Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς
Το αγόρι στεκόταν στην άκρη της παραλίας μπροστά εκεί που σκάει το κύμα και κοιτούσε την απέραντη θάλασσα. Ήταν μια υπέροχη μέρα στα τέλη του Αυγούστου με κείνη την χαρακτηριστική διαύγεια που έχουν οι μέρες στις αρχές τoυ φθινοπώρου τότε που το καλοκαίρι ξεψυχά και η φύση προετοιμάζεται για τον χειμώνα. Ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό, ο κόσμος είχε ήδη αδειάσει το καλοκαιρινό θέρετρο. Το αγόρι είχε μείνει τελευταίο από όλη την μεγάλη καλοκαιρινή παρέα. Η οικογένεια του συνήθιζε να φεύγει κάθε χρόνο στις αρχές Σεπτεμβρίου λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Άρεσε στο αγόρι η γλυκιά μελαγχολία που σταλάζει στην ψυχή όταν ακόμα ένα καλοκαίρι πεθαίνει. Του άρεσε να μένει μόνο του και να συλλογιέται τις περιπέτειες του καλοκαιριού, τα βιβλία που διάβασε, τα παιδιά που γνώρισε, τα πρώτα δειλά φλερτάκια. Του άρεσε να μένει μόνο του με τις σκέψεις του. Μπορούσε να μείνει μόνο του για ώρες και τούτο ήταν κάτι που το ξεχώριζε από τ άλλα αγόρια της ηλικίας του. Θα λέγε κανείς πως τούτο το αγόρι είχε κάτι…ενα πνεύμα, μια εσωτερικότητα, που δύσκολα την απαντούσες στα αγόρια της ηλικίας του.
Και τώρα αν το έβλεπε κανείς έτσι όπως στεκόταν μπροστά στο κύμα που έσκαγε στην ακτή θα έλεγε πως ολόκληρος ο χρυσός ήλιος αντανακλούσε στα καφετιά του μάτια καθώς αυτά είχαν γίνει μια σχισμή ατενίζοντας την απέραντη θάλασσα. Το χρώμα του δέρματος του ήταν υπέροχα μπρούντζινο αποτέλεσμα των ατελείωτων ωρών που είχε περάσει στην θάλασσα και φέτος όπως κάθε καλοκαίρι. Τα μαλλιά του μαύρα και στιλπνά έπεφταν ως τους ώμους δένοντας αρμόνικα με το μπρούντζινο χρώμα του δέρματος έτσι που εύκολα κανείς θα μπορούσε να το πάρει για ινδιάνο η για ιθαγενή της Πολυνησίας. Το σώμα του ηταν λεπτό με αρμονικές γραμμές και μέλη σφιχτά δεμένα, ώμους στρογγυλούς, στέρνο ανοιχτό και λεπτή μέση, κατασκευή που φανέρωνε ευλυγισία, δύναμη και μεγάλη εξοικείωση με την θάλασσα. Πράγματι η αντοχή του ήταν πολύ πάνω από τον μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας του και δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκάξι. Μπορούσε να κολυμπήσει για ώρες και κατόπιν να βγει στην στεριά και να ξεκινήσει για μια πεζοπορία 100 μιλίων. Μπορούσε να τρέχει επί ώρες με ένα σταθερό ρυθμό αλλά και να σπριντάρει με ανέλπιστα ταχύ διασκελισμό όπου αυτό χρειαζόταν. Ήταν πρώτο σε όλα τα ομαδικά σπορ που έπαιζε κάθε καλοκαίρι με τους φίλους του έχοντας τις καλύτερες επιδόσεις στο πόλο και στο μπάσκετ.
Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν η κωπηλασία με κανό. Ένα πλατύ μονόξυλο χιλιομπαλωμένο με πολυουρεθάνη που κάποιος το χε βαφτίσει Ελεονώρα ήταν η αδυναμία του. Με κείνο το μονόξυλο είχε διασχίσει ανήκουστα μεγάλες αποστάσεις μόνος χωρίς νερό, χωρίς τροφή, χωρίς καν αντηλιακό. Όλες όμως οι διαδρομές παρόλο που σε μήκος ήταν τεράστιες ήταν πάντοτε κοντά στην ακτή. Ένας υποσυνείδητος φόβος για την άγνωστη τρομακτική υδάτινη μάζα που απλωνόταν μπροστά του το έκανε να στέκεται πάντοτε σε μια λογική απόσταση από την ακτή ώστε σε οποιαδήποτε αναπάντεχη περίσταση να μπορεί να βγει πάλι στην στεριά. Ήξερε όμως ότι κάποτε θα ερχόταν η ώρα της αναμέτρησης. Το νησάκι απέναντι έμοιαζε να περιμένει μόνο εκείνον. Ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι αναμετριόταν με την ιδέα και κάθε φορά ηττάτο από τον ίδιο του τον φόβο. Στο ερώτημα τι ήταν αυτό που φοβόταν δεν μπορούσε να απαντήσει τίποτα συγκεκριμένο. Όλα ήταν ίσως η απάντηση. Φοβόταν την αναπάντεχη συνάντηση με κάποιον καρχαρία κάτι που δεν συνέβαινε σπάνια σε τούτα τα νερά .
Φοβόταν ακόμα το αντάμωμα με κάποιο χοροπηδηχτό Δελφίνι που και μόνο τα απόνερα της σχεδόν χορευτικής του κίνησης έφτανε για να τον ρίξουν στο νερό. Φοβόταν τέλος το κύμα που θα μπορούσε να σηκωθεί ξαφνικά όπως συχνότατα συνέβαινε σε τούτα τα νερά και που θα μπορούσε να ανατρέψει το κανό και να το αφήσει για ωρες στην νερό μονάχο καταμεσής του πελάγους κάπου ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα. Αυτοι ηταν οι φόβοι του και με τούτους αναμετριόταν όλη τούτη την ώρα που στεκόταν ορθός και αμίλητος μπροστά στο νερό. Κάπου μέσα του βαθιά το ήξερε πως είχε έρθει η ώρα, πως δεν μπορούσε να αφήσει να περάσει το καλοκαίρι χωρίς να δοκιμάσει. Έπρεπε να προσπαθήσει, έπρεπε να νικήσει τους φόβους του. Ηταν δεκάξι χρονών στα σύνορα της παιδικής ηλικίας με την εφηβική πάνω εκεί που το αγόρι βιάζεται να σπάσει το παιδιάστικο κουβούκλι και να ξεπεταχτεί άντρας από μέσα. Στους πρωτόγονους λαούς αλλά ακόμα και στους μεγάλους αρχαίους πολιτισμούς τα δεκάξι ηταν μια συμβολική ηλικία. Τα αγόρια σε εκείνη την ηλικία καλούνταν να αποδείξουν ότι πράγματι έχουν το σθένος, την ρώμη, την ευφυία, το κουράγιο, τους αδένες, που θα τα κάνουν να λογίζονται άντρες στα μάτια της κοινότητας.
Οι πρωτόγονοι λαοί είχαν λοιπόν θεσπίσει δοκιμασίες μύησης στην αρρενωπότητα, Εκείνη λοιπόν θα ηταν η δική του μυητική διαδικασία. Αν την περνούσε με επιτυχία θα αποκτούσε με το σπαθί του μια θέση στον σκληρό και συνάμα γοητευτικό κόσμο των αντρων. Αν λύγιζε και γυρνούσε στο σπίτι ηττημένος από τους φόβους του θα περίμενε ακόμα εναν χρόνο μέχρι το επόμενο καλοκαίρι ωστε να μπορέσει να σταθεί ξανά μπροστά στην υδάτινη απεραντοσύνη. Μπορούσε να αντέξει ακόμα ένα χρόνο με το βάρος της ήττας; Ασφαλώς υπήρχε πάντοτε το ενδεχόμενο να μην γυρίσει πίσω ζωντανό αλλά ο θάνατος στον αγώνα δεν είναι πάντοτε ένδοξος; δεν είναι επιθυμητός; Μήπως ο θάνατος που κάποτε θα μας ρουφήξει όλους στην σκοτεινή τρύπα της λήθης δεν είναι απείρως πιο φρικτός στους άσπρους θαλάμους των νοσοκομείων; Ενστικτωδώς έσφιξε τις γροθιές του ατσαλώνοντας τα νεύρα του. Η απόφαση είχε ληφθεί.
Έκανε μεταβολή και διέσχισε την παραλία μέχρι το πρώτο παραθαλάσσιο σπίτι. Αυτό ήταν κάποτε ένα χαμόσπιτο άσπρο και μικρό σαν κουτσουλιά Άνηκε σε κάποιο μακρινό συγγενή που πρώτος απ όλους τους παραθεριστές είχε εκτιμήσει τα προτερήματα εκείνου του τόπου. Πάνω στο αρχικό χαμόσπιτο είχε στην συνέχεια χτιστεί ένα πολυτελέστατο τριώροφο συγκρότημα διαμερισμάτων . Το κανό Ελεονώρα φυλασσόταν στην αυλή εκείνου του συγκροτήματος και πάντοτε χρειαζόταν να πάρει ειδική άδεια απο κείνον τον μακρινό του θείο προκειμένου να χρησιμοποιήσει το χιλιομπαλωμένο κανό. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του θείου που δεν κουραζόταν να τους επαναλαμβάνει κάθε φορά, το κανό έπρεπε να παραδοθεί ως κληρονομιά στις εγγονές του. Κι ας ηταν αυτες οι εγγονές δυο ξανθές και όμορφες τσαπερδόνες στην ηλικία περίπου του αγοριού που κανένα ενδιαφέρον δεν έδιναν για τίποτε άλλο πέρα απο καλλυντικά ρούχα και αγόρια. Το αγόρι προχώρησε στην αυλή και βρήκε τον μακρινό του θείο να φτιάχνει δολώματα για ψάρια.
– Καλημέρα θείε, είπε, μπορώ να πάρω το κανό;
Εκείνος σταμάτησε να δολώνει τα αγκίστρια του και σήκωσε τα γαλανά του μάτια κοιτώντας το αγόρι με ερευνητική διάθεση.
-Δεν νομίζεις ότι φέτος το πήρες πολλές φορές. Και την τελευταία φορά τρόμαξα να σε δω να γυρίζεις πίσω. Και γω το κανό το θέλω για τις εγγονές μου.
Για άλλη μια φορά το ίδιο τροπάρι. Και κείνο που χε πεί ”την τελευταία φορά τρόμαξα να σε δω να γυρίζεις πίσω” ηταν μεν αλήθεια αλλα φανέρωνε ότι ο καημός του θείου ηταν οχι μην πάθει τίποτα το αγόρι αλλά μην πάθει κάτι το κανό και τι θα άφηνε μετα στις εγγονές του; Το αγόρι αφου άκουσε υπομονετικά γι ακόμη μια φορά την ηλίθια ιστορία με τις εγγονές και το κανό είπε:
– Εντάξει, έχεις δίκιο για την προηγούμενη φορά. Απερίσκεπτα απομακρύνθηκα πολυ ενω είχε κύμα. Σήμερα όμως ο καιρός είναι υπέροχος και η θάλασσα λάδι.
Ο θείος έπιασε το τσιμπούκι( ναι είχε την συνήθεια να καπνίζει πίπα) και άρχισε να το γεμίζει. Ύστερα το βαλε στο στόμα τ άναψε με ενα μακρύ σπίρτο και σηκώθηκε. Ήταν ένας άντρας ως εξηνταπέντε χρονων, με γελαστά γαλάζια μάτια και μαλλιά αρραα και ασπρισμένα που πάντως κάποτε θα ηταν ξανθά. Φορούσε μια τζιν βερμούδα και πλαστικά παπούτσια για την θάλασσα απο αυτα που φορούν οι ηλικιωμένοι στις πέτρες. Απο την μέση και πάνω ηταν γυμνός. Το μαυρισμένο του κορμί ανάδινε υγεία αν και ήταν εμφανή τα σημάδια της παρακμής που επέρχεται με τον χρόνο. Τα πόδια του ηταν γερά μα ολότελα στραβά έτσι που θύμιζαν παλιό ποδοσφαιριστή. Γενικώς αν εξαιρέσει κανείς το κουσούρι με τις εγγονές του τις είχε τοποθετήσει στο επίκεντρο του σύμπαντος χαλώντας τις κι άλλο (αν αυτο ήταν εφικτό), επρόκειτο για ένα αξιοσέβαστο κύριο, πρώην καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, νυν συνταξιούχο, που ακόμα παρέδιδε κατ’ ιδίαν μαθήματα Αγγλικών.
-Πάμε, είπε ο θείος και πέρασε μπροστά.
Το αγόρι τον ακολούθησε μεχρι την αποθηκούλα της αυλής. Από εκεί ο θείος έβγαλε το χιλιομπαλωμένο μονόξυλο πιου φιλούσε ως κάτι πολύτιμο. Έπιασε το αγόρι απ την μια έπιασε κι ο θείος απ την άλλη και οι δυο μαζι μετέφεραν το κανό και τ απόθεσαν μπροστά εκεί που σκάει το κύμα.
– Το νου σου, ειπε ο θείος βγάζοντας το τσιμπούκι απο το στόμα. Μήν πάς μακριά. Το κανό το θέλω…
Το αγόρι τον διέκοψε αυθάδικα.
– Ξέρω, ξέρω το θέλεις για τις εγγονές σου. Εντάξει δεν θα πάω μακριά. Φεύγουμε άλλωστε σε λίγες μέρες. Δεν θα το ξαναπάρω το κανό. Του χρόνου πάλι.
Ο θείος κοίταξε καλα καλά τ αγόρι και ύστερα συμβουλεύτηκε το ρολόι του.
– Είναι δώδεκα. Σε δύο ώρες να σαι πίσω, είπε κοφτά. Ύστερα έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε .
Το αγόρι τον κοίταζε όπως ξεμάκρυνε βαδίζοντας πάνω στην άμμο με τα στραβά του κανιά και την πίπα στο στόμα. Ανακουφισμένο που απόμεινε μόνο έριξε μια τελευταάα ερευνητική ματιά γύρω του. Πίσω του το παραθεριστικό ξενοδοχείο είχε αδειάσει. Οι τελευταίοι παραθεριστές είχαν φύγει εκείνη την εβδομάδα και τα παντζούρια των δωματίων ερμητικά κλειστά έκαναν ακόμα πιο μελαγχολική την εικόνα του τοπίου. Δεξιά και αριστερά του οσο φτάνει το μάτι η παραλία ήταν ολότελα άδεια απο κόσμο και στην θάλασσα επίσης δεν φαινόταν κανείς, ούτε άνθρωπος, ούτε πλεούμενο. Πήρε μια βαθιά ανάσα απο την μύτη και άφησε τον αέρα να βγει σιγα σιγα απο τα πνευμόνια του. Έπειτα με μια αποφασιστική κίνηση ‘έσπρωξε το Ελεονώρα στο νερό. Το κουπί του ηταν βαρύ. Χρειαζόταν δύναμη για να το κουμαντάρεις αλλα η πλεύση του ηταν τοσο καλη και σταθερή – παρα τα χρόνια του και τα αλλεπάλληλα μπαλώματα – που τελικα σε αποζημίωνε. ‘Επρεπε μόνο μετά από κάθε βόλτα να του ανοίγεις την τάπα και να το γυρίζεις ανάποδα ωστε να τρέξει όλο το νερό που είχε καταπιεί.
Κι αυτό ήταν ακόμα ένας λόγος που δεν ηταν φρόνιμο να απομακρύνεσαι με το Ελεονώρα. Εκείνο όμως το ζεστό μεσημέρι το Ελεονώρα έσκιζε με άνεση τον απαλο κυματισμό της θάλασσας σχηματίζοντας πίσω του χαρακτηριστική γραμμή πλεύσης. Το αγόρι πλημμυρισμένο από χαρά -το ίδιο πάντοτε συναίσθημα που δοκίμαζε όποτε ξεκινούσε με το κανό- έστρεφε κάθε τόσο πίσω του το κεφάλι. Το ξενοδοχείο όλο και μίκραινε καθώς το Ελεονώρα ξεμάκραινε μέχρι που τελικά απόμεινε μονο μια αδιευκρίνιστη μουτζούρα στην ακτή. Αν μπορούσε να τον δει τώρα ο θείος… Αλλά ο θείος ήταν πλέον μακριά. Πλέον υπήρχε μόνο η ανοιχτή θάλασσα μπροστά του καθως είχε αφήσει πίσω του όλα τα σημάδια που με την παιδική παρέα του καλοκαιριού έβαζαν για να οριοθετήσουν την γραμμή εκείνη μέχρι την οποία θα μπορούσαν .άφοβα να παίξουν. Είχε αφήσει εδω και πολυ ωρα όλες τις μικρες εκεινες σημαδουρες που δενουν τα σκάφη και τις βάρκες κοντά στην ακτή και τωρα πλησίαζε την τεράστια σκουριασμένη σημαδούρα στην οποια ηταν δεμενος ο Κεραυνός. Τούτο ηταν το τελευταιο σύνορο, αυτό όριζε την αρχή της ανοιχτής θάλασσας.Στα μάτια των παιδιών της παρέας τόσο ο Κεραυνός οσο και κείνη η γιγάντιαια σημαδούρα ειχαν αποκτήσει διαστάσεις θρύλου.
Οσες φορες ειχαν καταφέρει να πλησιάσουν το μεγάλο σκάφος η τεραστια σημαδούρα τους γέμιζε δεος και την ιδια στιγμή από την παραλία μπορούσαν να δουν τα αγωνιώδη νοήματα με τα χερια που τους έκαναν οι δικοί τους για να γυρίσουν πίσω. Και οι φωνές τους ίσα που εφταναν στα αυτιά τους τόσο μεσα ηταν ηδη ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ κι όμως να που το αγόρι ξεπερνούσε κι αυτό το όριο και τ άφηνε ολοένα και πιο μακριά πίσω του καθως ανοιγόταν στην θάλασσα. Πλησίαζε πλεον στο μπλε κομματι της θάλασσας και το νησί απέναντι ακόμα δεν φαινόταν καθαρά. Το Ελεονώρα δεν είχε ακόμα μπάσει νερά. Το καταλάβαινε αυτο απο το βαρος που ένιωθε στα χερια του. Τούτο ηταν ενθαρρυντικό για την συνέχεια όμως ο ήλιος δεν αστειεύοταν. Τι κρίμα που δεν είχε προβλέψει να έχει μαζί του ένα καπέλο.Δεν φορούσε ποτέ του. Τα σιχαινόταν, ειδικά τα τζόκει. Κι ας του έλεγαν όλοι πως μια μερα θα παθαινε ηλίαση ετσι που εκτιθόταν με τις ώρες στον ήλιο. Είχε εμπιστοσύνη στην φυσική προστασία που του παρείχαν τα πλούσια και πυκνά μαλλιά του. Να όμως που σημερα αυτο δεν επαρκούσε και είχε αρχίσει ήδη να νιωθει βαρύ το κεφάλι του από τον ηλιο. Και οι ώμοι του έκαιγαν κι ας είχαν κεινο το λαμπερό χρώμα του μπρούτζου, σήμερα έκαιγαν και οπωσδήποτε αργότερα θα ξεφλούδιζαν. Τωρα καταλάβαινε πως αποκτούσαν κείνο το βαθύ καστανό χρώμα οι άνθρωποι της υπαίθρου αγρότες και ψαράδες. Διψούσε και δεν είχε μαζί του ούτε ένα μπουκαλάκι νερό.
Συνήθως ξεγελούσε την δίψα του παίζοντας μια χούφτα θαλασσινό νερό στο στόμα του μεχρι που το έφτυνε τελικα. Τα πόδια του ίσια πάνω στο μονόξυλο είχαν αρχίσει να πιάνονται. Ατελείωτο κουπί. Το μυαλό του ειχε κενώσει από φόβο. Τωρα δεν υπήρχε καθόλου φόβος, καθόλου σκέψεις για το τι κακό θα μπορούσε να συμβεί. Υπήρχε μόνον η πορεία, η πορεία που άνοιγε ο ίδιος σκίζοντας νερό. Νερό… Παντού νερό και ουρανός. Δεν κοιτούσε πλέον πίσω του. Ισως γιατι αν κοιταζε θα τρόμαζε με το εγχείρημα του.
Όπως αυτος που σκαρφαλώνει σε ψηλό βράχο δεν πρέπει να κοιτάζει κατω του. Μια λάθος κίνηση, μια απροσεξία και δεν αργει το τελος. Ο πανικός ειναι ο χειρότερος σύμβουλος. Μόνο μπροστά του κοιτούσε, μόνο την μύτη του μονόξυλου που έσκιζε με χάρη το νερό. Καπου καπου πεταγε ένας γλάρος χαμηλά, σχεδόν πάνω από το κεφάλι του, κάνοντας κύκλους μεχρι που εντόπιζε κανένα ψάρι και τοτε κάνοντας κάθετη εφόρμηση έπεφτε με την μυτη και ύστερα απο δευτερόλεπτα σηκωνόταν παλι με την λεΊα του στο στόμα. Αυτή ήταν η μονη συντροφιά του το μόνο ζωντανό πλάσμα σε ολόκληρη την ατελείωτη θάλασσα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε ωσπου κάποια στιγμή πρόσεξε την περίεργη μαύρη σκίαση που αχνοφαινόταν πανω στο νερό σε απόσταση λιγότερη των πενήντα μετρων εμπρός του. Η καρδιά του σφίχτηκε. Πανικός κυρίευσε το αγόρι. Και καθώς έκανε προσπάθεια με κόντρα κουπί να πραγματοποιήσει γρήγορη στροφή η μαύρη σκιά πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Και τότε με τρόμο είδε την γυαλιστερή ράχη του κήτους όπως φαινόταν μέσα απο το νερό.
Καρχαρίας! Ήταν τεράστιος. Με γρήγορο υπολογισμό διπλασιο απο το κανό άρα κάπου πέντε μετρα. Κύματα αδρεναλίνης εκτινάσσονταν στις αρτηρίες του αγοριού καθως προσπαθούσε με απελπισμένες κινήσεις να απομακρυνθεί. Το αμέσως επόμενο λεπτό ένιωσε ενα δυνατό τράνταγμα κάτω απο το κανό του και εκτινάχθηκε ψιλά. Πόσο μακριά έπεσε δεν μπορούσε να υπολογίσει όμως ήταν ακόμα ζωντανό. Το Ελεονώρα όμως που ηταν; Δεν έβλεπε τίποτα. παρα μονο νερό που ξαφνικά χωρις καμια προειδοποιηση άρχισε να φουσκώνει καθως δυνατός άνεμος φύσηξε πάνω απο την θάλασσα. Που ήταν; Από το μυαλό του πέρασαν ολες οι φρικτές σκηνές απο τις ταινίες με καρχαρίες που ειχε δει στον κινηματογράφο. Ενα ζευγάρι κολυμπούσε αμέριμνο και κει μεσα από τα σκοτεινα νερα ξεπηδούσε ο θάνατος. Ατσαλένια σαγόνια τους τύλιγαν ωσπου τελικα η θάλασσα να ξεβράσει τα κομμένα τους μέλη. Άραγε αυτή θα ήταν η τύχη του ; Δεν θα γύρναγε ποτε πίσω στην ακτή στους δικους του που περίμεναν να φύγουν για Αθήνα και στον θείο που ασφαλως περίμενε το κανό για τις εγγονές του; Αυτο λοιπόν θα ηταν το άδοξο τέλος της μυητικής του περιπετειας;
Και καθως τα σκεφτόταν αυτά κοιταξε προς τον ηλιο που βρισκόταν ακόμα ψηλά στον ουρανό και έκανε μεσα του μια μικρή ευχή να γυρίσει πίσω ζωντανός. Κι ενώ ακόμα δεν είχε τελειώσει την ευχή του ενα κυμα ξέβρασε μπρός του το Ελεονώρα. Με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη τ άρπαξε Και με την δύναμη του λυγερού του κορμιου το καβάλησε ξανά με μια κίνηση. Ο καρχαρίας δεν φαινόταν πουθενά. Αρχισε, με τα φτερά που δινει στον άνθρωπο ο φόβος και με την ισχύ και το κουράγιο που τον εξοπλίζει η απόγνωση, να κάνει κουπί χρησιμοποιώντας τα χερια του ξαπλωμένος πάνω στο μονόξυλο. Εν τω μεταξύ ο καιρός είχε αλλάξει εντελώς αναπάντεχα και η θάλσσα ειχε σηκώσει κύμα που ολοένα και δυνάμωνε. Αυτό έκανε ακόμα πιο φοβερή την αναμονή της επίθεσης του καρχαρία καθως εξαιτίας του κύματος δεν μπορούσε να διακρίνει τι κινείται στην επιφάνεια της Θάλασσας. Η σκέψη του αγοριού ήταν να γυρίσει πίσω ήξερε όμως ότι χωρίς το κουπί ητανε χαμένο ενω ακόμα και με κουπί θα χρειαζόταν πάνω απο τρεις ώρες για να φτάσει την ακτή. Τίποτα δεν διακρινόταν στον ορίζοντα μόνο θάλασσα και ουρανός. Το αγόρι ήταν μόνο μεσα στην απεραντοσύνη και ο χειρότερος του εφιάλτης είχε γίνει πραγματικότητα.
Ξαφνικά και ενω πάλευε με τα κύματα και οι μυς των μπράτσων του είχαν αρχίσει να καίγονται ένα τεράστιο κύμα εριξε πάνω του σχεδόν το ξύλινο κουπί. Απλωσε το χέρι και το γράπωσε αποφασιστικά πριν εκείνο χαθεί ξανά. Με αίσθημα απέραντης ευγνωμοσύνης προς τον ουρανό ξεκίνησε την κωπηλασία χτυπώντας μανιωδώς την τρικυμισμένη θάλασσα με το βαρύ ξύλινο κουπί. Τα πράγματα ωστόσο γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Το να σταθείς πάνω στο κανό ενάντια σε μια τέτοια θάλασσα έμοιαζε πραγματικά με άθλο. Επιπλέον το κανό τωρα ειχε βαρύνει σίγουρα από το νερό που είχε περάσει μέσα από τις χιλιομπαλωμένες πλαϊνές του τρύπες. Κοίταξε τον ουρανό σύννεφα είχαν αρχίσει να κρύβουν τον ήλιο και ο άνεμος συνέχιζε να δυνάμωνει κάνοντας ακόμα πιο φρικτή την απέραντη υδάτινη μοναξιά, ακόμα πιο ανελέητη την μάχη με τα κύματα. Για μια στιγμή του φάνηκε πως ξαναείδε την τρομερή μαύρη ράχη του κητους να γυαλίζει θανάσιμα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας αλλα ίσως να έκανε λάθος. Δεν έκανε όμως. Το κήτος πλεύρισε το Ελεονώρα και το αγόρι μπόρεσε να δει κατάματα τον αντίπαλο. Ενα τεράστιο στόμα σαν μπουκαπόρτα πλοίου άνοιξε διάπλατα έτοιμο να καταπιεί το αγόρι μαζί με το μονόξυλο. Ο καρχαρίας θα αναποδογύριζε το κανό σε λίγα δευτερόλεπτα αν το αγόρι δεν έκανε κάτι. Αστραπιαία εκείνο τίναξε το βαρύ κουπί του ελεονώρα και κατάφερε με όλη του την δύναμη ένα σχεδόν τιτάνιο χτύπημα στο κήτος. Ήταν ένα χτύπημα που αρκουσε να ανοιξει στα δυο το κεφάλι οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος το δεχόταν. Οχι όμως και το κεφάλι ενός θαλάσσιου τέρατος. Οι καρχαρίες είναι παράξενα πλάσματα. Ορισμένοι πιστεύουν ότι διαθέτουν μια σχεδόν διαμονική αντίληψη και μια έμφυτη κακία. Δεχόμενος το χτύπημα ο καρχαρίας απομακρύνθηκε για εκατό μέτρα.
Το αγόρι μπορούσε να βλέπει τωρα ολοκάθαρα το θανάσιμα δυσοίωνο πτερύγιο του. Και ύστερα το πτερύγιο άρχισε να κινείται με ασύλληπτη ταχύτητα. Ήταν φανερό οτι ο καρχαρίας επιχειρούσε διεμβολισμό του Ελεονώρα. Ταχύτατα αντιλαμβανόμενο τον κίνδυνο, το αγόρι πραγματοποίησε δεξιοτεχνική μανούβρα με ανάποδο κουπί καταφέρνοντας έτσι να γυρίσει το κανό 180 μοιρες προς την αντίθετη πλευρα. Ταυτοχρόνως και ενω ο καρχαρίας αστοχούσε το αγόρι κατάφερνε άλλο ένα κυκλώπειο χτύπημα στο κεφάλι του κήτους. Ο καρχαρίας τραβήχτηκε ξανά μακριά και πεισμωμένος επιχείρησε νεο διεμβολισμό. Με νέα όμως μανούβρα το αγόρι και νέο χτύπημα του κουπιού στο κεφάλι του κατάφερε να τον απωθήσει. Το παιχνίδι αυτό συνεχίστηκε για κάμποση ώρα. Κάθε φορα ο καρχαρίας αστοχούσε και έφευγε ταπεινωμένος και κάθε φορά με καινούργιο αμείωτο σε ένταση πείσμα επιτιθόταν ξανα. Πόσο θα μπορούσε αυτό το παιχνίδι να κρατήσει;
Ηδη τα χέρια του αγοριού ειχαν ματώσει απο το κουπί και τα μπράτσα του πονούσαν φριχτά απο την υπερπροσπάθεια. Το αγόρι ένιωθε πως σύντομα οι δυνάμεις του θα εξαντλούνταν και τότε θα ερχόταν το τέλος. Δεν έπρεπε να εγκαταλείψει. Κάθε φορά για να πάρει κουράγιο σκεφτόταν την ακτή. Αν και δεν είχε κερδίσει παρα ελάχιστη απόσταση εκείνο φανταζόταν πως έφτανε στην ακτή και πως εκεί το περίμενε ενα γεύμα με μπριζόλα και πατάτες τηγανητές. Αυτη η εικόνα του έδινε δύναμη να συνεχίσει την προσπάθεια πόσο όμως θα μπορουσε να αντέξει στις επιθέσεις του καρχαρία ; και τι θα γινόταν αν το κήτος επιχειρούσε υποβρύχιο διεμβολισμό του Ελεονώρα; Όμως όπως είπαμε οι καρχαρίες είναι περίεργα πλάσματα. Εκει που το αγόρι ηταν εξαντλημένο από την υπερπροσπάθεια ο καρχαρίας φάνηκε να σταματάει τις επιθέσεις. Αλλάζοντας τακτική άχισε να κόβει βόλτες γύρω από το κανό διαγράφοντας κύκλους με διάμετρο που όλο και μεγάλωνε. Το αγόρι αναθαρρώντας από αυτή την εξέλιξη ξεκίνησε να κωπηλατεί μπροστα μανιωδώς με όση δύναμη του είχε απομείνει. Οι πρώτες όμως ψιχάλες της βροχής ήδη έφταναν και σε λίγο η βροχή έπεφτε με τόση δύναμη που θα λεγε κανεις πως μια γκρίζα κουρτίνα είχε απλωθεί μεταξύ ουρανού και θάλασσας. Μοιραία τα κύματα έριξαν το αγόρι από το κανό. Κανείς άλλωστε όσο δυνατός και αν ήταν δεν θα μπορούσε να σταθεί πάνω σε ενα μονόξυλο μεσα σε εκείνη την τρικυμία.
Το αγόρι έπρεπε τώρα να κολυμπήσει για την ζωή του αλλά η καρδιά του δεν έστεργε να αφήσει το Ελεονώρα στην τύχη του. Άπλωσε το ένα του χέρι και κράτησε γερά το Ελεονώρα απο το χοντρο σχοινί που ηταν δεμενο στην πλώρη του και άρχισε να το έλκει κολυμπώντας με το ελεύθερο χέρι και τα πόδια. Αυτή η προσπάθεια για να πετύχει απαιτούσε την συνεργασία ενός ακμαίου και ακαταπόνητου μυικου συστήματος και δυο ατσάλινων πνευμόνων. Το αγόρι ήξερε πως τωρα μπορούσε να βασιστεί μονάχα στα όπλα με τα οποία το είχε προικίσει η φύση. Το να ανέβει στο κανό και να επιχειρήσει ξανά κουπί ήταν μάταιο πρώτον γιατι το κουπί του Ελεονώρα είχε πλέον χαθεί οριστικα και δεύτερον γιατί το μονόξυλο είχε βάλει τόσα νερά που θα βούλιαζε αμέσως. Έτσι δεν του έμενε τίποτε άλλο απο το να συνεχίσει το κολύμπι κόντρα στα τεράστια κύματα .
Ευτυχώς ο καρχαρίας για κάποιον άγνωστο και μυστηριώδη λόγο ειχε εντελώς αποσδόκητα απομακρυνθεί σεβόμενος ίσως τον αγώνα του αγοριού. Έτσι το αγόρι συνέχισε να κολυμπάει τραβόντας μαζι του το Ελεονώρα. Το αριστερό του χερι είχε γίνει σκληρό σαν ξύλο χωρίς καμια αίσθηση όταν πλέον αντιλήφθηκε οτι πλησίαζε την παλια σκουριασμένη σημαδούρα του ΚΕΡΑΥΝΟΥ. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και η βροχή είχε κοπάσει. Ο ουρανός είχε αρχίσει να ανοίγει περα στα ανατολικά, κάποιες τρύπες ξαστεριάς είχαν ανοιχτεί πάνω στο γκρίζο πέπλο των σύννεφων. Του ήρθε να κλάψει όταν κάποια στιγμή πέρασε το ορόσημο του ΚΕΡΑΥΝΟΥ αγγίζοντας με τον ώμο του την παμπάλαια σκουριασμένη σημαδούρα. Του απέμεναν ακόμα χιλια μέτρα κολύμπι ισως και λιγότερο αλλά πλέον έβλεπε καθαρά τα φώτα του παραθαλάσσιου ξενοδοχείου και ξεχώριζε φιγούρες ανθρώπων πάνω στην ακτή. Σήκωσε ψηλά το ελεύθερο χέρι του και με όλη την δύναμη όση είχε απομεινει στα πνευμόνια του φώναξε. Η απαντηση δεν άργησε να έρθει. Τον είχαν δει και τώρα οι άνθρωποι στην ακτή κουνούσαν σαν τρελοί τα χερια τους. Κατάλαβε οτι στην ακτή μπροστά στο ξενοδοχείο ηταν οι γόνεις του, συγγενείς και ξένοι άνθρωποι που είχαν βγεί να τον ψάξουν. Τα τελευταία μέτρα δεν τα θυμάται καθόλου. ΄Μηχανικά κολύμπησε σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Αργότερα θυμόταν πως το κύμα το ξέβρασε στην ακτή σαν ένα κομμάτι κούτσουρο και κείνο έγειρε εκεί και αποκοιμήθηκε.
Το αγόροι ξύπνησε αργά τ απόγευμα της επόμενης ημέρας στον θάλαμο ενός νοσοκομείου και γύρω του είδε πρόσωπα που τον κοιτούσαν χαρούμενα αλλα και επιτιμητικά. Του είχαν φέρει λουλούδια γλυκά και κάθε τι που θα μπορούσε να επιθυμήσει. Kείνο όμως δεν ήθελε τίποτα παρα μόνο να μάθει τι απέγινε το Ελεονώρα. Ο θείος του που ήταν εκεί μαζί με όλους τους συγγενείς δακρυσμένος τ απάντησε πως το Ελεονώρα είχε σωθεί χάρη στην υπερπροσπάθεια του. Το κουπί όμως; Το κουπί είχε χαθεί στα κύματα. Το αγόρι έκλεισε τα μάτια ευτυχισμένο καθώς η νοσοκόμα έδιωχνε από γύρω του όλους τους επισκέπτες. Είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τους πιο μεγάλους του φόβους. Είχε αντικρίσει κατάματα την θάλασσα, είχε σταθεί μόνο μέσα στην εχθρική απεραντοσύνη, είχε παλέψει με τον καρχαρία και είχε σε όλες τις δοκιμασίες νικήσει. Αν άνηκε σε κάποια πρωτόγονη φυλή τωρα ο μάγος θα χάραζε πανω στο κορμι του τα τατουάζ της ενηλικίωσης και θα μπορούσε πια να διαλέξει όποια γυναίκα ήθελε. Δεν άνηκε βέβαια στους πρωτόγονους λαούς όμως ο ψυχολογικός αντίκτυπος της επιτυχημένης του δοκιμασίας ηταν ίδιος. Είχε πλέον γίνει άνδρας και το κυριότερο είχε μάθει ότι η ακατάβλητη θέληση του ανθρώπου για ζωή είναι ισχυρότερη ακόμα και απο τις τυφλές δυνάμεις της φύσης.
Δυο μέρες μετά από αυτά η θάλασσα ξέβρασε μπροστάα στο ξενοδοχειο και το βαρυ ξύλινο κουπί…