Γράφει η Γεωργία Πετούλη – Γλάρου
-Το παρόν-
Ξέρω ότι η καρδιά μου, υπακούοντας τους νόμους της φύσης, μοιραία θα παγώσει.
Το ίδιο συμβαίνει και στα ποτάμια όταν έχει βαρυχειμωνιά.
Προσπαθώ να κουνήσω τις βλεφαρίδες μου, αλλά το βάρος από το χώμα και τις πέτρες, δεν μου το επιτρέπουν.
Λίγο με νοιάζει, έτσι κι αλλιώς, φως δεν υπάρχει πουθενά τριγύρω.
-Το παρελθόν-
Όταν τους είδα να εισβάλουν στην άδεια βιβλιοθήκη του σχολείου, δεν ταράχτηκα.
Ήμουν μόλις δεκαέξι ετών, με ίχνος αλητείας και δίχως ίχνος ανησυχίας.
Τρείς συμμαθητές μου, βρέθηκαν εκεί που ήμουν εγώ, και φυσικά δεν είχα κανένα λόγο να ανησυχήσω. Όταν κλείδωσαν την πόρτα και όρμησαν κατά πάνω μου, κατάλαβα τις προθέσεις τους.
Ευτυχώς-ή δυστυχώς-το κλειδί υπήρχε ακόμα στην πόρτα, και έτσι το έβαλα στα πόδια τρέχοντας.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά, και με αφορούσε.
Έτρεχα ακόμα, όταν τους άκουσα από μακριά:
«Δεν μπορείς να μας ξεφύγεις, κανένας δεν μπορεί»
Κανονικά, έπρεπε να γυρίσω και να ξεστομίσω αυτό που σκέφτηκα:
«Ρε μαλάκες, ποιοι νομίζετε ότι είστε; Μόνο από το θάνατο δεν μπορεί να ξεφύγει, κανείς»
Αλλά, δεν γύρισα.
Ούτε το ξεστόμισα.
*
Η δεύτερη φορά, ήταν όταν τους είδα να βγαίνουν βιαστικά από τις γυναικείες τουαλέτες.
Είδα τα ίδια τρία αγόρια να περπατάνε γρήγορα, χαμογελαστά, και ικανοποιημένα.
Την Ζανέτ την είδα να βγαίνει πέντε λεπτά αργότερα, από την ίδια πόρτα, παραπατώντας και με σκυμμένο το πρόσωπο.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Ο ισχυρός έναντι του αδύναμου.
Γνωρίζεις από πριν, και τον νικητή, και τον χαμένο.
Πάντα όμως, έχω την αίσθηση ότι και αυτό θα το ξεπερνούσα, εάν δεν υπήρχε η τρίτη φορά, εκείνη η γαμημένη, τρίτη φορά. Αυτή που τα σάρωσε όλα.
Τότε δηλαδή, που η οργή ξεχύθηκε μέσα στο κεφάλι μου και άρχισε να το τρυπάει με τα μυτερά της καρφιά, με μια απίστευτη λύσσα και χωρίς σταματημό.
Μέχρι που στο τέλος, ξεχείλισαν το αίμα και η σκουριά.
Και ήταν τέτοια η δύναμη της οργής, που αμέσως σφράγισε την έξοδο κινδύνου, δρόμος διαφυγής δεν έμεινε κανένας και έτσι, η δυσάρεστη γεύση, ο αφόρητος πόνος και τα σκουριασμένα καρφιά έμειναν για πάντα μέσα στο κεφάλι μου.
Πριν πάω φαντάρος, πριν ερωτευτώ, πριν μάθω το μεγαλείο της ζωής, και πριν πεθάνω.
Αυτή, η γαμημένη τρίτη φορά.
*
«Και θα περάσω το μάθημα της Ιστορίας, χωρίς ν’ ανοίξω βιβλίο;» ρώτησα τον Σέρτζιο. Τελικά, εγώ έγραψα δεκαεπτά, και ο κολλητός μου είκοσι. Σχεδόν πάντα έτσι γινότανε, ο Σέρτζιο μελετούσε καλά το μάθημα και μετά φρόντιζε να αντιγράψω από το δικό του γραπτό.
Εγώ πάλι, φρόντιζα να του το ανταποδίδω με το να κερδίζουμε τους αντιπάλους μας στα video παιχνίδια. Τα πήγαινα καλά με την τεχνολογία, γι’ αυτό και όταν σχεδιάζαμε το μέλλον μας, εγώ έλεγα ότι θα γίνω διευθυντής πληροφορικής κι ο Σέρτζιο γιατρός.
Τις φορές που μιλούσαμε για κορίτσια, εκείνος ήτανε λιγόλογος και συνεσταλμένος. «Εγώ θα πάρω την Λίλα, και εσύ την Ζανέτ» είπα, και του έκλεισα συνωμοτικά το μάτι για να συνεχίσω με έπαρση: «Τίποτα, το αποφάσισα, θα κρατήσουμε τις ωραιότερες και τις εξυπνότερες για πάρτη μας».
Αλλά η Λίλα καθόλου δεν με πρόσεχε, σε αντίθεση με τη Ζανέτ που φρόντιζε στα διαλλείματα να βρίσκει ένα λόγο για να πιάνει κουβέντα στον Σέρτζιο.
Μας άρεσε να πηγαίνουμε σινεμά, ν’ ακούμε ροκ τραγούδια, και να τρώμε για πρωινό φυστικοβούτυρο αλειμμένο σε φρέσκο ψωμί.
Όταν ο καιρός μας το επέτρεπε, παίρναμε τα απογεύματα μια μπάλα, τρέχαμε στο προαύλιο του σχολείο ή σε κάποιο αθλητικό χώρο, και «λιώναμε» στις κόντρες για το ποιος θα βάλει τα περισσότερα καλάθια.
Ήμουν υπερήφανος που με είχε διαλέξει για φίλο του, και πάντα είχα την αίσθηση ότι αν χρειαστεί, απλά θα φορέσει την πανοπλία του και θα έρθει να με σώσει, γιατί τον είχα ικανό να σώσει εμένα και ολόκληρη την ανθρωπότητα από το τέλος αυτού του κόσμου.
Η σχολική εκδρομή που οργανώθηκε στην τρίτη γυμνασίου με προορισμό την Γερμανία, μας γέμισε με νέες εικόνες και εμπειρίες.
Μας εντυπωσίασαν τα στέκια με τις μπύρες που έρεαν άφθονες, και βρήκαμε ιδιαίτερα απολαυστικές τις γεύσεις με τα παραδοσιακά τους αλλαντικά και λουκάνικα.
Τα δύο τελευταία βράδια είχαμε μεθύσει τόσο πολύ, που δώσαμε την υπόσχεση να μην ξαναπιούμε αλκοόλ μέχρι να ενηλικιωθούμε, κάτι που αμέσως ξεχάσαμε μόλις επιστρέψαμε στο Μπάρι.
Αντίθετα, ο θηλυκός πληθυσμός της Βόρειας Ευρωπαϊκής χώρας δεν μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, και παρά το γεγονός ότι τα κορίτσια ήταν ψηλά, με λευκή επιδερμίδα, και πολύ πρόθυμα, δεν επιδιώξαμε να κάνουμε γνωριμία μαζί τους, προτάσσοντας ως βασικό επιχείρημα την έλλειψη γυναικείου ταπεραμέντου.
Άλλωστε, παρέμενε πρώτη μας προτεραιότητα το φλερτ με τις Ιταλίδες συμμαθήτριες μας, που μπορεί να μην είχαν τα τέλεια σωματικά προσόντα, αλλά σίγουρα είχαν βρει τον τρόπο να σέρνουν από τη μύτη τ’ αγόρια της ηλικίας μας.
Η επίσκεψη στο μουσείο τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη Alte Nationalgalerie του Βερολίνου, ήταν για μας μια άκρως βαρετή υποχρέωση που δεν μπορούσαμε ν’ αποφύγουμε. Και θα παρέμενε βαρετή, αν δεν είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό όταν σταθήκαμε μπροστά από τον πίνακα ‘Μονή στο δάσος με τις βελανιδιές’.
Σ’ αυτόν τον πίνακα ζωγραφικής, καλόγεροι κατευθύνονται προς την ερειπωμένη πύλη ενός γοτθικού μοναστηριού. Κρατούν ένα φέρετρο και δύο κεριά, ενώ στο χιονισμένο χώμα υπάρχει ένας τάφος ανοικτός και διάσπαρτοι χριστιανικοί σταυροί. Γύρω από τα ερείπια υπάρχουν ξεραμένες βελανιδιές. Σκοτάδι σκεπάζει το κάτω μέρος του πίνακα, ενώ το φως του ήλιου και της σελήνης διαπερνάει το πάνω μέρος της εικόνας με ένα αχνοκίτρινο, σχεδόν απόκοσμο χρώμα.
Είμασταν σίγουροι, ότι ακούγαμε να βγαίνουν από μέσα ανθρώπινες κραυγές. Μήνες μετά, συζητούσαμε για το φόβο και το δέος που μας προκάλεσε η εικόνα του πίνακα.
*
Η τρίτη φορά όμως, ήταν αυτή που καθόρισε τα πάντα γύρω μου, και μέσα μου.
Ήταν η φορά, που δεν μπήκαμε κανονικά στις τάξεις, τότε που οι καθηγητές τρέχανε σαν χαμένοι στο προαύλιο.
Ήταν εκείνη η φορά, που ο κολλητός μου δεν είχε έρθει σχολείο και τον έψαχνα, αλλά δεν τον έβρισκα πουθενά.
«Τον βρήκανε κρεμασμένο μέσα στο σπίτι του», μου ψιθύρισε με σκυμμένο το κεφάλι ο καθηγητής των μαθηματικών.
Μετά λιποθύμησα.
Και τότε, είδα τον κολλητό μου να με χαιρετάει μέσα από τον πίνακα ‘ Μονή στο δάσος με τις βελανιδιές ’
Έτσι, αποφάσισε ότι έπρεπε να πράξει ο φίλος μου, προκειμένου να απαλλαγεί διά παντός από την παρέα που τον είχε στοχοποιήσει.
Και τα κατάφερε.
Και στο τέλος τους ξέφυγε. Μόνο, που όταν εκείνος απελευθερώθηκε, τότε εγώ, αλυσοδέθηκα και έμεινα ακινητοποιημένος μέχρι και σήμερα, με μια θολούρα στο μυαλό μου και εκείνα τα γαμημένα καρφιά που ξερνάνε σκουριά.
Το μυαλό μου παγιδεύτηκε σε εκείνη την παρέα των νταήδων που με τα λόγια τους, και τις πράξεις τους, σάρωσαν την ανεμελιά και την αθωότητα μιας παρτίδας εφήβων, και μαζί, και την προοπτική τους για ένα κανονικό μέλλον.
Πόσο μαλάκες και πόση οργή!
Σύντομα βρήκα καταφύγιο στο διάβασμα, ο Όμηρος και η αρχαία ελληνική ιστορία με βοηθούσαν να ξεχνάω. Όταν συνάντησα το κεφάλαιο με τις ερινύες, σκόνταψα για τα καλά. Άρχισα να μελετάω τα πάντα γύρω από τις θεότητες της εκδίκησης.
Πολύ γρήγορα, η θεά Τισιφόνη-αυτή δηλαδή που έχει αναλάβει να τιμωρεί όσους έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων-έγινε η αγαπημένη μου. Τη λάτρεψα, όπως ακριβώς αρμόζει σε μια θεότητα του δικού της μεγέθους, και φυσικά την προόριζα για τον αρχηγό και καθοδηγητή τους.
Τα βράδια ονειρευόμουν, ότι οι ερινύες έπαιρναν την μορφή γυναίκας, τους πλησίαζαν σε κάποιο μπαρ, χόρευαν και έπιναν μαζί τους, και στο τέλος όλοι μαζί ξάπλωναν γυμνοί πάνω σε ανυπόμονα στρώματα.
Η αγαπημένη μου είχε ξελογιάσει τον καλύτερο, τον αρχηγό, τον πιο άντρα.
Εκείνος, απολάμβανε τη γλύκα των φιλιών της και τη θέρμη του γυναικείου της κορμιού. Οι μεταξένιες μακριές της μπούκλες χάιδευαν το γυμνό του σώμα, και τα φιλήδονα χείλη της τον γέμιζαν φιλιά.
Και εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή, που σήμαινε το λίγο πριν της απόλυτης ικανοποίησης, εκεί, άκουγα το σιγανό συρτό σφύριγμα που κάνει το φίδι καθώς σέρνεται ύπουλα, ψάχνοντας να βρει το θύμα του.
Τότε αντιστρέφονταν οι ρόλοι, και πλέον η ικανοποίηση ήταν όλη δική μου.
Και πάντα, ερχότανε με το ίδιο απολαυστικό συρτό σφύριγμα.
Πολύ γρήγορα οι μπούκλες της είχαν μεταμορφωθεί σε φιδίσιο δέρμα, που στο τελείωμά τους παραμόνευε ένα αδηφάγο στόμα και μια διχαλωτή γλώσσα γεμάτη δηλητήριο.
Μέσα στο παραλήρημα μου, έβλεπα την αγαπημένη μου να του συνθλίβει τις σάρκες, να του θρυμματίζει τα κόκαλα και στο τέλος να τον καταβροχθίζει.
Περίμενα, μέχρι να σιγουρευτώ ότι τι άθλιο τομάρι του παγιδεύτηκε μέσα στο σώμα ενός φιδιού, και μέχρι να τον δω να παλεύει μέσα στα σωθικά του ζώου.
Μετά, η θεότητα Τσιφόνη και εγώ, ο Ματέο Τοσκάνο-Λιακόπουλος, βυθιζόμασταν στην απόλυτη ηδονή.
Για σχεδόν δεκαεννέα χρόνια, μόνο με αυτή τη σκέψη μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι οι ερινύες τους είχαν τιμωρήσει και τους τρείς, χωρίς να ξέρω με ποιόν ακριβώς τρόπο, αλλά ήμουν σίγουρος πως έτσι έχει συμβεί.
Αλλά όταν έκλεισα τα τριάντα πέντε μου χρόνια, δηλαδή περίπου ένα χρόνο πριν, συνέβη ένα γεγονός που τα ανέτρεψε όλα.
Και τότε, μάτωσε πάλι το μυαλό μου.
Αυτό έγινε όταν συνάντησα τυχαία την Ζανέτ στον δρόμο και με ενημέρωσε για όλα τα παιδιά της τάξης. Τότε ήταν που έμαθα, ότι ο αρχηγός τους τα είχε πάει περίφημα, και ότι είναι παντρεμένος, ευτυχισμένος και διευθυντικό στέλεχος πολυεθνικής.
Και τότε, οι νύχτες μου γέμισαν από εφιάλτες.
Λίγο καιρό αργότερα, η γυναίκα μου με χώρισε και πήρε όλη την κοινωνία και τους δικαστές με το μέρος της.
Τα μοναχικά μου βράδια ξαγρυπνούσα κι αναρωτιόμουν για το δικό μου μερίδιο ευθύνης. Προσπαθούσα να το ζυγίσω, αλλά κάθε φορά το βάρος άλλαζε.
Εκείνο που δεν άλλαζε ποτέ, ήταν το αποτέλεσμα.
Ανεξαρτήτου βάρους ευθύνης, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Και πάντα με χλεύαζε.
Έφερνα συνεχώς στο μυαλό μου, την εικόνα της χλωμής Ζανέτ να μου λέει:
«Όλα τα παιδιά είναι σχετικά καλά, ο Χ είναι ακόμα καλύτερα, τα πήγε περίφημα όλα αυτά τα χρόνια», για να ακολουθήσει ο βαθύς αναστεναγμός της, που έμοιαζε με σπαραγμό, λίγο πριν μου πει: «Πόσο κρίμα και πόσο άδικο….»
Γρήγορα κατάλαβα ότι καμία ερινύα, δεν τους είχε ποτέ συναντήσει, και έτσι κανείς, ποτέ, δεν πήρε καμία εκδίκηση, για κανέναν.
Και η οργή και τα καρφιά, θαρρείς και πολλαπλασιάζονταν.
Αυτό κράτησε για δέκα περίπου μήνες, ώσπου στο τέλος, με κούρασε η αδράνεια μου και ξαφνικά δραπέτευσε η σκέψη μου σε μια εικόνα, που είχε περισσότερη δράση και σίγουρα περισσότερη ηδονή.
Τότε ήταν, που πήρα την απόφαση να συναντήσω τον αρχηγό τους, υποτίθεται τυχαία και φυσικά προσποιούμενος ότι δεν θυμόμουνα τίποτα.
Επίθετο Κ και όνομα Χ, μετά από αρκετή προσπάθεια τον ξετρύπωσα.
Έμενε σε μια αριστοκρατική συνοικία και πολύ σύντομα περνούσα έξω από το σπίτι του.
Την πρώτη φορά δεν κατάφερα να τον δω, παρά την τρελή μου επιθυμία να συναντήσω και πάλι, το αγόρι που είχε ρόλο πρωταγωνιστή στο θίασο της ύπαρξής μου.
Τα κατάφερα όμως, την επομένη. Είχε βάλει αρκετά κιλά, είχε χάσει αρκετά από τα μαύρα του μαλλιά, και είχε αφήσει ένα πυκνό μούσι να καλύπτει το νότιο ημισφαίριο του ροδαλού του προσώπου.
Μελέτησα προσεχτικά την πρωινή του διαδρομή, και είδα ότι χρησιμοποιεί το μετρό τις καθημερινές, και πάντα μεταξύ 8 και 28’ και 8 και 38’ στεκόταν στην αποβάθρα Νο 2.
Τον παρακολούθησα, και τον είδα να κατεβαίνει έξι στάσεις μετά.
Επέστρεψα, και χρονομέτρησα τη διαδρομή του πάνω στις ράγες.
Κατέγραψα ότι διαρκεί δεκαεπτά λεπτά.
Τόσα θα είχα στην διάθεσή μου.
Τρίτη πρωί, θα είχε απεργίες στο κέντρο, ο κόσμος που θα χρησιμοποιούσε το μετρό θα ήταν πολύς, και έτσι η συνάντησή μας θα ήταν ένα απλό και λογικό γεγονός.
Αποκλείεται να υποψιαζόταν τον τίτλο του έργου μου, την σκηνοθεσία, και σίγουρα την υπόθεση.
Άκουσα τον ξυστό παρατεταμένο ήχο που κάνει το μακρύ βαρύ όχημα που μεταφέρει ανθρώπους λίγο πριν σταματήσει στην αποβάθρα, και τον είδα να μπαίνει στο βαγόνι που σταμάτησε μπροστά του. Μπήκα ένα βαγόνι μετά από το δικό του, και άρχισα να περπατάω ανάμεσα σε αγνώστους για να τον πλησιάσω.
Τον βρήκα να κοιτάζει ήρεμα, έξω από τα γυάλινα παράθυρα το μαύρο φόντο της υπόγειας σήραγγας, και ένιωσα ότι η διαδρομή του συνάντησε το μαύρο χρώμα της ψυχής μου, και ξαφνικά, όλα μου φάνηκαν πιο όμορφα και πιο αρμονικά.
Και με είδε.
Και μου μίλησε.
Έτσι απλά, λες και ποτέ δεν είχε συμβεί τίποτα, απλά μου μίλησε.
Μου μίλησε, και εγώ προσποιήθηκα ότι δεν θυμήθηκα.
Τον παρατηρούσα να εξιστορεί τις επιτυχίες που είχε στις δουλειές και στις γυναίκες, και εγώ το μόνο που ήθελα, ήταν να τον αρπάξω από τον λαιμό και να σφίξω τα χέρια μου γύρω του, μέχρι να ακούσω τον πνιγερό του ρόγχο να βγαίνει από μέσα του.
Αντί γι’ αυτό, τον άκουσα να με ενημερώνει, ότι στην επόμενη στάση θα κατέβει.
Μέχρι να ολοκληρωθεί η κοινή μας υπόγεια διαδρομή, είχαν πλέον ανασυρθεί και τοποθετηθεί, όλες οι μνήμες μου στα πάνω πατώματα του εγκεφάλου μου, εκεί δηλαδή, που έχει περισσότερο φως και μπορώ να βλέπω, και ν’ αντιλαμβάνομαι καλύτερα.
Πριν κατέβει από το τρένο, τοποθέτησα το πιο αθώο χαμόγελο στο πρόσωπό μου, και του είπα: «Τι θα ‘λεγες να βγαίναμε για ένα ποτάκι; Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που σε ξαναείδα, πολύ θα ήθελα να τα ξαναλέγαμε».
Μετά, του ζήτησα το τηλέφωνο του.
Και μου το έδωσε, χωρίς αντίρρηση και χωρίς καμία υποψία.
«Πολύ ωραία φίλε μου, τα λέμε σύντομα» του είπα χαμογελαστά, και εντελώς ευχάριστα. «Μαλάκα και ξεφτίλα της κοινωνίας ολόκληρης» σκέφτηκα, αλλά δεν το ξεστόμισα.
Δυο μέρες μετά, του τηλεφώνησα.
-Λίγο πριν το παρόν-
Επιτέλους, ξεκίνησα να πάω να συναντήσω το αντικείμενο του πόθου μου, γένους αρσενικού, ετών τριανταπέντε, διευθυντικό στέλεχος και ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας του μοναδικού μου φίλου.
Από καιρό, είχα σχολαστικά μελετήσει πως μπορείς να φτιάξεις μια αυτοσχέδια κατασκευή, που με τη βοήθεια μιας τροχαλίας και ενός σχοινιού, να σηκώσει ψηλά το βαρύ φορτίο μιας μεγάλης ποσότητας από χώμα μέσα σε ειδικό σάκο αντοχής, και με μια μόνο κίνηση, όλο το φορτίο ν’ αδειάσει απότομα, έτσι ώστε να θαφτεί για πάντα ότι υπάρχει από κάτω. Η τροχαλία θα χρησίμευε ακόμα, για να ενώσει το ένα άκρο του σκοινιού που θα ήταν δεμένο στο έδαφος με το άλλο, αυτό που θα είχε τοποθετημένη μια χοντρή λεπίδα, ικανή να σχίσει αστραπιαία το πλαστικό υλικό.
Η ιδέα απαιτούσε σωστό σχεδιασμό και τέλειο συγχρονισμό. Χρειάστηκε να κάνω αρκετές δοκιμές, μέχρι να σιγουρευτώ ότι όλα θα λειτουργούσαν σωστά.
Η επιλογή της τοποθεσίας, ομολογώ πως με δυσκόλεψε.
Το μέρος έπρεπε να είναι απομακρυσμένο, δύσβατο και με ψηλά δέντρα.
Πάνω από το σημείο που θα έσκαβα, θα έπρεπε να υπάρχει ένας γερός κορμός, που να μπορεί αντέξει ένα τέτοιο βάρος.
Τι άλλο από ένα δάσος γεμάτο βελανιδιές!
Τα υπόλοιπα ήταν για μένα μια σχετικά εύκολη υπόθεση, και εξόχως γοητευτική.
-Το τώρα-
Φτάνω εκεί, γύρω στα μεσάνυχτα. Ρίχνει χιονόνερο και έχει ολόγεμο φεγγάρι.
Με δυσκολία τον βγάζω από την θέση του συνοδηγού, τον τραβάω από τα χέρια και τον σέρνω μέχρι τον τάφο που άνοιξα.
Του βγάζω όλα τα ρούχα, μέχρι να μείνει εντελώς γυμνός, σκύβω στα γόνατα και τον σπρώχνω με δύναμη να πέσει μέσα.
Δεν ακούω τη φωνή του, ούτε κάποιον άλλο ανθρώπινο ήχο ακούω, μάλλον, δεν ξύπνησε από τη νάρκωση.
Ανοίγω το φακό και κάνω τον γύρο του σκαμμένου τάφου μέχρι να εντοπίσω τον πάσσαλο που ενώνει το σκοινί με την βελανιδιά.
Γδύνομαι.
Νιώθω να πέφτει το παγωμένο λυτρωτικό νερό του χειμώνα πάνω στο γυμνό μου κορμί.
«Να δεις που είναι η διαμαντένια βροχή, αυτή που πέφτει στον Κρόνο και στον Δία»
Τραβάω απότομα το σκοινί, και πέφτω μέσα. Είμαστε δυο γυμνά αντρικά κορμιά, το ένα πάνω στο άλλο.
Γίναμε ένα.
Η βροχή από νερό, χώμα και πέτρες που έρχεται κατά πάνω μου συνοδεύεται από βιολιά. Δυσκολεύομαι να δω το φεγγάρι.
Αισθάνομαι το σώμα του παγωμένο, και την καρδιά του σταματημένη.
Θρίαμβος!
Πιστεύω, ότι μου αναλογεί ένα μικρό τμήμα στον πίνακα που ακούγονται ανθρώπινες κραυγές.
Θέλω να κλάψω.
Νομίζω, ότι σήμερα ξαναγεννήθηκα.
*
Προσπαθώ να κουνήσω τις βλεφαρίδες μου, αλλά το βάρος από το χώμα και τις πέτρες, δεν μου το επιτρέπουν.
Λίγο με νοιάζει, βλέπω το αχνοκίτρινο φως να με πλησιάζει.
Συνεχώς δυναμώνει, και συνεχώς, έρχεται και πιο κοντά.
*
Υπέροχα, όλα τυλίχτηκαν με φως.
Ούτε σκοτάδι, ούτε χώμα, ούτε θυμός.
Δεν είμαι πιά θυμωμένος, δεν είμαι ζωντανός, δεν είμαι άνθρωπος, δεν είμαι άγγελος, δεν είμαι ούτε διάολος.
Είμαι μόνο οργή …