/Σκέψεις για τον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμμεττ

Σκέψεις για τον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμμεττ

Γράφει ο ΓιώργοςΝεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας

Προσπαθήστε να φανταστείτε τη σκηνή: ένας ντετέκτιβ περπατάει στους δρόμους μιας πόλης έρημης όπου νιώθει ακαθόριστα να παρακολουθείται. Τα σαραβαλιασμένα σπίτια γύρω του δεν έχουν ίχνος ούτε «καλλιτεχνικού αισθητηρίου» ούτε αρχιτεκτονικού ρυθμού και είναι σαν κακάσχημα κουτιά. Το τεχνητό γκρίζο της ατμόσφαιρας, το κίτρινο της αφόρητης βιομηχανικής μόλυνσης που εισδύει παντού και μέσα στους πόρους και στα πνευμόνια σου, οι κακοφωτισμένοι δρόμοι, δημιουργούν τις μόνιμες συνθήκες, το εφιαλιστικό συγκείμενο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται ο «Κόκκινος Θερισμός» του Ντάσιελ Χάμμετ. 

Ο Χάμμετ είναι ένας από τους πρώτους διδάξαντες του λεγόμενου αμερικάνικου, «σκληρού» (hard-boiled) αστυνομικού.

Σε προσωπικό επίπεδο, είχα διαβάσει αρχικά τη “Μάσκα του Δημήτριου” του Ambler,
μετά το “Μεγάλο Ύπνο” του Chandler, μετά το “Μικρό Καίσαρα” του Burnett, κι ενώ έχω άλλα τρία δικά του στη βιβλιοθήκη να με περιμένουν (Η κατάρα των Ντέιν, Εφιαλτική πόλη, Το γυάλινο κλειδί), ήρθα σε πρώτη επαφή με το Χάμμετ: αυτόν τον μεγάλο Αμερικάνο συγγραφέα της μυθοπλασίας εγκλήματος. Ποιες είναι οι εντυπώσεις μου από την ανάγνωση του βιβλίου αυτού των αραιοτυπώμένων 320 σελίδων, σε πρόσφατη έκδοση του Μεταιχμίου, με μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη;

Καταρχάς να πούμε ότι έχουμε πρωτοπρόσωπη γραφή. Την αφήγηση αναλαμβάνει ο Κοντινένταλ Οπ, ο 40χρονος ντετέκτιβ ενός Γραφείου Ερευνών του Σαν Φρανσίσκο, έχοντας μπει στην Πέρσονβιλ –που αποκαλείται σαρκαστικά Πόιζονβιλ. Έχει να συναντήσει σε επαγγελματικό ραντεβού τον γιο ενός μεγιστάνα της Πόιζονβιλ για λογαριασμό του Γραφείου, τον Ντόναλντ Ουίλσον. Ο Ουίλσον ωστόσο σκοτώνεται απροσδόκητα το ίδιο βράδυ και κάποιο ρόλο σε αυτό φαίνεται να παίζει η νεαρότατη σύζυγός του, Νταϊάνα, που τον έχει αφήσει μόνο μετά από κάποιο μυστηριώδες τηλεφώνημα, ενώ επιστρέφει με ορατά ίχνη αίματος στα πόδια της. 

Από εκεί και πέρα, η αποστολή του Κοντινένταλ ξεκινάει. Θα πάει μεταξύ άλλων στον τοπικό αρχηγό της αστυνομίας, Νούναν, μια φιγούρα αμφιλεγόμενη, όπως και στον πατέρα του Ντόναλντ, Έλιχου, με τον οποίο θα συνάψει συμβόλαιο που αφορά να καθαρίσει τη λερναία ύδρα της διαφθοράς στην Πέρσονβιλ: τον Φάλερ, τον Πιτ τον Φινλανδό και άλλους, που είναι χαρακτήρες του οργανωμένου εγκλήματος, στους οποίους βασικά «ανήκει» η πόλη. Προϋπόθεση για τη συμφωνία τους αποτελεί η δουλειά που του αναθέτει να είναι τίμια και καλοπληρωμένη. Ο ίδιος ο Κοντινένταλ θα δεχτεί σύντομα συν τοις άλλοις και 2 απόπειρες δολοφονίας του, που έρχονται «ως κεραυνός εν αιθρία». Στην τρίτη απόπειρα, που είναι μάλιστα και «εκ των έσω δουλειά», θα το αποφασίσει: θα το πάει μέχρι τέλους, θα δρομολογήσει τον «κόκκινο θερισμό». Και, όπως λέει χαρακτηριστικά, «μου αρέσει ο θερισμός».

Τι έχουμε όμως να πούμε και για τον τρόπο γραφής του Χάμμεττ; Εδώ μάλλον θα θυμηθούμε τον εξής στίχο: «Μάγκας θα πει φιλότιμος, μάγκας θα πει δερβίσης, μάγκας θα πει καλή καρδιά κι όμορφες εξηγήσεις».

Ο πρωταγωνιστής-αφηγητής λοιπόν είναι άνθρωπος «ξηγημένος», αλλά και «σκληρός». Τίμιος αλλά και δηκτικός και δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει ό,τι μέσο χρειαστεί –με επιφύλαξη πάντα στην ανθρώπινη ζωή- για να φέρει εις πέρας την αποστολή του.

Προσωπικά, λοιπόν, αν και αγαπάω και τη ζωντανή λογιότερη γραφή, βρήκα να μου αρέσει πολύ και η σκληρή και ασίκικη γλώσσα του συγκεκριμένου βιβλίου. Τα καλολογικά στοιχεία γενικώς απουσιάζουν. Κάποιος θα μπορούσε να πει: είναι προφανές, είναι παραλογοτεχνία!
Απαντάω: όχι, δεν είναι! Είναι γραφή σε πρώτο πρόσωπο ενός ντόμπρου και σκληρου, «δερβίση» ιδιωτικού ερευνητή του «Φρίσκο» της Καλιφόρνια των ΉΠΑ. Δύσκολα θα ταίριαζαν λογοτεχνικές αναφορές για το θρόισμα των φύλλων ή το φλοίσβο του ρυακιού ή ό,τι συναφές. Το ύφος επομένως είναι εσωτερικά συνεπές και ως τέτοιο κρίνεται.

Το ύφος λοιπόν είναι αυτό ενός νέου ηλικιακά ντετέκτιβ που μπαίνει σε μια κυριολεκτικά εφιαλτική πόλη όπου, όπως ρητά λέει κι ο ίδιος, δεν υπάρχει κανένας νόμος πέραν αυτού που μπορείς ο ίδιος να επιβάλεις. Από κει και πέρα, είναι εμφανές: η ψυχή του συγγραφέα ή του πρωταγωνιστή δεν είναι καθόλου δραματική –όπως ας πούμε του Θ. Σ. Έλιοτ ή του Σαίξπηρ- ούτε καθόλου μυστικοπαθής- όπως ας πούμε του Πόε. Δεν υπάρχει αίσθημα μυστηρίου ούτε ενδοσκόπηση ή ιδιαίτερη αναφορά σε εσωτερικές συγκρούσεις που αντιμετωπίζει ή αξιοσημείωτη επίδραση στον ψυχισμό του.

Να πω όμως κι ένα μικρό… «παράπονο»: ενώ η ιστορία θα σήκωνε αγωνία και σασπένς στα τέρματα, αυτή δυστυχώς απουσιάζει ολότελα. Αυτό που έχουμε είναι: έξυπνες τακτικές, «σκληρές» ατάκες, πιστολίδι, πτώματα που σωρεύονται το ένα μετά το άλλο και παραταύτα είναι λίγο… σα να μη συμβαίνει τίποτα: business as usual

Συνολικά, ως το θεωρούμενο καλύτερο έργο του Χάμμεττ, είναι τελικά η ιστορία μιας πόλης όπου επικρατεί πλήρης ανομία, μιας πόλης-«νησί» που οι οι παντοειδείς κίνδυνοι καιροφυλακτούν παντού έξω από το άσυλο του δωματίου του ξενοδοχείου όπου ο ερευνητής φιλοξενείται.