Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Το δεύτερο μέρος της ΟΜΟΡΦΗΣ ΠΟΛΗΣ, που θα ολοκληρωθεί και με τρίτο όπως είχε αποκαλύψει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του, βρίσκεται πλέον στα χέρια των αναγνωστών με τον υπότιτλο ΚΑΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ.
Πρόκειται για ένα ογκώδες αστυνομικό μυθιστόρημα που αφορά σε μια σειρά εγκλημάτων που λαμβάνουν χώρα ξεκινώντας από τη νυφική σουίτα την πρώτη νύχτα του γάμου των παιδιών δύο στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας και συνεχίζονται μέσα στη διάρκεια της επόμενης ημέρας που τυγχάνει να είναι η παραμονή των Χριστουγέννων ταυτόχρονα με τον αγώνα δρόμου της αποκάλυψης και σύλληψης του ενόχου πριν διαπράξει κι άλλα.
Κάπου εδώ όμως τελειώνουν κι οι ομοιότητες με κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα που έχουμε διαβάσει και τερματίζουν κι οι ταυτίσεις με τα κλισέ του είδους.
Το βιβλίο που εξετάζουμε είναι ξεκάθαρα κάτι διαφορετικό. Από πολύ νωρίς γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη ότι το κέντρο βάρους του βιβλίου δε βρίσκεται ούτε στους ευφάνταστους και πρωτότυπους φόνους, ούτε στη χαοτική πλοκή που κάπως μαγικά θα δέσει προς το τέλος του βιβλίου, ούτε φυσικά στην αποκάλυψη του ενόχου και τη λύση του αστυνομικού γρίφου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με κανονική κοινωνιολογική ανάλυση των δεινών της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας. Κάτω από τη βιτριολική πένα του Μαργιωρή θα μπουν η διαφθορά σε όλα τα κλιμάκια της Ελληνικής Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, η ευνοιοκρατία στις κρατικές υπηρεσίες, οι σχέσεις των ανθρώπων που έχουν πια διαβρωθεί απ’ τον ατομισμό σε κάθε επίπεδο, στην οικογένεια, στη γειτονιά, στο γραφείο αλλά κι η επίδραση των κακών στερεοτύπων που είναι ικανά να ορίσουν ακόμα τη μοίρα των ανθρώπων. Ο συγγραφέας παρεμβαίνει στη συζήτηση περί ρατσισμού κι ομοφοβίας και μάλιστα ηχηρά σκύβοντας πάνω από τον ψυχισμό δύο βασικών ηρώων του κι αφιερώνοντας ικανή έκταση του βιβλίου του πάνω σε αυτό. Αν δεν είχαν επιλεγεί η φόρμα κι ο τύπος του αστυνομικού μυθιστορήματος το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Μαργιωρή θα μπορούσε να αποτελεί σχεδόν αυτούσιο ένα εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας!
Έχοντας από νωρίς μετατοπίσει το ενδιαφέρον του από την πλοκή στο ψυχολογικό ή συναισθηματικό αποτύπωμα της κάθε σκηνής, ο συγγραφέας, καταφέρνει να μας χαρίσει τελικά μεγάλες στιγμές παρουσίασης λογοτεχνικών ηρώων.
Ενδεικτικό αυτού του ενδιαφέροντος είναι κι η παρεμβολή σε κάθε σχεδόν πρόταση με πλάγια γράμματα της σκέψης του ήρωα που δρα εκείνη τη στιγμή.
Εξαιρετικό τέχνασμα για να γνωρίσει ο αναγνώστης του ήρωες σε βάθος και πληρότητα. Ο αριθμός των ηρώων περιορίζεται στους απαραίτητους για την πρόοδο της πλοκής κι όλοι ανεξαιρέτως θα λάβουν τουλάχιστον μία φορά το ρόλο του πρωταγωνιστή με τον προβολέα του ενδιαφέροντος στραμμένο πάνω τους. Κανείς δεν αφήνεται στην αφάνεια της συνολικής περιγραφής μιας σκηνής ή έστω της καταγραφής της προόδου της πλοκής. Πολύ λεπτά σημεία θα παρατηρήσει κανείς αλλά ικανά να δικαιολογήσουν την αίσθηση της διαφορετικότητας που αισθάνεται ο αναγνώστης διαβάζοντας το συγκεκριμένο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Σαν μέρος μιας σειράς μυθιστορημάτων (τριλογία) δεν συνδέεται άμεσα με κάτι από το πρώτο μέρος, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΟΡΤΑ, εκτός ίσως από την εστίαση στις ψυχολογικές και συναισθηματικές διεργασίες εντός των ηρώων, κάτι που φυσικά δίνει την δυνατότητα να διαβαστεί ανεξάρτητα από το πρώτο μέρος χωρίς να χαθεί τίποτα από την αναγνωστική τέρψη.
Με την ιδιαίτερη αφηγηματική του τεχνική αλλά και τη μετατόπιση της προσοχής του αναγνώστη στο τελικό σημείο της εστίασης που είναι ο κάθε ήρωας ως άτομο κι όχι ως μέρος μια σκηνής ή της πλοκής, ο Μαργιωρής τολμούμε να πούμε ότι επαναπροσδιορίζει το σύγχρονο Ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Ας ελπίσουμε να βρει συνοδοιπόρους στο δρόμο που ανοίγει για να σταματήσουμε κάποια στιγμή να αναμασούμε τις εμπορικές νόρμες άλλων ξένων ομότεχνών του. Το σίγουρο είναι ότι περιμένουμε με αδημονία το τρίτο μέρος της σειράς κι ότι πλέον οφείλουμε να παρακολουθούμε στενά κάθε του συγγραφικό βήμα. Ένα must read για κάθε βιβλιόφιλο.
4,5/5,0