Η συγγραφέας Φωτεινή Καϊοπούλου απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που της θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος “Συνάντηση με την Κλερ”.
- Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ανεμολόγιο το μυθιστόρημά σας «Συνάντηση με την Κλερ». Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;
Είναι ένα μυθιστόρημα που δύσκολα μπορεί να ενταχθεί καθαρά σε κάποιο είδος. Μπορεί να χαρακτηριστεί κοινωνικό, μυστηρίου, ψυχογράφημα, αγγίζει και το μεταφυσικό… Περιγράφει τη διαχρονική ανάγκη για επικοινωνία, τις αναστολές μιας μοναχικότητας που προέκυψε από ένα δυσαρμονικό περιβάλλον, την απελευθερωτική δύναμη της φαντασίας, μέσα από τις δύο βασικές ηρωίδες, την Κλερ και τη Φωτεινή. Οι δύο γυναίκες παρά τη φαινομενική διαφορετικότητά τους ( η μία έζησε τον 18ο αιώνα στη Γαλλία ως αριστοκράτισσα, η άλλη στο τώρα στη Θεσσαλονίκη ως μικροαστή, η Κλερ είναι έφηβη, η Φωτεινή μεσήλικας, η μία γράφει για τη ζωή της, η άλλη προσπαθεί να πετύχει ως συγγραφέας) συναντιούνται με κάποιο τρόπο νικώντας τον χρόνο, για ν΄ ανακαλύψουν η μία την άλλη και η καθεμιά τον εαυτό της μέσα στην άλλη, την ταύτισή τους και όσα τις εμποδίζουν να γίνουν αυτό που λαχταρούν.
- Σκιαγραφήστε μας τις δύο κεντρικές ηρωίδες. Ποιοι είναι οι στόχοι και τα κίνητρα τους;
Η Κλερ, γόνος της αριστοκρατίας της Βουργουνδίας, μεγαλώνει προσπαθώντας να γίνει το «καλό παιδί» για τη μητέρα της, προκειμένου να κερδίσει την προσοχή και την αγάπη της. Απωθεί κάθε πραγματικότητα που την πληγώνει και προστατευμένη μέσα στη φαντασία της και τον κόσμο που πλάθει για να ζήσει, δρα με γνώμονα την ικανοποίηση της μητέρας, από κάποιο σημείο μάλιστα και μετά, θεωρεί ότι είναι η μόνη που την προστατεύει – η κόρη την μητέρα- και δεν διστάζει να φτάσει σε ακραίες πράξεις για να εξασφαλίσει τη ζωή και την ευδαιμονία της.
Η Φωτεινή δεν προσπαθεί καν να κερδίσει τη μητέρα της, έχει χάσει τη μάχη εξ΄ αρχής. Εγκαταλειμμένη, την μεγαλώνει η γιαγιά της, η οποία της ανοίγει τους ορίζοντες της λογοτεχνίας και την ωθεί να εκφραστεί μέσα απ’ αυτήν. Καθώς πορεύεται στη ζωή της μόνη, βρίσκει καταφύγιο και λιμάνι στη γραφή. Απελευθερώνεται μονάχα μέσα από την φαντασία, μόνο έτσι τολμά να σκαλίσει κρύπτες και ανήλιαγα υπόγεια, να συναντήσει την Κλερ και μαζί οι δυο τους, με τη λάμψη που μαρτυρά το όνομά τους, να διαλύσουν τα σκοτάδια τους και ν΄ αναδυθούν στο φως.
- Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Δεν πιστεύω, ελπίζω μόνο να αποκομίσει μια πιο βαθιά κατανόηση των συναισθημάτων και εμπειριών των ανθρώπων, να προβληματιστεί και να τολμήσει μια ενδοσκόπηση. Προσπαθώ να γράφω με τρόπο που αγγίζει τους αναγνώστες και τους κάνει να νιώθουν ότι δεν είναι μόνοι στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Θα ήθελα να τους παροτρύνω να σκεφτούν πάνω στα θέματα που θίγει το βιβλίο, διαφορετικά ίσως για τον καθένα, εκείνα στα οποία οι ίδιοι θα επιλέξουν να εστιάσουν. Δυσκολεύομαι να γενικεύσω σε ένα μήνυμα, το ίδιο για όλους. Ας διαλέξει καθένας μόνος κι ας κερδίσει ό,τι αντέχει και ό,τι του αξίζει. Χαίρομαι να σκέφτομαι ότι ίσως καταφέρω να μεταφέρω μια νότα αισιοδοξίας και πίστης, ότι παρά τις αντιξοότητες της ζωής, στο τέλος όλα βρίσκουν το δρόμο τους κι ας μη γνωρίζουμε από την αρχή ποιος είναι.
- Πώς απεικονίζονται οι αξιακές αλλαγές και ο ρόλος της γυναίκας μέσα από την πλοκή;
Οι δύο βασικές ηρωίδες αντανακλούν τα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της εποχής τους.
Η Κλερ του 18ου αιώνα είναι μια αρχοντοπούλα που μεγαλώνει με υπηρέτες και υποτακτικούς με τους οποίους της απαγορεύεται να συγχρωτίζεται, άσχετα από το ότι ίδια δεν το τηρεί και τους χρήζει «οικογένεια». Στόχος του πατέρα που ορίζει τη ζωή της, είναι να εκπαιδευτεί κατάλληλα, ώστε να σταθεί αντάξια στο πλευρό ενός συζύγου, επιφανούς και με τίτλο, πιθανότατα και πολύ μεγαλύτερού της. Όταν τα σχέδια ανατρέπονται επειδή αρρωσταίνει, την απομονώνουνε σ΄ ένα δωμάτιο ως κρυφή ντροπή της οικογένειας και μίασμα και πια δεν υπάρχει μέλλον γι’ αυτήν. Χωρίς άντρα στο πλευρό της, δεν υφίσταται.
Η Φωτεινή του σήμερα είναι μια σύγχρονη γυναίκα, ζει μόνη, αυτόνομη οικονομικά και ανεξάρτητη και παρότι κάποιοι άντρες επηρέασαν τη ζωή της, ίσως και περισσότερο από όσο θα ήθελε, δεν υπέκυψε στην ανάγκη της συντροφιάς χωρίς προϋποθέσεις. Ορίζει μόνη τη ζωή της, αναλαμβάνει την ευθύνη των λαθών της και προσπαθεί με το δικό της τρόπο να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή της.
Και στις δύο όμως εποχές, παρ΄ ότι άντρες κρατούν τα ηνία, είναι τελικά γυναίκες εκείνες που καθορίζουν τη μοίρα των δύο ηρωίδων, με πρώτη και καλύτερη τη μητέρα της καθεμιάς και δευτερευόντως μια γιαγιά, μια κουβερνάντα…
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Μέσω της γραφής εξερευνώ και αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου και τον κόσμο∙ ορίζω τη θέση μου σ΄ αυτόν και την επικοινωνώ για να με βρουν. Άρα το ερέθισμα ήταν η ανάγκη μου να εκφράσω σκέψεις, συναισθήματα και ιδέες με έναν τρόπο που να μπορεί να αγγίξει και να επηρεάσει άλλους ανθρώπους. Υπαρξιακός φόβος ή φόβος μοναξιάς; Ανάγκη δημιουργικότητας; Δεν ξέρω. Ούτε μπορώ να απαντήσω γιατί συγγραφική και όχι θέατρο, μουσική, ζωγραφική∙ αυτός είναι ο δικός μου τρόπος.
Από μικρή, η αγάπη για το βιβλίο με ώθησε να φτιάξω τις δικές μου ιστορίες. Και παρ΄ ότι απέκλεισα νωρίς τις θεωρητικές ή κλασσικές σπουδές και με κέρδισαν οι θετικές λεγόμενες επιστήμες -σπούδασα Γεωπονία- η λογοτεχνία ήταν πάντα θρονιασμένη στην καρδιά μου. Η συγγραφική μου έδωσε τη δυνατότητα να συνδεθώ με την ανθρωπότητα μέσα από την τέχνη της αφήγησης. Ήρθε στη ζωή μου ως ανάγκη αυτοπροσδιορισμού, ως διαδικασία αυτογνωσίας, ως τρόπος να επεξεργαστώ προσωπικές εμπειρίες και δυσκολίες. Μέσα απ΄ αυτήν, μπορώ να δώσω νόημα στις εμπειρίες μου, να ψάξω λύσεις σε προβλήματα και να μοιραστώ τις σκέψεις και τις ανακαλύψεις μου με άλλους, να επικοινωνήσω τα κεκτημένα, τους προβληματισμούς, τα αδιέξοδα, τις εξόδους.
- Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Όπως προανέφερα, οι ακαδημαϊκές σπουδές μου απέχουν από τη λογοτεχνία ως αντικείμενο σπουδής και μελέτης, άρα θα προσπαθήσω να απαντήσω ως «κοινός θνητός», με βάση την προσωπική αντίληψη και αίσθημα, με όλο το δέος και το σεβασμό που νιώθω απέναντί της.
Πολλοί δάσκαλοι στις σχολικές αίθουσες των μαθητικών χρόνων της γενιάς μου, μιλώντας για τη σπουδαιότητα του βιβλίου ανέφεραν συχνά ότι αποτελεί «παράθυρο στον κόσμο». Μεγαλώνοντας, θεωρώ ότι αυτό το παράθυρο είναι η λογοτεχνία που εκτός από γνώση, μας προσφέρει ποικίλα συναισθήματα και δυνατές συγκινήσεις.
Είναι ένα μέσο που συνδυάζει τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την κριτική σκέψη, και μας προσφέρει τη δυνατότητα να κοιτάξουμε τον κόσμο μέσα και γύρω μας, να ανακαλύψουμε ό,τι αντέχουμε, να παρατηρήσουμε τη ζωή σε άλλους τόπους και με άλλες συνήθειες και να την δούμε από διαφορετικές οπτικές κάθε φορά. Να λειτουργήσουμε ως θεατής αλλά και σκηνοθέτης ταυτόχρονα, να ταυτιστούμε, ν΄ απορρίψουμε, να προβληματιστούμε, να γελάσουμε και να κλάψουμε με την ελευθερία του παιδιού, χωρίς τα φίλτρα της ενηλικίωσης και της εκλογίκευσης. Είναι μια γέφυρα που ενώνει ανθρώπους διαφορετικού πολιτιστικού υπόβαθρου, από άλλες εποχές και περιβάλλοντα και επιτρέπει την κατανόηση και την επικοινωνία πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου.
Τελικά, θα έλεγα ότι η λογοτεχνία είναι το παράθυρο της ψυχής μας προς την ανθρωπότητα αλλά και το Σύμπαν. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω την εσωτερική έξαψη κάποιου που ασχολείται μαζί της με κάθε τρόπο;
- Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λογοτεχνία λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Η ευκολία των οθονών που μας κατακλύζουν, το διαδίκτυο και οι τρόποι διασκέδασης και ψυχαγωγίας που δεν απαιτούν ούτε προσήλωση, ούτε πολλή σκέψη, δεν αποτελούν δικαιολογία δεδομένου ότι το ίδιο ισχύει σε όλο τον κόσμο. Θα μπορούσε η έλλειψη χρόνου να είναι ένας λόγος. Ειδικά μετά την οικονομική κρίση, είναι εξοντωτική η προσπάθεια του μέσου Έλληνα να κρατήσει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο με περισσότερες ώρες εργασίας, με δύο ή και τρεις δουλειές και με κακή ψυχολογία, χωρίς αισιόδοξα μηνύματα για το μέλλον. Ο μέσος Ευρωπαίος νομίζω ότι δεν έχει πληγεί τόσο πολύ. Ο κύριος όμως λόγος θεωρώ ότι είναι η διαφορετική κουλτούρα. Οι Ευρωπαίοι έχουν το βιβλίο τους παραμάσχαλα όπου κι αν βρεθούν και εκμεταλλεύονται ακόμη και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο για να διαβάσουν (στο πάρκο, στα μέσα μεταφοράς, στην αναμονή στο γιατρό…). Ακόμη και στο αυτοκίνητο, μπορεί να ακούνε audio books. Μ΄ αυτή την εικόνα και συνήθεια μεγαλώνουν τα παιδιά τους και είναι αυτονόητο ότι θα το αναπαραγάγουν. Οι Έλληνες δίνουμε έμφαση στα βιβλία που θα μας εξασφαλίσουν ακαδημαϊκές γνώσεις και επαγγελματική αποκατάσταση, με στόχο την οικονομική εξασφάλιση, όχι την πνευματική αναζήτηση. Δεν νιώθουμε καμιά έλλειψη, δεν αναγνωρίζουμε την ανάγκη, δεν αναρωτιόμαστε γιατί εκλείπει ο μιμητισμός σ΄ αυτή τη συνήθεια των Ευρωπαίων. Περήφανοι και υπερόπτες, αρκούμαστε στη σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά μας και θεωρούμε ότι καθόλου δεν είναι απαραίτητο να κουνήσουμε κι εμείς λίγο το δαχτυλάκι μας. Η πολιτεία, η κοινωνία, το σχολείο, φέρουν τις ευθύνες τους. Η ανάγνωση ως ευχαρίστηση δεν ενθαρρύνεται και η λογοτεχνία παρουσιάζεται ως υποχρέωση παρά ως πηγή απόλαυσης και εξέλιξης. Όταν από τις μικρές τάξεις του Δημοτικού σχολείου η έμφαση δίνεται στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο ή πολλές φορές και οι ίδιοι οι διδάσκοντες δεν είναι επαρκώς καταρτισμένοι, όταν η πολιτεία δεν στηρίζει οικονομικά σχετικά εγχειρήματα, το βάρος πέφτει ολόκληρο στην οικογένεια. Κι αν κάποιος έχει την τύχη να μεγαλώσει σε οικογένεια που θεωρεί ότι το βιβλίο σε κάνει καλύτερο άνθρωπο -όχι απαραίτητα πλουσιότερο- έχει καλώς, θα συμπεριληφθεί στο μικρό ποσοστό των Ελλήνων που διαβάζουν.
- Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Τον ίδιο που είχε και πριν, με άλλη μορφή. Το ότι τείνει να αντικατασταθεί η υλική του υπόσταση από την ψηφιακή, δεν σημαίνει ότι το κείμενο θα χάσει την αξία του. Οι ιστορίες γράφονται και διαβάζονται αιώνες τώρα κι έτσι θα συνεχίσουν, απλά με άλλο τρόπο. Είναι η τεχνολογική εξέλιξη στη γραφή. Το βιβλίο διατηρεί έναν πολυδιάστατο ρόλο, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις και αποτελεί πάντα μνημείο της ανθρώπινης σκέψης και δημιουργικότητας. Οι καινούργιοι αναγνώστες, εκείνοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν με την εικόνα και τις οθόνες, ίσως θα επιλέξουν τη νέα τεχνολογία. Τα κείμενα ταξιδεύουν πιο γρήγορα και πιο μακριά, δεν έχουν βάρος, στα e-books υπάρχει η δυνατότητα να αναζητήσει κανείς ενσωματωμένα λεξικά και υποσημειώσεις, υπάρχουν πλεονεκτήματα όπως και να ’χει. Οι περισσότεροι από τους παλιότερους ακόμη αντιστέκονται και επιμένουν στη μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού, το απτό υλικό στα χέρια τους -κάθε γενιά εμπιστεύεται αυτό που γνωρίζει. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι η υλική μορφή του βιβλίου δεν έχει μέλλον, ότι θα πάψει να υπάρχει εντελώς. Η φυσική παρουσία του προσφέρει μια μοναδική αισθητική και απτική εμπειρία, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί πλήρως από τις ψηφιακές πλατφόρμες. Τι έγινε με τους δίσκους μουσικής ή τις εφημερίδες; Οι δίσκοι βινυλίου εξαφανίστηκαν αρχικά με την εμφάνιση του mp3, όπως και η έντυπη μορφή εφημερίδων με την μετακίνηση των αναγνωστών και των ειδήσεων στο διαδίκτυο αλλά και το βινύλιο επέστρεψε με δόξα και τιμή και πολλοί αναγνώστες επιμένουν να ξεφυλλίζουν τελετουργικά τις έντυπες εκδόσεις των εφημερίδων. Το σημαντικό είναι να παραμείνει αυτό που μεταφέρει το βιβλίο -έντυπο ή ηλεκτρονικό– διασφαλίζοντας τη συνεχή παρουσία του στο σύγχρονο κόσμο. Δε νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον του ανθρώπου χωρίς τη γραφή.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Αστειεύεστε φαντάζομαι. Δυσκολεύομαι να διαλέξω πέντε ρούχα που θα βάλω στη βαλίτσα μου κάθε φορά που ταξιδεύω, θα επιλέξω πέντε βιβλία από τα τόσα που αγάπησα; Αδυνατώ. Άρα θα σας απαντήσω αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτώ πολύ και δίχως να διορθώσω, διαφορετικά θα αναιρώ συνέχεια την πεντάδα. «Πολιτεία» του Πλάτωνα, «Ασκητική» του Καζαντζάκη, «Ο μικρός πρίγκιπας» του Antoine de Saint-Exupéry, «Confiteor» του Cabre Jaume και τέλος, «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, έτσι για να τιμήσω και τη Μικρασιατική καταγωγή μου. Από τα υπόλοιπα υπέροχα, ζητώ συγγνώμη.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Η ζωή μας όλη, νομίζω ότι διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό και των δύο. Πιστεύω ότι ένα μοιραίο ή τυχαίο γεγονός μπορεί να την επηρεάσει και να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία της αλλά δεν θεωρώ ότι ευθύνεται αυτό καθαυτό το γεγονός. Η θέση που θα λάβουμε απέναντί του, η στάση και οι επιλογές μας, αυτά είναι που μας καθορίζουν. Άρα η ευθύνη βαραίνει τους δικούς μας ώμους. Νομίζω ότι όλοι καθώς μεγαλώνουμε αποκτούμε τη βιωματική γνώση τέτοιων γεγονότων που δίνουν στη ζωή μας έναν μοναδικό χαρακτήρα και νόημα, κάνοντας την πιο ενδιαφέρουσα και γεμάτη προκλήσεις. Κάποιοι θεωρούν ότι μας συμβαίνουν επειδή μ΄ αυτό τον τρόπο διδασκόμαστε και εξελισσόμαστε ως πνευματικά όντα, ότι η μοίρα ορίζει μια προδιαγεγραμμένη πορεία που κάποιος ή κάτι έχει καθορίσει. Συμφωνώ ότι μπορεί να λειτουργεί έτσι, αλλά η εξέλιξη απαιτεί δράση κι ευθύνη, είναι απόφαση, προσπάθεια, δεν αρκεί ένα εξωτερικό γεγονός που θα μας κάνει απλά ν΄ αντιδράσουμε, για να την πετύχουμε. Εν κατακλείδι, πιστεύω στη μοίρα που κρατάμε στα χέρια μας.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Αν χρειαζόταν να επιλέξω πριν τριάντα χρόνια, με σιγουριά θα απαντούσα ότι ο ρεαλισμός είναι εκείνος που μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε την αμείλικτη πραγματικότητα, μας κάνει να συγκεντρωθούμε στους στόχους μας, να επικεντρωθούμε στην ουσία χωρίς τον παρορμητισμό των συναισθημάτων που συχνά μας εκτρέπουν από την επιλεγμένη πορεία. Η ζωή είναι σκληρή και μόνο αν αντιληφθούμε πόσο, μπορεί να καταφέρουμε να ανταπεξέλθουμε σ΄ αυτή τη σκληρότητα. Ο ρεαλισμός λοιπόν, είναι εκείνος που μας κρατά γειωμένους, μας βοηθά να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις με πρακτικότητα, να λαμβάνουμε αποφάσεις βασισμένες σε πραγματικά δεδομένα.
Σήμερα, επίσης με σιγουριά, γέρνω προς τον ρομαντισμό. Νομίζω ότι είναι πιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, έχουμε μια φυσική τάση προς αυτόν. Μόνο αν συνειδητά τον υιοθετήσουμε ως στάση ζωής, έχουμε πιθανότητα να γλιτώσουμε από την ισοπέδωση της καθημερινής αγριότητας και ν΄ αντιληφθούμε αυτό το κάτι παραπάνω της ζωής που ξεφεύγει από την καμπύλη της πεζής καθημερινότητας και της δίνει μεγαλύτερη αξία. Ο ρομαντισμός προσφέρει την αναγκαία δόση φαντασίας, ελπίδας και αισιοδοξίας που μας βοηθά να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και να ονειρευόμαστε ένα καλύτερο μέλλον.
Πολύ ωραία το έθεσε ο Αυστριακός ζωγράφος Γκούσταφ Κλιμτ και συνέδεσε τις δύο τάσεις: «Η ζωή πάνω στη γη είναι πολύ ευχάριστη για όποιον βρίσκει κάποιο νόημα στην ασχήμια». Αν μάθουμε να ψάχνουμε την ομορφιά, εκτός από τη χαρά της αναζήτησης, κερδίζουμε και την πιθανότητα να τη βρούμε.
Τελικά, ίσως χρειαζόμαστε και τα δύο: τον ρομαντισμό για να εμπνεόμαστε και να βρίσκουμε νόημα, και τον ρεαλισμό για να υλοποιούμε τα όνειρά μας.