/Μικρό Διήγημα: Το τηλεφώνημα (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Μικρό Διήγημα: Το τηλεφώνημα (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας

Δεν άφηνε το τηλέφωνο από τα μάτια της. Πόσο νοσταλγούσε εκείνες τις “παλαιολιθικές” συσκευές με το καντράν. Κάθε που ακουμπούσε κάποιο μεγάλο αριθμό με το δάχτυλο και δημουργούσε μέρος κύκλου για να πιστοποιήσει την κλήση, παρακολουθούσε την απότομη επάνοδο του σαν να επρόκειτο για μικροσκοπικό καρουσέλ.

Συχνά σιγοτραγουδούσε ένα παιδικό τραγουδάκι, από αυτά που ξεχυλίζουν αισιοδοξία, όσο κι ο βρεγμένος μέσα στη βροχή. Προσδοκούσε Ανάσταση θετικής σκέψης. Δεν μπορεί, σήμερα θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα είναι ο…

Είχε καιρό να πάει στο γραφείο. Επιστολή, αναστολή, καταστολή. Τρία βήματα πιο πέρα από τη φυγή. Σταμάτησε να ακούει blues. Καμιά μουσική υποκρισία δεν κανάκευε τον καημό της. Ούτε το τσιγάρο άγγιξε για μέρες. Ο καπνός δεν ταξίδευε πλέον καμιά μνήμη. Κι ο ύπνος δεν ταίριαζε στην ανυπομονησία της. Κατάντησε μια περιττή χαλιναγώγηση. Λίγη παγωμένη πίτσα και μια μπύρα μόλυναν τα σωθικά της.

Μαλλιά ξέπλεκα, φτερούγιζαν μέσα στη σκόνη των κληρονομημένων επίπλων. Η βραδιά ξεπρόβαλλε υπομονετικά, γιατί να την αναστατώσει με τεχνητούς φωτισμούς, όταν η μόνη της λάμψη σκοτείνιαζε.

Σήκωσε το ακουστικό. Βουβό, δίχως τον χαρακτηριστικό ήχο. Μάλλον βλάβη θα είναι. Ή μήπως ξέχασε πάλι να πληρώσει το λογαριασμό. Άλλωστε τι να το κάνει το τηλέφωνο. Οι ανάσες δεν φλογίζονται με επίμονους ήχους.

Ένα σπουργιτάκι χτυπούσε, επίμονα με το ράμφος του, το τζάμι. Μόλις το εντόπισε το βλέμμα της, εκείνο έμεινε ακίνητο για δυο δευτερόλεπτα, άνοιξε τις φτερούγες του και απομακρύνθηκε σχηματίζοντας ένα αόρατο τόξο. Απρόσκλητος επισκέπτης ή προσκεκλημένος συνταξιδιώτης; Άφησε μισάνοιχτο το παράθυρο μέχρι το πρωί.

Θα το συνδέσει ξανά το τηλέφωνο. Τώρα πια δεν χρειάζεται τηλεφώνημα από κανέναν.