/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στη Θάλεια Αντωνιάδου

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στη Θάλεια Αντωνιάδου

Η συγγραφέας Θάλεια Αντωνιάδου απέναντί στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος “Αλκήεσσα”.

  1. Κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα σας “Αλκήεσσα” από την Άνεμος εκδοτική. Σε ποια εποχή αναφέρεται και τις σας προσέλκυσε σε αυτή

Πρώτ’ απ’ όλα, σας ευχαριστώ για την συνέντευξη. Το ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου μου αναφέρεται στον 12ο μ.Χ. αιώνα και σ’ ένα γεγονός το οποίο έχει περάσει απαρατήρητο σχεδόν από τα σχολικά βιβλία Ιστορίας: Στην τέταρτη νορμανδική επιδρομή στον ελλαδικό χώρο, το 1147, όπου ο βασιλιάς της Σικελίας Ρογήρος ο Β’ έστειλε τον αρχιναύαρχό του Γεώργιο Αντιοχέα για να κατακτήσει κυρίως τις πόλεις που παρήγαγαν μετάξι και μεταξωτά υφάσματα. Ο Αντιοχέας κατέστρεψε τις πόλεις της Αθήνας, της Εύβοιας, της Κορίνθου και της Θήβας, η οποία σημειωτέον ήταν το κέντρο παραγωγής μεταξιού σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, μεταφέροντας -πέρα από τα λάφυρα- και περίπου τριάντα χιλιάδες αιχμαλώτους στην Σικελία, όλοι εργάτες της μετάξης. Οι αιχμάλωτοι αυτοί επάνδρωσαν την έως τότε φτωχή από δυναμικό υλικό μεταξοβιοτεχνία της Σικελίας, κάνοντάς την ουσιαστικά το καινούριο κέντρο παραγωγής μεταξιού στον κόσμο. 

Αυτό που με προσέλκυσε στην συγκεκριμένη εποχή, ήταν κυρίως δύο πράγματα: αφενός το παραπάνω γεγονός, το οποίο μου φάνηκε εξαιρετικά σημαντικό για να αγνοείται σήμερα η ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν είναι μόνο οι δύο αλώσεις της Κωνσταντινούπολης. Και το γεγονός ότι η Θήβα θεωρούνταν το παγκόσμιο κέντρο παραγωγής μεταξιού, κατά την κρίση μου, δεν έπρεπε να μένει απαρατήρητο. Αφετέρου, η ίδια η εποχή: ήταν πάρα πολύ δελεαστικό να ψάξω στοιχεία για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων τότε. Συνήθως η περίοδος αυτή θεωρείται σκοτεινή και από την έρευνα που έκανα, μόνο σκοτεινή δεν ήταν. Είχα επίσης κατά νου μια ιδέα, που αποφάσισα ότι ήταν ιδανική η περίοδος αυτή της ιστορίας για να ειπωθεί.  

  1. Σκιαγραφήστε μας τις κεντρικές ηρωίδες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους

Είναι δύο κορίτσια, που έχουν κοινά στοιχεία αλλά είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Τα κοινά τους στοιχεία είναι ότι και οι δύο δεν γνωρίζουν από πού βαστά η σκούφια τουςείναι και οι δύο ορφανές. Η μία μεγαλώνει σε ένα κτήμα έξω από την Κόρινθο, με γονείς που είναι μορφωμένοι και η άλλη στην Θήβα, με γονείς που είναι εκτροφείς μεταξοσκωλήκων. Η μία, η Αλκήεσσα, μεγαλώνει σαν homo universalis, πατά στο παρελθόν της αρχαιοελληνικής γραμματείας και οραματίζεται το μέλλον. Η άλλη, η Αγαπία, στηρίζεται στο παρόν και ζει ποθώντας ένα μέλλον στο οποίο ονειρεύεται να γίνει μια άλλη. Αυτό που την οδηγεί είναι κυρίως το ένστικτό της. 

Και οι δύο θα απαχθούν από τους Νορμανδούς της Σικελίας, θα μεταφερθούν εκεί και κάποια στιγμή θα γνωριστούν και αναπόφευκτα θα συγκρουστούν.

  1. Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης; 

Θέλω να πιστεύω ότι ο αναγνώστης θα σκύψει στο βιβλίο με ενδιαφέρον, πρώτα πρώτα για το ιστορικό υπόβαθρο. Προσπάθησα πολύ να δουλέψω την γλώσσα μου (εδώ νομίζω πως πρέπει να αναφέρω ότι το πρώτο πράγμα που έπρεπε να έχω υπόψη μου γράφοντας το βιβλίο ήταν το γεγονός ότι αναφέρεται σε μια εποχή προ Τουρκοκρατίας, άρα έπρεπε να αποφύγω όσο γινόταν τουρκικές λέξεις-δάνεια), ώστε να είναι γλαφυρή και ζωντανή. Ελπίζω ο αναγνώστης να ευχαριστηθεί από το αποτέλεσμα. Τέλος, εύχομαι να καταλάβει τον λόγο για τον οποίο έγραψα το βιβλίο, καθώς θα φτάσει στο τέλος της ανάγνωσης, και που είναι η ιδέα που είχα για την συγγραφή του, όπως αναφέρω και πιο πάνω. 

  1. Ποιοι είναι οι παραλληλισμοί και οι διαφορές του τότε με το σήμερα, ειδικά όσον αφορά το ρόλο της γυναίκας; 

Η γυναίκα εκείνη την εποχή δεν ήταν μορφωμένη. Στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, οι γυναίκες δεν ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν. Στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, αλλά περιοριζόταν μόνο στα θρησκευτικά κείμενα. Όπως αναφέρει και ο Κατακαλών Κεκαυμένος, ιστορικός συγγραφέας εκείνης της εποχής, «τάς θυγατέρας σου ὡς καταδίκους ἒχε ἐγκεκλεισμένας καί ἀπροόπτους». Ο ρόλος της ήταν να αποκτήσει οικογένεια. Υπάρχουν όμως πληροφορίες για γυναίκες που ήταν εξαιρετικά δραστήριες, τόσο στον επιχειρηματικό όσο και τον πνευματικό τομέα. 

  1. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Νομίζω πως μου ήρθε φυσικά, σαν την αναπνοή. Εκδηλώθηκε από νωρίς, εξαιτίας των βιβλίων που διάβαζα. Ήταν κάτι σαν «μπορώ κι εγώ να γράψω μια ιστορία, σαν αυτές που διαβάζω». Ήταν επίσης και ιστορίες που γεννιούνταν μέσα μου και γύρευαν διέξοδο στο χαρτί. Κάθε φορά που γράφω, είναι σαν να γεννώ ένα παιδί που κυοφορείται μέσα μου για καιρό και θέλει να βγει έξω με κάθε τρόπο. Όταν ολοκληρώνω την συγγραφή, αισθάνομαι ανακούφιση που βγήκε. Δεν βαστά για πολύ, όμως. Ακολουθεί μια περίοδος αίσθησης κενού, σαν κάτι να λείπει, μέχρι την στιγμή που θα γεννηθεί μέσα μου μια καινούρια ιδέα που θέλει κι εκείνη να κυοφορηθεί, να μεστώσει, να ολοκληρωθεί. 

  1. Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας; 

Μια δύσκολη τέχνη που απαιτεί από τον εργάτη της να εκφράσει όσο το δυνατόν περισσότερο και καλύτερα μπορεί την ιστορία που έχει μέσα στο κεφάλι του, προσπαθώντας να την μεταφέρει – όσο πιο ακέραια γίνεται, χρησιμοποιώντας και δουλεύοντας ολοένα πάνω στα εκφραστικά και γλωσσικά του εργαλεία – στον παραλήπτη της που είναι ο αναγνώστης. Αυτός τελικά με τη σειρά του θα αποκωδικοποιήσει την γραφή και θα γίνει κοινωνός της ιστορίας, συμμετέχοντας με αυτό τον τρόπο στην ολοκλήρωση της τέχνης. 

  1. Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο; 

Αυτή είναι μεγάλη πίκρα, πραγματικά. Νομίζω πως ξεκινάει από την ίδια την οικογένεια. Αν δεν δοθούν ερεθίσματα από τους γονείς, τα παιδιά δεν θα μάθουν ποτέ να διαβάζουν -και δεν ξέρουν τι χάνουν. Νομίζω επίσης πως έχουμε συνηθίσει στην δύναμη της εικόνας και δικαιολογούμε τον εαυτό μας πως δεν έχει χρόνο να διαβάσει. Είναι πιο εύκολοι, βλέπετε, οι υπότιτλοι μιας ταινίας για ανάγνωση… Δεν μας περνά από το μυαλό η σκέψη πως απλά τρώμε έτοιμο φαγητό, που δεν απαιτεί από εμάς σπατάλη φαιάς ουσίας. Δεν καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε τον έλεγχο της δικής μας κρίσης, που έρχεται μόνο όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο και σιωπηρά ανοίγουμε διάλογο τόσο με τον συγγραφέα που έγραψε το βιβλίο, όσο και με τον εαυτό μας που είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί είτε παράγει νέες ιδέες που δεν είχε μέχρι τότε σκεφτεί. Το να διαβάζεις σημαίνει αυτονόμηση του πνεύματος, άνοιγμα σε νέους ορίζοντες που δεν είχαμε καν φανταστεί. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι πως η νέα γενιά θα ανατρέψει αυτή τη στάση και πως θα αρχίσουμε να βλέπουμε ανθρώπους να διαβάζουν στο μετρό ή στις στάσεις των λεωφορείων, μη θέλοντας να αφήσουν το βιβλίο τους να τους περιμένει στο σπίτι. 

  1. Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Διάβασα πρόσφατα πως η Γαλλία αποφάσισε να βγάλει τα ψηφιακά κείμενα από τα σχολεία της και να επαναφέρει το φυσικό βιβλίο. Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο. Το βιβλίο νικά και έχει την θέση του στην ψηφιακή εποχή μας. Θα το έχετε ακούσει κι εσείς, φαντάζομαι, πως η αίσθηση της φυσικής σελίδας που φυλλομετράς είναι απαράμιλλη. Η μυρωδιά του χαρτιού, το τσάκισμα της σελίδας, ο ήχος της όταν την γυρνάς, είναι αναντικατάστατα. 

  1. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Μου βάζετε δύσκολα! Ποιο να ξεχωρίσω απ’ όλα; Θα προσπαθήσω απαντώντας με τη σειρά που μου έρχονται και όχι ιεραρχικά:

-Η μεγάλη χίμαιρα, του Καραγάτση.

-Η φυλακή της ελευθερίας, του Μίκαελ Έντε

-Η γνώση των αγγέλων, της Τζιλ Πέιτον Γουόλς

-Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων, του Ικέρ Χιμένεθ

-Ο λαβύρινθος των πνευμάτων, του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν    

  1. Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη; 

Πιστεύω στην εντροπία. Είναι συναρπαστικό το να σκέφτεται κανείς ότι τα πάντα τείνουν προς την αταξία και ότι καθώς τείνουν, συμβαίνουν τυχαίες συμπτώσεις που μπορεί να επηρεάσουν την άλλη άκρη του σύμπαντος. Δεν πιστεύω ούτε στην μοίρα ούτε στην τύχη. 

  1. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας; 

Χρειαζόμαστε περισσότερη ενσυναίσθηση. Η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι περισσότερος ρομαντισμός ή περισσότερος ρεαλισμός οδηγούν είτε στην αυτοκαταστροφή ή στην καταστροφή. Χρειαζόμαστε ισορροπία. Τόσο ο ρομαντισμός όσο και ο ρεαλισμός στις εφαρμογές τους μας κάνουν ετερόνομους.