Γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης
Ο Αντριάν έκλεισε τα είκοσι πέντε. Ζούσε σε μια μεγάλη και σπουδαία πόλη της Ευρώπης, το Παρίσι. Είχε κληρονομήσει πολλά χρήματα από την οικογένειά του, αλλά το γεγονός αυτό δεν το θεωρούσε ως μέτρο των πάντων. Δεν ήταν υπέρ των κληρονομικών δικαιωμάτων και της «ελέω θεού αναρρίχησης», δε είχε τέτοιες φιλόδοξες ματαιοδοξίες. Κοπίαζε και εργαζόταν για να φτιάξει έναν χαρακτήρα, κι ένα όνομα δικό του, να ‘χει την προσωπική του σφραγίδα και τη δική του ταυτότητα στη ζωή.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα, μαζί και οι εποχές. Ο Αντριάν αισθανόταν ότι ωρίμαζε. Έβλεπε γύρω του (και εντός του) ότι τα πράγματα άλλαζαν διαστάσεις, όχι χρονικά και χωροταξικά, αλλά συναισθηματικά και κάπως «εντελεχειακά». Κάποια μεγάλωναν πολύ, αποκτούσαν αξία κι άλλα εξαφανίζονταν, γίνονταν σαν ψιμύθια σε εκμαγεία (προσώπων).
Ταξίδευε με όλες τους τις δυνάμεις, στις οροσειρές της ζωής και της γνώσης. Δεν άλλαζε γραμμή πλεύσης, άλλαζε όμως κορυφές (συνεχώς). Επιτάχυνε το βήμα του, άνοιγε τον διασκελισμό του και σταθεροποιούσε τον στοχασμό του. Έφτανε – γρήγορα – στις πιο ψηλές κορυφές και τότε έψαχνε για να βρει άλλες, ψηλότερες και πιο άγριες, σχεδόν απάτητες. Εκεί άπλωνε τα όνειρά του.
Ο χρόνος για τον Αντριάν έμοιαζε με αρχιτεκτονικό σχέδιο. Έχτιζε πύργους, μεγαλύτερους από της Βαβέλ, και πιο λαμπερούς, από τους ουρανοξύστες των μεγαλουπόλεων. Ο στόχος του ήταν να φτάσει στον ουρανό, να τον διαπεράσει σαν πύρινο τόξο. Εκεί που ο Ίκαρος απέτυχε, αυτός θα τα κατάφερνε. Και μάλιστα χωρίς να υποστεί την αδιάφορη πτώση του Ίκαρου, όπως την είχε αποτυπώσει ο Μπρέγκελ. Καθημερινά, προσέθετε νέα κομμάτια στους πύργους: όμορφους εξώστες, άθραυστα παράθυρα, γυάλινες οροφές, ατσάλινα υποστυλώματα, ακριβούς πολυελαίους.
Διαπίστωνε όμως, με κάποια στενοχώρια (που μεγάλωνε καθώς ερχόταν η νύχτα), πως έλειπε ένα κομμάτι για ν’ αγγίξει το στερέωμα, να κλέψει τη λάμψη των άστρων. Μικρό ή μεγάλο κομμάτι δεν είχε και τόση σημασία. Όλο τον υπόλοιπο καιρό μοχθούσε, αγωνιζόταν σκληρά να βρει αυτό το τελευταίο κομμάτι. Βέβαια, διαισθανόταν, κάπως μελαγχολικά, πως κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ. Το τελευταίο κομμάτι δεν βρισκόταν, δεν θα το ανακάλυπτε, ούτε μπορούσε να το στοχαστεί και να το σχεδιάσει. Αλλά συνέχιζε σαν τον Ίκαρο ν’ ανεβαίνει και να δημιουργεί, κι ας μην ξεπέρασε (τελικά) τον μυθικό ήρωα στην άνοδο και στην πτώση.