Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Ο Πλάτωνας λέει ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια εσωτερική διορατικότητα, μια δύναμη που τους ωθεί στη δημιουργικότητα και γίνεται εμπνευστική ωραίων και καλών πραγμάτων για τους άλλους.
Ένας τέτοιος άνθρωπος (πηγή έμπνευσης για τους νέους του 5ου αιώνα π Χ, και προπάντων για τους μαθητές του, επιφανέστεροι των οποίων ο Πλάτων και ο Ξενοφών), ήταν ο αρχαίος Αθηναίος φιλόσοφος Σωκράτης (470 ή 469 – 399 π Χ).
Ο Σωκράτης ο οποίος – στην κλίμακα των αξιών της εποχής του – εκπροσωπούσε το μέτρο της ελληνικής ψυχικής διορατικότητας και συνταίριαζε μοναδικά την ισορροπία ψυχής και λογικής με την έμφυτη έφεσή του για το σωστό βάσει της σκέψης, της ανάλυσης, της σύνθεσης και της κρίσης.
Οι καθολικοί ορισμοί, οι έννοιες, οι συλλογισμοί και οι φιλοσοφικοί όροι ήταν ασφαλώς δημιούργημα των αρχαίων Ελλήνων, αλλά αποκτούσαν ξεχωριστό νόημα στη διδασκαλία του Σωκράτη, έτσι που έκανε τα παιδιά να διψούν και να λαχταρούν για γνώση σε κλειστούς και (προπάντων) σε ανοιχτούς χώρους, αφού η Αθήνα της εποχής τους ήταν χάρμα ιδέσθαι.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν να παίρνει ονειρικές διαστάσεις η διδασκαλία του σπουδαίου φιλοσόφου (δια της μαιευτικής τέχνης στον διάλογο) στις δασώδεις πλαγιές του Υμηττού και τις όχθες του Ηριδανού, του Κηφισού και του Ιλισσού (κοντά στο Ιερό των Μουσών, κάτω από τα πλατάνια), με επιπρόσθετο πλεονέκτημα το άριστο κλίμα της Αθήνας και τον μυρωμένο από αρώματα λουλουδιών, θυμαριού και πεύκων αέρα, ο οποίος κυοφορούσε την αλμύρα της θάλασσας που περιέβρεχε τις ακτές της Αττικής στον Σαρωνικό Κόλπο.
Τα παιδιά και οι έφηβοι που συναντούσαν τον Σωκράτη εκεί, αλλά και στα Γυμνάσια (Λύκειο-Κυνόσαργες-Ακαδημία), τις παλαίστρες και την Αγορά, τον τριγύριζαν με απληστία για να μάθουν και να χαρούν χωρίς να πληρώσουν, καθώς η αφιλοχρηματία ήταν ζήτημα αρχής για τον Σωκράτη (Ξενοφών: ”Απομνημονεύματα”).
Να μάθουν για τη φιλία, τη δικαιοσύνη, τον έρωτα, την ανδρεία και την αλήθεια (Πλάτων: ”Λύσις”). Να αποκτήσουν γνώσεις χρησιμότητας (σ.σ: τις μη χρήσιμες γνώσεις ο Σωκράτης τις θεωρούσε ”μωρία”), ώστε να μυηθούν στον ελληνικό τρόπο ζωής ο οποίος δεν διαχώριζε τον ψυχικό από τον πραγματικό τρόπο και, επιπλέον, συνταίριαζε την αισθητική με την πνευματικότητα, τη λογική με το συναίσθημα και την ομορφιά με την αλήθεια.
Τον ελληνικό τρόπο ζωής που ήταν θεμελιωμένος: α) στη λατρεία της ζωής (βλ. Πλάτων ”Συμπόσιον”, όπου οι συνδαιτημόνες απολάμβαναν νερωμένο κρασί, πίτες, τυριά και ξηρούς καρπούς παρακολουθώντας το θέαμα με τις αυλητρίδες, τους ακροβάτες, τους ταχυδακτυλουργούς και τους γελωτοποιούς, για να ξεδώσουν μετά το δείπνο παίζοντας σκάκι ή ζάρια). Και β) στη λατρεία του λόγου, σε αντίθεση με τον ασιατικό τρόπο ζωής ο οποίος βασιζόταν στην άρνηση της ζωής και του λόγου, καθώς τα είχε υπαγάγει αμφότερα στην κυριαρχία του απόκοσμου (Edith Hamilton: ”Αθάνατη Ελλάδα”).
Ο Σωκράτης, ωστόσο – μ’ όλους τους πειρασμούς των υπερβολών να τον περιτριγυρίζουν – δεν έπαψε ποτέ να είναι δάσκαλος του μέτρου, της ηθικής και των αξιών (με πρώτη την αρετή της αυτογνωσίας) στο πλαίσιο της ελληνικής ψυχικής διορατικότητας (Διογένης Λαέρτιος: ”Βίοι φιλοσόφων”).
Παραμέριζε, μάλιστα, ο,τιδήποτε επιφανειακό και πήγαινε κατευθείαν στην ουσία ακόμα και στην περίπτωση της θρησκείας, για την οποία είχε εκφράσει την τελειότερη ”ομολογία πίστης” λέγοντας πως στον καλό άνθρωπο κακό δεν μπορεί να συμβεί ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο” (Πλάτων ”Τίμαιος”: ”Οὐδεὶς ἑκὼν κακός”, ευδαιμονιστική ηθική — Πλάτων ”Πρωταγόρας”: ”ἐπί γε τὰ κακὰ οὐδεὶς ἑκὼν ἔρχεται οὐδὲ ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι, οὐδ’ ἔστι τοῦτο, ὡς ἔοικεν, ἐν ἀνθρώπου φύσει, ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι ἐθέλειν ἰέναι ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν”).
Με άλλα λόγια, ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος πίστευε ότι ”τόσο ο ήρωας ή ο άγιος όσο και ο κακοποιός αναζητούν σε κάθε πράξη τους ένα τελικό σκοπό που θεωρούν σαν αγαθό και για τον οποίο πιστεύουν πως, αν τον πραγματοποιήσουν, θα τους κάνει ευδαίμονες. Η διαφορά ανάμεσά τους συνίσταται στο γεγονός ότι ο άγιος αναζητεί το πραγματικό αγαθό, ενώ ο κακοποιός αναζητεί το φαινομενικό αγαθό” (Α. Μπαγιόνας: ”Ιστορία της αρχαίας ελληνικής ηθικής από τους προσωκρατικούς ως την αρχαία Ακαδημία”, Θεσσαλονίκη 1974).
Κάτι που διεφάνη στην απολογία του και υποστήριζε ένθερμα μέχρι τον άδοξο και άδικο θάνατό του (βλ. Πλάτων: ”Απολογία”, όπου βλέπουμε τον 70χρονο Σωκράτη (γιο του λιθοξόου Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, με καταγωγή από τον δήμο Αλωπεκής-Κυνόσαργες) να περνά και την τελευταία του ημέρα της ζωής του στη φυλακή (”ειρκτή”) χωρίς να τα βάζει με τους συκοφάντες του και έχοντας αρνηθεί προηγουμένως προτάσεις φίλων του για να δραπετεύσει).
Ας σημειωθεί ότι με την ίδια ψυχραιμία είχε αποχαιρετήσει προηγουμένως την γυναίκα και τα παιδιά του (σ.σ: Στην Πλατωνική ”Απολογία” ο Σωκράτης ομολογεί ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με την πολιτική και τις οικογενειακές υποθέσεις, γι’ αυτό κατέληξε πάμφτωχος [λόγος για τον οποίο δεν ίδρυσε δική του Σχολή και αδυνατούσε, εν προκειμένω, να πληρώσει το πρόστιμο που υπέθετε ότι θα του επέβαλλαν οι δικαστές] και συντηρούσε τους δικούς του με δωρεές φίλων, ενώ ο ίδιος σιτιζόταν δωρεάν στο Πρυτανείο).
Λίγες ώρες πριν να πιει το κώνειο (αυτός ήταν ο τρόπος εκτέλεσής του), αποχαιρέτησε (ψύχραιμα και αξιοπρεπώς, έστω κι αν ήταν δεμένος στο κρεβάτι με κρίκο, που συνδεόταν με αλυσίδα και άλλο κρίκο χτισμένο στον τοίχο) την κραυγάζουσα και οδυρόμενη Ξανθίππη (την οποία μεταγενέστεροι συγγραφείς παρουσιάζουν ως… πρότυπο μέγαιρας) από την οποία απέκτησε τον Λαμπροκλή, τον Μενέξενο και τον Σωφρονίσκο, αν και κάποιες πηγές μιλούν και για δεύτερη σύζυγο που πήγε να τον αποχαιρετήσει [την Μυρτώ, κόρη ή εγγονή του Δίκαιου Αριστείδη, από την οποία απέκτησε – λένε – τον Μενέξενο και τον Σωφρονίσκο: Πλάτων ”Φαίδων” [”οικείαι γυναίκες”, ”τας γυναίκας απέπεμψα”], Ιερώνυμος Ρόδου[3ος αι. π Χ], Λεξικόν Σουῒδα).
Για να γυρίσουμε στην εκφωνηθείσα εκ του προχείρου απολογία του Σωκράτη (μετά την απόρριψη από τον ίδιο του γραπτού λόγου του Λυσία) κατά τη δίκη του στο Δικαστήριο της Ηλιαίας (το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου αθηναϊκού κράτους), αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Αθηναίος φιλόσοφος απάντησε στο σαθρό κατηγορητήριο με σχεδόν αγέρωχο ύφος και με προσποιητή άγνοια (”εἰωθυῖα εἰρωνεία: Πλάτων, ”Πολιτεία”, άσχετη με τον ειρωνικό εμπαιγμό: Αριστοτέλης, ”Ηθικά Νικομάχεια”).
”Άγνοια” η οποία εξόργιζε τους δικαστές την ώρα κατάρρευσης των συκοφαντικών, σαθρών επιχειρημάτων των κατηγόρων του. Εξόργιζε τους ηλιαστές, κάποιοι από τους οποίους μισούσαν τον Σωκράτη για τις αλήθειες του και έκαναν θόρυβο από τα ωραία τους βάθρα με τις βακτηρίες διακριτικού χρώματος στα χέρια τους, όπου ήταν σκαλισμένο το γράμμα ”Η” του δικαστηρίου της Ηλιαίας).
Τους εξόργιζε και για τον λόγο ότι ο ηθικός φιλόσοφος (ιδρυτής της Δυτικής φιλοσοφίας, δημιουργός της διδασκαλίας της αφύπνισης, της επαγωγικής συλλογιστικής, της διαλεκτικής και της ”μαιευτικής” μεθόδου διδασκαλίας) όχι μόνο είχε απορρίψει συλλήβδην τις κατηγορίες του Άνυτου (γιου πλούσιου βυρσοδέψη), του Μέλητου (άσημου ποιητή) και του Λύκονα (πρωταθλητή πυγμαχίας: ”Παγκράτιο”) – για άρνηση της επίσημης θρησκείας της πόλης-κράτους της Αθήνας, για λατρεία καινούργιων, ψευδών θεών (εισήγαγε ”καινά δαιμόνια”) και για διαφθορά των νέων – αλλά και γιατί διέσυρε τους δικαστές.
Τους διέσυρε με την απολογία του (δεδομένου ότι πολλοί εξ αυτών ήταν απαίδευτοι, ευκαιριακά μέλη της Ηλιαίας που ασκούσαν άσχετα με τη Δικαιοσύνη επαγγέλματα, όπως αυτά του λυχνοποιού, του σαγματοποιού κλπ).
Τους διέσυρε αποδεικνύοντας, με την απολογία του (που στηριζόταν στην τετράγωνη λογική του) πως δεν ενδιαφέρονταν για το δίκαιο (Ξενοφών: ”Αθηναίων Πολιτεία”). Απολογία-απαύγασμα των ιδεών του (εν μέσω πλήθους ακροατών και οργάνων του δικαστηρίου [κηρύκων, υπηρετών κλπ]) για την ισορροπία ψυχής-λογικής, χάρη στην οποία δεν δείλιασε – και προ του θανάτου του ακόμα – να μιλά με ψυχραιμία για την αθανασία της ψυχής, αντί να προσπαθεί να αντλήσει δύναμη και παρηγοριά από τα υπερκόσμια, όπως συνήθιζαν να κάνουν άλλοι (σ.σ: Ο Σωκράτης θεωρούσε τον φόβο του θανάτου το ίδιο ντροπιαστικό με την αδικία, Επίκτητος: ”Εγχειρίδιον”).
Φιλόσοφο σαν τον Σωκράτη σίγουρα δεν είδε ο κόσμος τότε ούτε πρόκειται να δει εις το διηνεκές, γιατί συνδύαζε την ψυχική αρχοντιά με το φωτεινό, πρωτοποριακό και αεικίνητο ελεύθερο πνεύμα, αλλά και με τη φιλοπατρία (Στο Πλατωνικό ”Συμπόσιον” ο μαθητής του Αλκιβιάδης διηγείται την αντοχή του φιλόσοφου στις κακουχίες των πολέμων στους οποίους συμμετείχε [μάχη της Ποτίδαιας το 432 π Χ, του Δηλίου το 424 π Χ και της Αμφίπολης το 422 πΧ] ανταποκρινόμενος ως απλός στρατιώτης στο κάλεσμα της πατρίδας του [πόλης- κράτους] Αθήνας).
Ο Σωκράτης συνδύαζε ακόμα την ευφυῒα και την ευστροφία με την πρακτικότητα, την καταδεκτικότητα και την κοινωνικότητα. Κι αυτό το τελευταίο ήταν και είναι ασυνήθιστο χαρακτηριστικό για φιλοσόφους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι λίγο-πολύ παράξενοι, κλειστοί στον εαυτό τους, λιγόλογοι ή σιωπηλοί (βλ. ιδανικό φιλόσοφο κατά Καντ). Σε αντίθεση με αυτούς, ο Σωκράτης ήταν κοινωνικός.
Αυτό το αποδεικνύει και η παρουσία του στο συμπόσιο (δείπνο) του Αγάθωνα (Πλάτων: ”Συμπόσιον”), όπου του επεφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή οι συνδαιτυμόνες του ζητώντας του να καθίσει κοντά τους, σαν να επρόκειτο να τους μεταδώσει με ένα του άγγιγμα τη γνώση, την ευστροφία και τη χάρη του λέγειν.
Ας σημειωθεί ότι στον ”Μενέξενο” του Πλάτωνα ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως είχε δασκάλα στη Ρητορική την Ασπασία του Περικλή, πράγμα καθόλου παράξενο για εκείνον λόγω της προοδευτικότητάς του στο θέμα αυτό, που τον έκανε να συνομιλεί και με άλλες ευφυείς γυναίκες, όπως η πυθαγόρεια φιλόσοφος Διοτίμα και οι εταίρες Θεοδότη και Καλλιστώ (Ξενοφών: ”Απομνημονεύματα”).
Έτσι εξηγείται γιατί ο Σωκράτης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στις γυναίκες και τους νέους της Αθήνας, η οποία εκπροσωπούσε τότε το καλύτερο σχολείο της Ελλάδας. Σχολείο όπου μπορούσε να προσαρμοστεί ο κάθε Αθηναίος στην κάθε ανάγκη συμμετέχοντας σε δημόσιους διαλόγους στην Αγορά και σε συμπόσια, όπως εκείνο που είχε διοργανώσει ο νεαρός ποιητής Αγάθων, με καλεσμένους – μεταξύ πολλών – τον φιλόσοφο Πλάτωνα και τον δάσκαλό του Σωκράτη.
Τον Σωκράτη που το μόνο κοινό του με άλλους φιλοσόφους (στοχαζόταν διαφορετικά από όλους) ήταν η αφηρημάδα του. Αφηρημάδα που έγινε αιτία να καθυστερήσει εκείνο το βράδυ στον δείπνο (ξεχασμένος στους συλλογισμούς του έμενε ακίνητος κάτω από γειτονική εξώπορτα), γι’ αυτό και βρήκε μαζεμένους τους άλλους να τον περιμένουν ανυπόμονα με επικεφαλής τον Αγάθωνα ο οποίος τον παρακάλεσε πρώτος να καθίσει κοντά του.
Έτσι εξηγείται, επίσης, γιατί ο Σωκράτης – αν και κοινός, υποδειγματικός θνητός – παρουσιάζεται σε έργα μαθητών του (βλ. Πλάτων και Ξενοφών) σαν ένας άνθρωπος ”θεϊκός”, με παράξενη δύναμη. Άνθρωπος που με έμβλημα το δελφικό ρητό ”Γνῶθι σεαυτόν” συγκινούσε καρδιές και ασκούσε επηρεασμό αφυπνίζοντας ψυχικά τους Αθηναίους (βλ. ”Δαιμόνιο” του Σωκράτη, η εσωτερική φωνή που άκουγε από παιδί μέσα του και λειτουργούσε όπως ο οίστρος [η αλογόμυγα] στα ζώα κατευθύνοντας τις επιλογές του).
Άνθρωπος που δίδασκε και ασκούσε την αρετή (την κορυφαία από τις αξίες), ενώ είχε μετατρέψει την κοσμολογική ερμηνεία της αρχής του κόσμου των Ιώνων φιλοσόφων σε ανθρωπολογική και προσπαθούσε να ξυπνήσει στους ανθρώπους (με τη διαλεκτική και μαιευτική μέθοδο) την ορμή για το καλό, ώστε να τους δημιουργηθεί εσωτερική ανησυχία η οποία με τον καιρό θα οδηγούσε στην ηθική τους βελτίωση μέσω της αρετής.
Της αρετής την οποία ο Σωκράτης ταύτιζε με τη γνώση και, ως εκ τούτου, πίστευε ότι ”όποιος κάνει κακό, το κάνει από αμάθεια” (αν και αυτό δεν ισχύει στην εποχή μας, όπου – μεταξύ των εγκληματιών – υπάρχουν μορφωμένοι, επιστήμονες, που διακρίνονται για την βαρβαρότητα και τα δολοφονικά ένστικτά τους… ).
Ο Σωκράτης, ωστόσο, είχε θεμελιωμένη την αντίληψή του πάνω στο ”Πράττω το καλό και ευτυχώ” (με συνακόλουθο το ”Πράττω το κακό και δυστυχώ”), στην ιδέα ότι κανείς δε ζητά να κάνει τον εαυτό του δυστυχισμένο, δε θέλει να τον βλάψει.
Μ’ αυτήν την εξιδανικευμένη αντίληψη, άλλωστε – αν και η σκέψη του ήταν προσανατολισμένη πάντα στην πρακτικότητα – καθόρισε τις ηθικές και πολιτικές έννοιες όπως η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η ευσέβεια, η σωφροσύνη, το αγαθόν κλπ.
Ο Σωκράτης καθόρισε, ουσιαστικά, τον ακριβή ορισμό και τη σύλληψη των εννοιών με βάση τους κανόνες της ηθικότητας. Τους κανόνες της στέρεης ηθικής επιστήμης, τις ισχύουσες αρχές και τις αιώνιες αξίες, τις οποίες μετουσίωσε σε παράδειγμα με τη ζωή και, προπάντων, με το θάνατό του.
Σημειωτέον ότι καταδικάστηκε με ψήφους 281 έναντι 220 υπέρ αυτού και ”έφυγε” πλαισιωμένος στη φυλακή από συγκινημένους μαθητές του: τον συντοπίτη του απ’ την Αλωπεκή Κρίτωνα και τον γιο του Κριτόβουλο, τον Σιμμία, τον Κέβητα, τον Απολλόδωρο, τον Αντισθένη, τον Ευκλείδη, τον Φαίδωνα, τον Μενέξενο και άλλους).
Ο ”θείος” φιλόσοφος ”έφυγε” φορτωμένος με αξίες και αρχές πολιτικής και ηθικής συμπεριφοράς. Αξίες και αρχές τις οποίες ανέδειξε μοναδικά σε όλη του τη ζωή μέχρι τον θάνατό του. Μέχρι την άρνησή του να αποδράσει (σύμφωνα με το σχέδιο των φίλων του, που του γνωστοποίησε έγκαιρα εκλιπαρώντας τον να δεχτεί ο συνομήλικος μαθητής του Κρίτων, αφού εξαγόρασε προηγουμένως τον δεσμοφύλακά του [Πλάτων: ”Κρίτων”]), επικυρώνοντας τη διδασκαλία του με την απόφασή του να μην πράξει τίποτα άλλο, παρά ό,τι ορίζουν οι νόμοι (Ξενοφών, Ἑλληνικά”: ”Κατά νόμον πάντα ποιήσειν”)…