όταν το άρρητο μέσα μου ζητά διέξοδο. Κι έτσι, το ύφος έρχεται ως φυσική συνέπεια της θεματικής. Όταν η σάρκα φλέγεται, οι λέξεις σπαρταρούν. Όταν η ψυχή γονατίζει, η γραφή ησυχάζει.

5. Είστε ένας πολυπράγμων άνθρωπος. Πείτε μας για τις υπόλοιπες δραστηριότητές σας και ιδιαίτερα αυτές που έχουν να κάνουν με τα άτομα με αναπηρία; 

Η ζωή μου δεν είναι μόνο ποίηση — είναι και πράξη, είναι και προσφορά. Εδώ και χρόνια υπηρετώ τον χώρο της ειδικής αγωγής και της συμβουλευτικής, συντροφεύοντας ανθρώπους που συχνά η κοινωνία αφήνει στο περιθώριο. Ιδιαίτερα με συγκινεί και με αφορά βαθιά η αναπηρία όρασης και η τύφλωση. Η τύφλωση δεν είναι έλλειψη· είναι άλλος τρόπος να βλέπεις τον κόσμο. Και η τέχνη οφείλει να είναι εκεί, παρούσα, προσβάσιμη, να απλώνει το χέρι της και σε εκείνους που δεν βλέπουν με τα μάτια, αλλά βλέπουν με τα χέρια, με την ψυχή, με την καρδιά.

Μέσα από τη δική μου εικαστική εργασία, μέσα από τη ζωγραφική και την ποίηση, οραματίζομαι και εργάζομαι για την προσβασιμότητα στην τέχνη μέσω της ανάγλυφης απόδοσης των έργων. Να μπορεί το κάθε άγγιγμα να συλλαμβάνει μια γραμμή, μια καμπύλη, έναν ρυθμό· να γίνεται το κάθε χέρι μάτι, το κάθε άγγιγμα θέαση.

Η σχέση μου με αυτά τα πρόσωπα δεν είναι δουλειά — είναι μάθημα ταπεινότητας και δύναμης. Από εκείνους μαθαίνω τι σημαίνει να στέκεσαι ακέραιος απέναντι στη δυσκολία, να συνεχίζεις να χαμογελάς, να διεκδικείς. Η επαφή αυτή είναι για μένα άλλη μια μορφή ηδονής: η ηδονή του να βλέπεις το θαύμα να ανθίζει εκεί που κανείς δεν το περίμενε.

6. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Το πρώτο ερέθισμα ήταν η ίδια η ανάγκη να υπάρξω. Να βρω έναν τρόπο να αρθρώσω την ένταση που ένιωθα μέσα μου, τις λέξεις που δεν χωρούσαν στη σιωπή. Η συγγραφή δεν ήρθε ως επιλογή, αλλά ως σωτηρία.

Ήταν το μέσο για να βάλω τάξη στο χάος, να κατανοήσω το άπιαστο, να πω αυτά που δεν τολμούσα να πω αλλιώς. Ήταν ο τρόπος να συνομιλώ με το Θεό, με τον Έρωτα, με τον Εαυτό μου…

7. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας; 

Η λογοτεχνία, για μένα, δεν είναι απλώς μια τέχνη· είναι μια πράξη πνοής. Ένα γέμισμα των πνευμόνων με το άυλο. Είναι ο τρόπος να μιλήσει το αόρατο και να ακουστεί. Να χαϊδέψει το άφατο την παρειά του κόσμου.

Δεν είναι μόνο η ιστορία που αφηγείται — είναι το ρίγος ανάμεσα στις λέξεις. Είναι το βλέμμα που μένει μετέωρο, εκεί όπου η φράση σταματά και αρχίζει η σιωπή. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει ένα ίχνος λέγοντας: «Ήρθα. Υπήρξα. Πόνεσα. Αγάπησα. Ονειρεύτηκα.»

Λογοτεχνία είναι το φιλί που δίνεις στο ακατανόητο. Η απόπειρα να αγκαλιάσεις το ανέφικτο και, μέσα από αυτή την αγκαλιά, να ψηλαφήσεις κάτι αληθινό. Είναι η μεγάλη συμφιλίωση του λόγου με την ευαισθησία, της μνήμης με το παρόν, του ονείρου με το σώμα.

Κι αν έπρεπε να την ορίσω με μία φράση, θα έλεγα:

«Λογοτεχνία είναι ο τρόπος να περάσει ο άνθρωπος μέσα από τη φωτιά και να βγει στο φως, κρατώντας στα χέρια του το δάκρυ και το άστρο.» Είναι ο τρόπος που το ανείπωτο γίνεται ορατό. Ο τρόπος που η ψυχή διαπερνά τις λέξεις και βγαίνει στο φως.

Είναι η σμίλη που χαράζει το άυλο. Το φιλί που δίνεις στο χρόνο για να τον ακινητοποιήσεις έστω για λίγο. Η λογοτεχνία δεν είναι μόνο αφήγηση· είναι κάθαρση, είναι μέθεξη. Είναι η προσπάθεια να αφήσεις πίσω σου ένα ίχνος που λέει: «Πέρασα από εδώ. Αγάπησα και Πόνεσα, μα ονειρεύτηκα αντάμα…»

8. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο; 

Ίσως γιατί έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως η λογοτεχνία είναι πολυτέλεια κι όχι ανάγκη. Ίσως γιατί ζούμε σε μια κουλτούρα εικόνας και θορύβου, όπου το βάθος φοβίζει. Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, όπως είχε πει κι ο Ελύτης, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις. Αυτό σημαίνει πώς εμείς οι νέοι ως σύγχρονοι απόγονοι και κληρονόμοι αυτή της παρακαταθήκης οφείλουμε να κουβαλάμε απάνω μας αυτό το λάβαρο της λογοτεχνίας, και μάλιστα να την ανασυνθέσουμε και την προσαρμόσουμε στο τώρα. Να πολλαπλάσιασουμε την ελιά, το αμπέλι και το καράβι, απλώνοντας την ομορφιά γύρω μας.

—η αληθινή λογοτεχνία— απαιτεί να σταματήσεις, να σταθείς, να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου. Και αυτό δεν είναι πάντοτε εύκολο. Θέλει γενναιότητα να κοιτάξεις μέσα σου. Κι ίσως αυτό λείπει περισσότερο από την εποχή μας: η γενναιότητα να αφουγκραστούμε.

9. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Το βιβλίο, σε πείσμα των καιρών, παραμένει ένα άγιο αντικείμενο. Είναι το αντίβαρο στην ταχύτητα, στην επιφανειακή πληροφορία, στην εξάντληση των αισθήσεων.

Είναι μια χειρονομία αντίστασης. Μια πράξη αργής, συνειδητής απόλαυσης. Το βιβλίο ζητά να το κρατήσεις, να το ανοίξεις, να μυρίσεις το χαρτί, να αφιερώσεις χρόνο. Κι έτσι γίνεται τόπος συνάντησης — με τον συγγραφέα, με τον εαυτό σου, με το άπειρο. Όσο κι αν αλλάζουν τα μέσα, όσο κι αν ο κόσμος βουίζει από εικόνες, το βιβλίο παραμένει ένας κρυφός κήπος. Όποιος μπει, ανταμείβεται.

10. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Αν βρισκόμουν σε έναν μήνα σιωπής, αποκομμένη από τον κόσμο, θα ήθελα δίπλα μου πέντε βιβλία-φωτιές. Πέντε ανοιχτές πληγές και πέντε αγκαλιές μαζί:

Νίκος Καζαντζάκης – Αναφορά στον Γκρέκο

Γιατί είναι το πιο γενναίο γονάτισμα μπροστά στο θαύμα και στην οδύνη του να είσαι άνθρωπος.

Οδυσσέας Ελύτης – Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά

Γιατί εκεί το φως μαθαίνει να μιλάει ελληνικά, και η λέξη γίνεται φύλλο, νερό, ουρανός.

Clarice Lispector – Η Ώρα του Αστεριού

Για τη γυμνή, ωμή, σπαρακτική αλήθεια της ύπαρξης. Για το πώς το λίγο χωράει μέσα του όλο το άπειρο.

Μarguerite Yourcenar – Απομνημονεύματα του Αδριανού

Για τον στοχασμό πάνω στην εξουσία, στον έρωτα, στο πέρασμα του χρόνου. Για τη συνείδηση του τέλους, με αξιοπρέπεια και πάθος.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε – Γράμματα σε έναν Νέο Ποιητή

Γιατί είναι μια τρυφερή συνομιλία για το πώς να αντέχεις τη μοναξιά της δημιουργίας. Για την υπομονή που ζητάει η αληθινή καρποφορία.

Θα ήθελα τα βιβλία αυτά να με νανουρίζουν και να με ξεσηκώνουν ταυτόχρονα. Να με κρατούν όρθια στο σκοτάδι και να μου θυμίζουν πως το γράφειν, το ζην και το εράν είναι μία και η αυτή πράξη.

11. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη; 

Πιστεύω στο σχέδιο που γράφεται αόρατα, μα όχι ακυρωτικά. Πιστεύω πως υπάρχει ένας χάρτης, μα κρατάμε στα χέρια μας την πυξίδα.

Η μοίρα μπορεί να στήνει τις σκηνές, αλλά εμείς αποφασίζουμε αν θα μπούμε στο κάδρο. Κι η τύχη — ποια είναι η τύχη, αν όχι ένα άλλο πρόσωπο της μοίρας, όταν αυτή χαμογελά; Πιστεύω στον αόρατο ιστό που πλέκεται γύρω μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε — έναν ιστό φτιαγμένο από χιλιάδες νήματα, όπου το καθένα είναι μια επιλογή, μια συνάντηση, μια απόφαση, ένα τυχαίο άγγιγμα, μια ματιά που έπεσε στο σωστό βλέμμα την κατάλληλη στιγμή.

Η μοίρα ίσως να είναι ο χάρτης. Αλλά η διαδρομή πάνω σε αυτόν τον χάρτη δεν είναι προδιαγεγραμμένη — είναι δική μας, σμιλεύεται από τα βήματα που τολμάμε ή δεν τολμάμε να κάνουμε. Η τύχη είναι ο άνεμος που φυσά πάνω στο χάρτη αυτόν, αλλά εμείς κρατάμε το τιμόνι.

Δεν πιστεύω στη μοίρα ως κάτι αναπόδραστο, τιμωρό, ακίνητο. Πιστεύω όμως στο μυστήριο της συνάντησης. Στο γεγονός ότι κάποια βλέμματα είναι γραμμένα να συναντηθούν, ότι κάποιες λέξεις περιμένουν υπομονετικά να ειπωθούν, όπως το σπέρμα περιμένει το κατάλληλο χώμα για να ανθίσει.

Πιστεύω στη «τύχη» ως την μικρή εκείνη ρωγμή στο τείχος της λογικής, απ’ όπου μπαίνει το φως. Εκείνο το απροσδόκητο που έρχεται να ανατρέψει σχέδια και να μας θυμίσει πως δεν κατέχουμε την απόλυτη γνώση του δρόμου. Μα πάνω από όλα έρχεται η πρόθεση. Στην πρόθεση της καρδιάς να κατευθυνθεί προς κάτι. Στην πρόθεση του χεριού να τείνει προς τον Άλλον. Κι εκεί, στην ένωση της πρόθεσης με την προσφορά της στιγμής, γεννιέται το θαύμα. Εκεί η μοίρα και η τύχη, η λογική και το χάος, συναντιούνται και σιωπούν.

Αν έπρεπε, λοιπόν, να διαλέξω, θα έλεγα πως δεν πιστεύω ούτε αποκλειστικά στη μοίρα, ούτε τυφλά στην τύχη. Πιστεύω στο κάλεσμα. Και στο αν έχουμε το θάρρος να το ακούσουμε όταν ψιθυρίζει. Γιατί —όπως έχω γράψει κι αλλού— καμιά μοίρα, καμιά τύχη, δεν έχει νόημα χωρίς εκείνη τη στιγμή που ο άνθρωπος στέκεται απέναντι στο άγνωστο και λέει: «Ναι. Εδώ είμαι. Παρών.»

Είναι εκείνο το θαύμα της συνάντησης: τη σωστή στιγμή, στο σωστό βλέμμα, στο σωστό άγγιγμα. Κι αυτό, είτε το πεις τύχη, είτε το πεις μοίρα, είναι πάντα μια πράξη ανεξήγητη…