/Μικρό Διήγημα: Ο κακόψυχος (Άννα Ζανιδάκη)

Μικρό Διήγημα: Ο κακόψυχος (Άννα Ζανιδάκη)

Γράφει η Άννα Ζανιδάκη

Τα παλιά τα καλοκαίρια μαζεύονταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς και άρχισαν να εξιστορούν τι είχε συμβεί στο σχολείο τους .

Το ένα μετά το άλλο ,προσπαθούσε να πάρει σειρά και να προλάβει να πει ότι είχε ζήσει,ότι είχε περάσει .

Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια ,ακούστηκε μια φωνή απ το βάθος μια φωνή ,όλο νεύρα καποιο τσατίλα .

Τι να καναν τα παιδιά ,αρχίσαν και μιλούσαν πιο σιγά μα εκείνη η φωνή,άρχισε και γινόταν ολοένα πιο ενοχλητική ,

Η αιτία ήταν που είχε πλησιάσει πολύ κοντά τους και ακόμα τα φώναζε και παραμιλούνε για το τι συνέβαινε κάθε χρονιά .

Χωρίς να χάσει ευκαιρία, πετάχτηκε ένα κορίτσι απ την παρέα των παιδιών και απευθύνθηκε με πιο δυνατή και έντονη φωνή,σ αυτόν τον κύριο ,που δεν έλεγε να σταματήσει.

Τι θέλετε καλέ μου κύριε;

Τι σας ενόχλησε τόσα καλοκαίρια όπως λέτε ,αντί να πείτε να μαστε γεροί όλοι και να ανταμώνουμε ξανά και ξανά;

Τα λόγια της μικρής κοπέλας,πέσαν σαν κεραυνός στο κεφάλι του,λες και του χε πέσει ο γερο πλάτανος ,που εκεί μαζεύονταν τα παιδιά και λέγανε τα νέα του χρόνου που χε περάσει .

Κοντό στάθηκε, σιώπησε κατά περίεργο τρόπο και ένα δάκρυ ,άφησε να κυλήσει στο πουκάμισό του .

Ηταν ένας γνωστός άνθρωπος ,όταν είχε έρθει πιο κοντά τους ,αλλά κανείς στη γειτονιά δεν του μιλούσε ,μα ούτε και ήθελε καν να ανταλλάξει την παραμικρή κουβέντα μαζί του .

Κακόψυχο το φώναζα, κακομούτσουνο, ότι θες επίθετα ,μα πάντα στην αρχή είχε τη λέξη κακός.

Τι ήταν εκείνο όμως που τους έκανε να χρησιμοποιούν πάντα αρνητικά επίθετα και σχόλια για το άτομό του.

Τι έφταιξε και όλοι δεν τον ήθελαν στην παρέα τους ,παρά όταν τον έβλεπαν να πλησιάζει, απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από κοντά του;

Σκέψεις, προβληματισμό, μα ποτέ δεν είχε δωθεί η κατάλληλη απάντηση ,η ανάλογη εξήγηση για τη συμπεριφορά του .

Τώρα ίσως και να χε έρθει η ώρα να μάθουν γιατί φέρεται έτσι ,να μάθουν τι ήταν εκείνο που τους έκανε να νοιώθουν πως δεν ταιριάζει στην παρέα τους.

Το κορίτσι τρόμαξε ,όταν είδε ξαφνικά αυτό το βροντόφωνο άντρα ,να λυγίζει και να ζητά να το συγχωρέσουν, όλα μα όλα τα παιδιά.

Συγχωρέστε με παιδιά μου ,δεν ήξερα τι έκανα τόσα χρόνια και έμεινα μακριά από τους γονείς σας ,που πιστέψτε με είναι οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο .

Η παρέα των παιδιών άρχισε να κοιτά το ένα το άλλο ,χωρίς να καταλάβαιναν τι γινόταν ,τι συνέβαινε και τι εξελλισςόταν εκεί μπροστά τους.

Εγώ φταίω είπε με τρεμάμενη φωνή,εγώ ,μόνο εγώ φταίω και ο πόνος μου για το παιδί μου .

Αντί να χαίρομαι που σας συναντώ κάθε χρονιά ,ο άτιμος ,κάθομαι και σας φωνάζω και σας επιπλλήττω με το χειρότερο τρόπο.

Γιώργο,πήγαινε και αγόρασε ένα μπουκαλάκι νερό ,να δώσουμε στον άνθρωπο, έχει και τόση ζέστη η σημερινή η βραδιά .

Αμέσως με βήματα γοργά ,το παιδί απ την παρέα, κοντοζύγωσε στο μαγαζάκι της γειτονιάς του ,αγόρασε το νερό και το έδωσε στον κουρασμένο όπως φάνηκε άνθρωπο,απ τις στεναχώριες και τα βάσαν της ζωής .

Ελάτε καλέ μου κύριε ,πιείτε λίγο,θα σας κάνει καλό και θα σας ανακουφήσει.

Δεν ξέρω τι να πω παιδιά μου ,ντρέπομαι για όλα που χω κάνει,που χω πει ,ειλικρινά σας ζητώ να με συγχωρέσετε και να προχωρήσουμε τις ζωές μας ,εδώ ,μαζί ,παρέα και με μένα ,αν θέλετε ,αφού δεν έχω κανένα στον κόσμο να μ αγαπήσει και να με λυπηθεί.

Θέλετε η καλη τους η ψυχή ,η αγνή τους η καρδιά ,το λυπήθηκαν και του έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία ,να επανορθώσει και να γίνει πια σωστός ,όπως και ο ίδιος το είχε καταλάβει.

Από κείνη τη μέρα και μετά,που τον έχανες που τον έβρισκες ,παρέα με τα παιδιά εκείνα,μέσα στα γέλια και στιςι χαρές ,μέσα στην αισιοδοξία και στην ελπίδα .

Ένα βράδυ όμως ,ήθελε να τους εξηγήσει τα πάντα ,να τους πει για αυτό που τον παίδευε και τον τυρρανούσε τόσα χρόνα.

Πριν αρκετά χρόνια ,είχε χάσει το μονάκριβό του γιο ,το παλικάρι του ,σε μια παρέα που χε παέι να συναντήσει τους φίλους του,μετά απ το σχολείο ,το τόσο δύσκολο χειμώνα που χε περάσει ,αφού προετοιμαζόταν να δώσει τις Πανελλήνιες Εξετάσεις και ήταν τόσο μα τόσο συννειδητοποιημένος .

Για κακή του τύχη του παλικαριού ,του έμελλε να πιε ο πατέρας του το πικρό ποτήρι ,του χαμού του ,του θανάτου του ,στα καλά καθούμενα ,όπως είχαν αποφανθεί όλοι μετά ,που είχε αρχίσει να πιάνει τα παιδιά ένα ένα και να τα ρωτάει τι είχε συμβεί εκείνο το μοιραίο βράδυ.

Τα παιδιά και τότε ,μαζευόταν εκεί στο γερό πλάτανο ,λες και ήταν μια συνήθεια ,που κρατούσε από γεννιά σε γεννιά κι επαναλαμβάνονταν πάντα με τόση επιτυχία και τόσες όμορφες αναμνήσεις απεκόμισαν ,στο τέλος του καλοκαιριού.

Μα το καλοκαίρι του 2014 δεν ήταν το ίδιο όπως όλα τα άλλα .

Μαύρισε η ψυχούλα του, έκλεισε το σπιτικό του ,μιας και η μανούλα του δεν άντεξε το χαμό του γιου της και πήρε χάπια ,θέλοντας να πάει να συναντήσει το καμάρι της .

Ένα ήταν ,ένα το είχαν και το κοιτούσαν μέσα στα μάτια .

Μια εκείνος ο λεβέντης τους ,ποτέ δεν είχε εκμεταλλευτεί τη δικη τους αδυναμία και πάντα φερόταν τόσο σ αυτόύς όσο και στον υπόλοιπο κόσμο ,με αγάπη και ειλικρίνεια, με σεβασμό και καλοσύνη.

Αυτά τα καλά στοιχεία τα χε πάρει και απ τον πατέρα του και απ τη μητέρα του ,καθώς και οι δυο ήταν ήσυχοι άνθρωποι ,αλλά έμεναν σε μια πόλη ,παραδίπλα απ το χωριό τους ,άγνωστοι ,μέχρι που ήρθε ο καημένος ο κύριος Ατυχούλης ,έτσι το φώναζα,απ τη στιγμή που χασε το σπλάχνο του ,τον Ακριβό.

Ονομα και πράγμα το παλικάρι του,θησαυρός για όποιους το γνώριζαν και τον είχαν συνατήσει.

Κανείς δεν είχε να πει άσχημο λόγο,κακιά κουβέντα για το καμάρι τους .

Η τύχη,η μοίρα όμως ζήλεψε τα τόσο όμορφα χρόνια που χε περάσει και θέλησαν να το στείλουν στο ταξίδι που δεν έχει γυρισμό ,σε εκείνο το ταξίδι ,που όποιος πάει δε γυρνάει.

Συνεχίζοντας την αφήγησή του ,τους είπε ,πως ενώ είχαν μαζευτεί όλα μαζί και γελούσαν και χαιρόταν ο ένας τη συντροφιά του άλλου,ξαφνικά πετάχτηκε ένα αυτοκίνητο απ το πουθενά ,χάνοντας τον έλεγχο του τιμονιού του ο οδηγός κι έπεσε πάνω στο παιδί του .

Παγωμάρα ,ησυχία απόλυτη και ένα αναφιλητό ακούστηκε,μέσα σ εκείνη την ησυχία .

Ηταν του πατέρα που δεν μπορούσε να συγχωρήσει πτοτέ τον εαυτό του ,για αυτό που χε κάνει ,για αυτό που του χε συμβεί και δεν το χε πει ως τότε σε κανέναν.

Απ τη μια είχε χάσει το παιδί του ,απ την άλλη τη γυναίκα του ,που τολμούσε να βρει θάρρος να το εκμυστηρευτεί κάπου ,που να βριοκε μια παρήγορη αγκαλιά όπως ζητούσε και ήθελε ,καιρό τώρα .

Αφού προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν τα παιδιά όλα μαζί ,κατάφεραν να του αποσπάσουν τη χειρότερη μαρτυρία που μπορούσαν να ακούσουν εκείνη τη στιγμή

Κανένα απ τα παιδιά δεν ήταν έτοιμο και δε θα ταν ποτέ να ακούύσει μια τέτοια ομολογία ,να ακούσει μια τέτοια αλήθεια ,σκληρή και ασύλληπτη,σε κάθε ανθρώπινο νου,σκεφτείτε σε παιδικά μυαλά ,καθόλου προετοιμασμένα κι έτοιμα να δεχθούν μια τέτοια αλήθεια .

Ποτέ δε συνήθιζε να πίνει ,ποτέ δε συνήθιζε να χάνει τον έλεγχο του τιμονιού του ,αφού εργαζόταν χρόνια τώρα ,οδηγός σε τουριστικά λεωφορεία και είχε φάει τους δρόμους όπως έλεγαν μετά ,με το κουτάλι .

Μα εκείνο το κουτάλι ,φάνηκε τόσο πικρό ,που το περιεχόμενό του,είχε το δηλητήριο που φρόντισε να ποτίσει τον ίδιο και τη γυναίκα του,τον ίδιο και τους φίλους του παιδιού του

Το βράδυ εκείνο ,δεν είχε γυρίσει σπίτι. ,μετά από ένα πολύωρο ταξίδι ,μετά από μια κουραστική περιοδεία που χε κάνει ,το γύρο της Πελοποννήσου ,σε μια ομάδα από κατηχητικά σχολεία ,ανά την Ελλάδα .

Είχε επισκεφτεί διάφορα μοναστήρια και πάντα το πρώτο που παρακάλαγε ,όπως τους είχε πει ,ήταν να ναι καλά αυτός και η οικογένειά του ,αυτός και ο μονάκριβός του .

Οι εξετάσεις τελείωσαν και με επιτυχία ,είχε μάθει ,πως είχε περάσει απ τους πρώτους στην Αρχιτεκτονική,αφού είχε αγάπη και λατρεία με το σχέδιο ,με τις κατασκευές και με τη μηχανική τους

Το όνειρό του πια είχε γίνει πραγματικότητα ,οι κόποι του είχαν αμοιφθεί και είχε έρθει η ώρα να ζήσει αυτό που τόσο λαχταρούσε και ποθούσε όσο τίποτα τελευταία στη ζωή του.

Να ναι ο φοιτητής,εκείνος που θα πήγαινε η μητέρα του,θα τον επισκεπτόταν και με καμάρι εκείνος θα τις μάθαινε τα διάφορα μέρη ,στην πόλη που θα φοιτούσε κι μαζί ,αγαπημένοι όπως είχαν συνηθίσει ,θα περνούσαν ευχάριστα τις μέρες εκείνες .

Για να κάνει έκπληξη στο γιο του ,αφού ήξερε που θα τον έβρισκε ,πήγε με τόση χαρά κα λαχτάρα ,να το συναντήσει,αφού είχε να το δει μια εβδομάδα και να τον έσφιγγε όπως έκανε συνήθως στην αγκαλιά του .

Θα του έλεγε πόσο του χε λείψει και πως πάντα θα ήταν εκεί για κείνον ,κάθε ώρα και στιγμή,αρκεί να του το ζητούσε και θα κανε την κάθε του επιθυμία πράξη.

Ηταν ένα περίεργο βράδυ, ένα μυστήριο ξημέρωμα, που δε συνήθιζε ποτέ να μην πηγαίνει στο σπίτι του πρώτα ,να τον καλοςώριζε η λατρεμένη του γυναίκα και να την έσφιγγε κι εκείνος με λαχτάρα στην αγκαλιά του .

Όλα γίναν όμως τόσο ανάποδα ,τόσο διαφορετικά .

Είχε αρχίσει και βράδιαζε και η όραςή του,το χε καταλάβει εκείνες τις μέρες ,ήταν πολύ δύσκολη και δεν μπροούσε να διακρίνει εύκολα τα αντικείμενα το βράδυ.

Μόλις το ‘χε αντιληφθεί επικοινώνησε με τον οφθαλμίατρό του και τον καθησύχασε ,λέγοντάς του,είναι απ την κούραση ,ξεκουράσου και όλα θα διορθωθούν,θα ναι όπως και πρώτα .

Το χε βάλει πρόγραμμα και θα το συναντούσε,την επόμενη μέρα ,μα που να φανταζόταν το άσχημο παιχνίδι που χε αποφασίσει να του παίξει η μοιρα.

Ετσι ,όπως είχε πάρει τη στροφή και πήγαινε να παρκάρει ,στο απέναντι στενάκι για να συναντήσει το παλικάρι του ,κάνει μια ξαφνικά ,αντιλαμβανόμενος πως δεν μπορούσε να ελέγξει την όραςή του,προτίμησε να πέσει πάνω στον πλάτανο ,να σταματήσει εκεί που ήξερε σίγουρα …πως θα βρισκε αντίσταση και θα σταματούσε εκεί .

Για κακή του τύχη, ο γιος του,φορόσε ίδια ρούχα ,με τον πλάτανο,τα όμορφα καφέ του και πράσινα ,που του χε δωρίσει η καλή του φίλη ,που χε πια περάσει στο Πανεπιστήμιο .

Για να της δείξει και την αδυναμία του προς εκείνη ,αλλά και για να την ευχαριστήσει, θέλησε να τα φορέσει για να χαρούν κι οι δυο,από διαφορετική πλευρά ο καθένας τους.

Ναι ,,,,μεταξύ αναφιλητών και αναστεναγμών,ειπώθηκε η αλήθεια του ,η χειρότερή του αλήθεια ,πως εκείνος είχε σκοτώσει το γιο του και πως προσπάθησε να το κουκουλώσει με ένα φίλο του γιατρό ,είπαν πως ήταν ένας άγνωστος οδηγός ,που κανέίς δεν είχε φροντίσει να πάρει ,να μάθει τα στοιχεία του .

Για κακή του τύχη ,

όλα αυτά τα χε γράψε σε ένα ημερολόγιο,μα η γυναίκα του ,που τα πάντα περνούσαν πα τα χέρια της ,σε μια άτυχη στιγμή το βρήκε ,το διάβασε και δεν άντεξε .

Αποφάσισε να χάσει τη ζωή της ,να παέι να βρει το μονάκριβό της ,παρά να μοιράζεται την υπόλοιπή της ζωή ,μ αυτόν που αφαίρεσε ,ναι μεν χωρίς να θέλει ,αλλά απέκρυψε τα πάντα ,απ τους υπόλοιπους ,όλη τη ζωή που θα της απέμενε.

Τα χε πει όλα και ένοιωσε να φεύγει το βάρος από πάνω του ,ένιωσε να χε λυτρωθεί και να χε καθαρίσει η ψυχή του απ αυτόν τον πόνο ,το ένοχό του μυστικό ,που κανείς ως τώρα ,ποτέ δεν το φανταζόταν και ούτε πήγαινε καν ο νους τους .

Σε όλη αυτή την αποκάλυψη ,δεν είχαν υπολογίσει ένα και μοναδικό στοιχείο ,ένα και βασικο που τους διέφευγε όλους ,αφού δεν είχαν παρατηρήσει ,πως απ την παρέα τους ,έλλειπε ,η Κρυσταλλένια .

Ηταν η φίλη του αγοριού του ,η μονάκριβή του ,όπως τον έλεγε και ακριβή του αγάπη.

Δεν άντεξε να ακούσει ,οτιδήποτε είχε αρχίσει να λέει και να δικαιοιολογείται σε εκείνη την παρέα ,οτιδήποτε είχε σχέση με το χαμό του ανθρώπου ,που είχε νοιώσει το πρώτο της σκίρτημα ,που είχαν νοιώσει τις καρδούλες τους να χτυπούν σαν τρελλές .

Απ την αρχή που χε ξεκινήσει να μιλάει ο πατέρας του φίλου της ,είχε ανοίξει το κινητό της και είχε ηχογραφήσει τα πάντα .

Τώρα πια όλα ήταν ολοφάνερα ,τώρα πια όλα θα παίρνανε το δρόμο τους .

Η Νέμεσις