Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Πρόκειται για ένα βιβλίο εξ αρχής προσανατολισμένο να διερευνήσει και να παρακολουθήσει τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες ενός ανθρώπου. Φυσικά πάντα στο πλαίσιο μιας ιστορίας και μερικών δευτερευόντων μόνο που εδώ η αναγκαιότητά τους φαίνεται να περνά σε δεύτερο πλάνο.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας ηθοποιός πολύ γνωστός κι αναγνωρίσιμος στο κοινό, ένας σταρ του κινηματογράφου και του θεάτρου θα λέγαμε, που έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό προκειμένου να ξεκινήσει τα γυρίσματα για τη νέα του ταινία.
Θα φιλοξενηθεί από την ερωμένη του, παρ’ ότι παντρεμένος με την οικογένειά του να έχει μείνει πίσω στην πατρίδα του, κι όλο το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε μία και μοναδική καλοκαιρινή ημέρα του.
Η μέρα του ξεκινάει όπως κάθε φυσιολογικού ανθρώπου αλλά σύντομα ακολουθεί ατραπούς που παραπέμπουν σε διαταραγμένο μυαλό. Αλλιώς πώς να δικαιολογηθεί η εκτεταμένη σκηνή όπου εκρήγνυται κανονικά και προβαίνει σε ακραίες εκδηλώσεις καταστροφικής οργής επειδή δεν καταφέρνει να μαζέψει από το πάτωμα τα κουκούτσια από ένα λεμόνι που έκοψε για το πρωινό του και του γλιστράνε συνεχώς από τα δάχτυλα; Αρχικά ο αναγνώστης δεν αποδίδει βαρύτητα στο περιστατικό δεδομένου ότι ο χαρακτήρας του στην ταινία που πρωταγωνιστεί παθαίνει αμόκ κι υποθέτει ότι όλο αυτό ίσως έχει τη θέση μιας πρόβας.
Στην συνέχεια ντύνεται όσο πιο παράταιρα μπορεί κι αποφασίζει να πάει με τα πόδια στο κέντρο της πόλης από ένα εξοχικό σπίτι που διέμενε αρκετά χιλιόμετρα έξω από αυτήν. Προφανώς το τέχνασμα αυτό στην πλοκή χρησιμεύει στο συγγραφέα για να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του μια που θα έχει την ευκαιρία να μας τον παρουσιάσει να δρα σε διάφορες αδόκητες καταστάσεις με το φως πάντα στις σκέψεις και τον ψυχισμό του. Έτσι θα τον δούμε να διασχίζει ένα δάσος και στο ξέφωτο να μαζεύει δύο τελικά φτερά γερακιών και να τα βάζει στο καπέλο του, το οποίο σύντομα θα γυρίσει το έξω-μέσα, να κάθεται στο έδαφος χωρίς τα παπούτσια του για να συνομιλήσει με έναν άστεγο, να μπαίνει σε μια εκκλησία και να γίνεται μάρτυρας απίθανων αποκαλύψεων από τον ιερέα μετά το πέρας της λειτουργίας, μέχρι να περνάει την ίδια γέφυρα πολλές φορές και προς τις δύο κατευθύνσεις όταν αργά το απόγευμα έχει φτάσει πια στην πόλη.
Το μήνυμα πια αρχίζει να γίνεται σαφές, έχουμε μπροστά μας έναν ηθοποιό που έχει κουραστεί από τις συναναστροφές με τους ανθρώπους,
που η δημοσιότητα στην οποία είναι αναγκασμένος να εκτίθεται λόγω της δουλειάς του τον έχει οδηγήσει στην περιχαράκωση εντός στενών προσωπικών ορίων, και που ίσως έχει αρχίσει να φλερτάρει με την κατάδυση σε σκοτεινά σημεία της ψυχικής σφαίρας.
Αυτό θα γίνει ακόμη πιο σαφές ενώ παρακολουθούμε τις σκέψεις του καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της μίας μέρας του. Η διασαφήνιση όμως αυτή δεν έρχεται χωρίς κόστος. Το κείμενο, ακολουθώντας τις χαοτικές σκέψεις του πρωταγωνιστή και στην προσπάθειά του ο συγγραφέας να προσομοιάσει το διαταραγμένο μυαλό του ήρωά του βαδίζοντας με άλματα λογικής, γίνεται κουραστικό και δεν μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σε πολλά σημεία κινείται στα όρια του παραληρήματος. Κάποιοι μπορεί να θαυμάσουν την τέλεια προσομοίωση ενός διαταραγμένου μυαλού με συγγραφικούς όρους αλλά την ίδια στιγμή οι περισσότεροι θα υποστηρίξουν ότι αυτά δεν προσφέρονται για λογοτεχνική εκμετάλλευση και πάντως για αναγνωστική τέρψη. Ας μείνουμε στη διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα δύσκολο κείμενο που δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το ανατροφοδοτεί την ανία του αναγνώστη.
Έχοντας πει αυτά γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας είχε μια ιδέα που εξ αρχής ήθελε να περιβάλλει με έναν αμφίσημο τίτλο και μόχθησε να βρει τα απαραίτητα «παραγεμίσματα» ώστε να φτάσει στον ικανό όγκο ενός βιβλίου για να τη θέσει στη διάθεση των αναγνωστών.
Από ένα σημείο και μετά ο αναγνώστης υποπτεύεται βάσιμα ποια είναι η «Μεγάλη Πτώση» και περιμένει ράθυμα να φτάσει στην τελευταία αράδα του βιβλίου για να δει αν μάντεψε σωστά. Δεν μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε το τέλος αλλά σίγουρα ούτε κι εκεί θα δοκιμάσει κάποια έκπληξη ο υπομονετικός αναγνώστης.
Δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε τις πολλές ομοιότητες στο θέμα με τον «Οδυσσέα» του Τζέημς Τζόυς, ένα βιβλίο περίπου 1. 200 μεγάλων πυκνοτυπωμένων σελίδων, κι όντας η νουβέλα του Χάντκε ένα βιβλίο αποτελούμενο από 186 μικρές σελίδες οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για μια παρωδία του μεγάλου κλασικού έργου του Τζόυς. Ήταν ένα κατά το μάλλον ή ήττον αδιάφορο βιβλίο αυτό του Χάντκε, επιλέγοντας απ’ την πλευρά του και τη λεπτή αυτή ειρωνεία του έργου του Τζόυς το έκανε να φαίνεται ακόμη «μικρότερο».
Ο Χάντκε έχει συγγράψει, έως σήμερα, 357 βιβλία. Η «Μεγάλη Πτώση» σίγουρα δεν είναι από τα καλύτερα του μεγάλου αυτού Νομπελίστα συγγραφέα.
3,5/5,0