Η συγγραφέας Δέσποινα Χαραλάμπους απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας με αφορμή την κυκλοφορία της νέας της συλλογής διηγημάτων «Από τη μεριά του Προβάτου»
Κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων σας “Από τη μεριά του προβάτου” από τις εκδόσεις Γραφή. Τι πραγματεύεται και γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο τίτλο;
Το αγαπημένο μου πρόβατο, λίγο πριν σφαχτεί, εκτίθεται άθελά του στην πιο ευχάριστη εμπειρία της ζωής του. Είναι ο τίτλος ενός διηγήματος που έδωσε τα φώτα του σε όλη τη συλλογή για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι οι περισσότεροι αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας σαν αθώο πρόβατο, παρά σαν κακό λύκο, οπότε μπορείτε να το πάρετε και σαν φιλοφρόνηση στο αναγνωστικό κοινό. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τον κακόμοιρο τον λύκο που κρύβουμε μέσα μας. Θέλω να του δείξω τη μεριά του προβάτου, ότι κάπως έτσι περνά και εκείνο, με προσδοκίες και απογοητεύσεις και όνειρα που δεν θα πραγματοποιηθούν. Οπότε μπορεί να ορέγεται πρόβατα χωρίς ενοχές και φυσικά χωρίς καθόλου μίσος. Το βιβλίο εστιάζει στη μία και μοναδική στιγμή -γι αυτό και σύντομες οι ιστορίες- που χωρίζει την ευτυχία από τη δυστυχία, την ελπίδα από την απόγνωση, εντέλει τη ζωή από το θάνατο.
Σκιαγραφήστε μας τους χαρακτήρες του βιβλίου. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους, τα κίνητρα τους;
Όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου βασίζονται σε ανθρώπους που έχω γνωρίσει κατά καιρούς. Είναι άνθρωποι μοναχικοί, εσωστρεφείς, επιρρεπείς σε απονενοημένα διαβήματα, λιγομίλητοι και σφίγγες όσον αφορά στον εαυτό τους. Και τότε πώς έμαθα όλες αυτές τις λεπτομέρειες γι αυτούς; Είναι πολύ απλό, δεν τις έμαθα ποτέ, τις φαντάστηκα. Όπως όταν καθόμαστε στην παραλία στο Λουτράκι τα βράδια του καλοκαιριού και περνάνε μπροστά μας οι περιπατητές, πάνω-κάτω ίσα με δέκα-δώδεκα φορές. Στο τέλος της μέρας είναι οι δικοί μας άνθρωποι.
Υπάρχουν κοινά στοιχεία, ένας συνδετικός ιστός ανάμεσα στις ιστορίες;
Παραλίγο, τόσο δα, θα ήταν όλα τέλεια. Η ματαίωση διατρέχει τις ιστορίες μου, αλλά –δεν μπορείς να το αρνηθείς- μέχρι τότε όλοι πέρασαν καλά.
Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, ο αναγνώστης;
Ελπίζω να εκπλαγεί, να χαμογελάσει, να διαβάσει μία ιστορία ακόμη εκεί που έλεγε ότι θα σταματήσει, να διηγηθεί μια στους φίλους του, να πάρει το βιβλίο στην τουαλέτα, να στηρίξει το πόδι του τραπεζιού, ν’ ακουμπήσει τον καφέ του, όλες αυτές τις υπέροχες χρήσεις που έχει ένα βιβλίο. Προσοχή όμως, για βάρος δεν κάνει.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Άρχισα να γράφω όταν κατάλαβα ότι δεν είχα καλό χέρι για να σκιτσάρω, δεν είχα μουσικό αυτί για να ξεχωρίζω τις νότες και ο χορός δεν ήταν σοφή επιλογή για μένα. Η γραφή είναι η καλύτερή μου φίλη, είμαστε από μικρές μαζί, ξέρω τους φόβους της και τις αδυναμίες της, την αλαζονεία και τα κόλπα της, γενικά δεν μπορεί να μου τη φέρει και γι αυτό την αγαπώ.
Τι αποτελεί λογοτεχνία, για εσάς;
Η Βιβλιοθήκη του Μπόρχες, όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί γραμμάτων.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Η ψηφιακή εποχή, μια μεγάλη καμπή στον ανθρώπινο πολιτισμό -τυχεροί κι εμείς που ζούμε τα παιδικά της χρόνια- έχει επιβάλει την έννοια του άυλου στη ζωή μας. Άυλα αρχεία, άυλες σχέσεις, άυλη επανάσταση, άυλη απόγνωση. Το σινεμά ήταν πάντοτε άυλο, και η μουσική και το θέατρο. Το βιβλίο μάλλον θα μείνει υλικό, όπως και ο δίσκος βινυλίου, κάτι σαν άγκυρα στην πραγματικότητα.
Γιατί οι Έλληνες, παρά την πλούσια λογοτεχνική ιστορία τους, είναι από τους λαούς που διαβάζουν λιγότερο;
Οι Έλληνες φοβούνται σαν τον διάολο τη μοναξιά τους. Το διάβασμα θέλει απομόνωση, συγκέντρωση και αποδοχή του αναπόφευκτου, δηλαδή να κάνεις υπομονή μέχρι τη λύση του συγγραφέα. Οι Έλληνες προτιμάμε να μιλάμε ασταμάτητα για να καλύψουμε το κενό της ζωής μας, να διαμορφώνουμε γρήγορα απόψεις για να αρέσουμε σε πολλούς, να ξορκίζουμε τις ελλείψεις μας με απελπισμένα γλέντια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν διαβάζουμε λογοτεχνία, τη ζούμε.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
«Ο Πυρετός της Ουρμπικάνδης» των Schuiten-Peeters, «’Απαντα Πεζά» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ubik» του Philip K. Dick, «Το Μεγάλο Ρεμάλι» του Reiser, «Τα Τραγούδια» του Νίκου Γκάτσου (Φύσα Αεράκι Φύσα Με).
Έχετε μια πλούσια δημιουργική πορεία σε αρκετούς τομείς. Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει περισσότερο;
Προφανώς αυτά που δεν έκανα: Η κβαντική φυσική, η θεραπευτική ιατρική, η αστροφυσική, η σεισμολογία, η δημιουργία φαρμάκων, η στατιστική, η εγκληματολογία, η οργανική χημεία, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Δύσκολη ερώτηση, με παγίδες. Αν πεις το ένα θα σε κυνηγούν οι μελλοθάνατοι, αν πεις το άλλο θα σε προγράψουν οι νεογέννητοι. Έτσι κι εγώ δεν θα πάρω θέση… τσουπ, μπήκε από το παράθυρο ο κομφορμισμός.