/Βιβλιοκριτική: Μετά τον πόλεμο (Herve le Corre)

Βιβλιοκριτική: Μετά τον πόλεμο (Herve le Corre)

Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας

Η αίσθηση που έχεις διαβάζοντας αυτό το βιβλίο είναι παράδοξη, αλλά περιγράφεται ως εξής: ο συγγραφέας είναι εμπνευσμένος και ο τόνος δεν πέφτει φαινομενικά πουθενά μέσα στις 574 σελίδες του. Είναι μια αίσθηση που αποκομίζεις, ας πούμε, διαβάζοντας τα πεζά του Γιώργου Σεφέρη. Είναι μια πεζογραφία ποιοτική και ποιητική, που διαπνέεται από αυτό το κάτι διαφορετικό: αυτό που σκοτώνει ο ρασιοναλισμός αλλά και η πρόθεση εμπορικότητας ή απεριόριστης επέκτασης της… έκτασης του βιβλίου, για εξίσου ευτελείς σκοπούς.

Ως βιβλίο πεζογραφίας, έχει μια από τις σκληρότερες και ωμότερες, πιο δηκτικές αφηγήσεις που θυμάμαι, ακόμη και για βιβλίο του είδους (νουάρ).

Ο αφηγητής μας συντονίζεται στους χαρακτήρες για λογαριασμό των οποίων μιλάει, και έτσι εξηγείται ο μερικές φορές ακραίος κυνισμός, όμως κάπου-κάπου αφήνει να φανεί και η δική του οπτική στα πράγματα. Μέσα, για παράδειγμα, στις… πιπεράτες ιστορίες που λένε μεταξύ τους διάφορα «ξεπεταγμένα αγοράκια» στο στρατό (που κάθε άλλο παρά τιμούν το άλλο φύλο και είναι ίδιες σχεδόν κι ανάλλαχτες με το σήμερα), έχουμε και την επισήμανση μιας τρυφερότητας που δε λέγεται, λες και είναι κάτι… ντροπιαστικό! Και ευρύτερα όμως, έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς έναν αφηγητή ψυχρό και κυνικό και ταυτόχρονα πολύ βαθιά αισθαντικό.

Συνολικά, έχουμε δύο αφηγήσεις που εναλλάσσονται: η πρώτη αφήγηση ακολουθεί τον 48χρονο Αλμπέρ Νταρλάκ, έναν διεφθαρμένο μπάτσο που έχει χάσει σχεδόν όλη την ψυχή του, αφού συνεργάστηκε ακόμη και με τους ναζί κατά την κατοχή της χώρας του από τους Γερμανούς, προκειμένου να είναι στη μεριά που υπάρχουν τα φράγκα, όπως πληροφορούμαστε αρκετά νωρίς, καθώς και η ηδονοθηρία.

Από την άλλη, έχουμε τον Ζαν Ντελμπός, έναν ζωντανό-νεκρό «αντιστασιακό» των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και μάλιστα το γιο του, Ντανιέλ, που πηγαίνει να πολεμήσει στο Αλγέρι για το… τίποτα: για ποταπά συμφέροντα και ασφαλώς όχι δίκαια, σε ένα πόλεμο που θυμίζει ύποπτα τον πόλεμο που κάποτε κήρυξε η Τουρκία εν ονόματι των εποίκων στην Κύπρο, αλλά και την εφιαλτική ταινία: «τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται» για τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Οι νεαροί Γάλλοι στρατιώτες θα φτάσουν να βλαστημήσουν μέσα τους πολλές φορές αυτούς για χάρη των οποίων –θεωρητικά τουλάχιστον- έγινε εκείνος ο άδοξος πόλεμος, ενάντια στην πατρίδα του Αλμπέρ Καμύ. Ο Ντανιέλ τελικά θα απαυδήσει από την άμετρη πραγματικά κτηνανθρωπία και θα λιποτακτήσει με πλαστά χαρτιά στα μέρη του, το Μπορντώ της Γαλλίας.

Θα πει κανείς, όμως: γιατί «μετά τον πόλεμο»; Εδώ φαίνεται, αντιθέτως, πως έχουμε… πόλεμο με τα όλα του! Διότι συμβατικά μιλάμε για τη μεταπολεμική περίοδο. Όμως, με μια πικρή ειρωνεία, πιθανότατα, ο συγγραφέας μας δείχνει ότι και ο μεταπόλεμος είναι πόλεμος και μερικές φορές χειρότερος από τον ίδιο τον πόλεμο. Έτσι, η λανθάνουσα ιδέα φαίνεται να είναι ότι δεν έχουμε ένα μεταπόλεμο, αλλά ένα πόλεμο μετά τον πόλεμο, μάλιστα με χαρακτηριστικά (μηδενισμός των άκρων) που ο πόλεμος (Β’ Παγκόσμιος) ενέπνευσε.

Όσον αφορά το είδος, από τη μια έχουμε σαφή χαρακτηριστικά νουάρ: κυνισμός, κακόφημα στέκια, παρακολουθήσεις, κατασκοπεία, διεφθαρμένοι μπάτσοι, εκδιδόμενες γυναίκες και «σκληρά καρύδια»  (ή, μετά συγχωρήσεως, για να γίνουμε κατανοητοί: «σκληροί καριόληδες») ως κύριους χαρακτήρες.

Από την άλλη, έχουμε αφήγηση πολέμου, αλλά και ουκ ολίγη αστική ηθογραφία. Οι περιγραφές είναι κατά περίπτωση εξαιρετικά μακροσκελείς και ωστόσο δεν περισσεύει τίποτα!

Πρόκειται για μια από τις λίγες φορές που η αφήγηση με συνέπαιρνε κάθε φορά που θα άνοιγα το βιβλίο, παρά το ότι φαινομενικά ήταν… τούβλο από τα λίγα! Εδώ το “grosso libro, grosso malo” ασφαλώς δεν ίσχυσε.

Ο Herve le Corre είναι χωρίς υπερβολή ένα τεράστιο ταλέντο της εποχής μας. Και όχι απλώς ταλέντο, αλλά και άκρως καλλιεργημένο ταλέντο. Θα του άξιζαν πάρα πολλά ως λογοτέχνη, αλλά δυστυχώς φτάνουμε να πρέπει να ψάξουμε και να διϋλίσουμε, προκειμένου να τον εντοπίσουμε, επειδή ο οίκος που τον μεταφράζει δεν διαφημίζεται. Εξαιρετική η δουλειά επίσης του μεταφραστή, που έφερε εις πέρας ένα δυσκολότατο έργο, με φοβερή αρτιότητα.

Εν κατακλείδι, το σίγουρο είναι ότι αυτοί που ψάχνουν τις αυθεντικές συγκινήσεις που μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία και ειδικά η νουάρ λογοτεχνία -και όχι τα ξυλοκέρατα της ποπ λογοτεχνίας- θα πρέπει να βρουν το βιβλίο και να το διαβάσουν, μέχρι τέλους- το αξίζει!!!