/Μικρό Διήγημα: Die Wölfe (Oι λύκοι) – (Γιώργος Σταφυλάς)

Μικρό Διήγημα: Die Wölfe (Oι λύκοι) – (Γιώργος Σταφυλάς)

Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς, Συγγραφέας

Αυτή την εκδρομή την σχεδίαζε καιρό. Ηταν το θέμα της παρέας και το αντικείμενο των διαφωνιών μεταξύ των μελών της για κάμποσους μήνες. Για διάφορους λόγους όλοι απέφευγαν την διανυκτέρευση στο βουνό. Ειδικά στο μεγάλο λιβάδι που ηταν η αρχική ιδέα. Οι δικαιολογίες πολλές. Κατα το γραφικό ”αγρόν ηγόρασε” ετσι και οι φίλοι του έστριβαν με διάφορες προφάσεις.

Η είδηση για την επάνοδο των λύκων στον ορεινό όγκο που δέσποζε επιβλητικός πάνω από την πόλη, ίσως είχε παίξει κάποιο ρόλο στην αρνητικότητα με την οποία αντιμετωπιζόταν η πρόταση του κάθε φορά που έπεφτε στο τραπέζι. Και να ‘λεγε κανείς ότι η παρέα απαρτιζόταν από άμαθα παιδιά…κάθε άλλο. Όλοι τους ήταν έμπειροι πεζοπόροι με πολλά καταγεγραμμένα χιλιόμετρα πορείας σε ανώμαλο έδαφος καθώς και κατακτήσεις κορυφών. Αλλά…

Ώσπου τελικά δεν πήγαινε άλλο. Ένα απόγευμα το αποφάσισε. Η αναμέτρηση με τα όρια τιου ήταν πάντοτε αυτό που τον κέντριζε, τον ενεργοποιούσε θα ‘λεγε κανείς, να τραβήξει μπροστά. Πάντα μπροστά. Ετσι αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των φίλων τους για τους κινδύνους που έκρυβε μια μοναχική διανυκτέρευση στο βουνό και υποβαθμίζοντας ως μη αξιόπιστες τις διηγήσεις που αφορούσαν την επαναεμφάνιση των λύκων, φόρτωσε στο αυτοκίνητο όλα τα απαραίτητα μπαγκάζια: σκηνή, υπνόσακο, φαγητό, νερό, εργαλεία και ξεκίνησε χωρίς να εξηγήσει σε κανένα από τους οικείους του τι ακριβώς σκόπευε να κάνει.

Οι μόνοι που γνώριζαν για το εγχείρημα ηταν τα μέλη της παρέας που έκαναν τα πάντα για να τον αποτρέψουν ακόμα και με το επιχείρημα ενός πιθανού προστίμου. Ηταν παράνομη η διανυκτέρευση και απαγορευμένο από τις αρχές το άναμμα φωτιάς μεσα στο δάσος κατα τη διάρκεια της θερινής περιόδου,. Το πρόστιμο αν τον έπιαναν θα ηταν υπέρογκο. Παρέμεινε αμετάπειστος. Εξουδετερώνοντας με ειρωνική διάθεση όλα τα αντεπιχειρήματα. και απορρίπτοντας χωρίς συζήτηση ως απίθανο το ενδεχόμενο να δουν την δικη του φωτιά μεσα απο κάποια σκοπιά πυροφύλαξης. Έτσι χωρίς να το βασανίσει περισσότερο και αφού φόρτωσε τα πράγματα που πίστευε ότι θα του χρειάζονταν και τελείωσε κάθε πιθανή προετοιμασία, πήρε τον σκύλο του για μοναδική συντροφιά και ξεκίνησε.

Ο καιρός ηταν ασυνήθιστα ζεστός για την εποχή. Από το πρωί φύσαγε ενας εκνευριστικός ανατολικός άνεμος που οσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε σε ένταση. Θα έλεγε κανείς οτι ο καιρός θύμιζε Αύγουστο κι οχι τέλη Μαϊου. Απτόητος εκείνος στην διάρκεια της διαδρομής κατάστρωνε το σχέδιο του για μια ασφαλή διανυκτέρευση στο μεγάλοι λιβάδι με την παλιά εγκαταλελειμμένη εκκλησία. Σχεδίαζε να καταλύσει μέσα στην εκκλησία αν ο αέρας συνέχιζε με την ίδια αμείωτη ένταση. Αν έπεφτε όπως συνήθως καθε βραδυ, τότε θα κοιμόταν εξω στην σκηνή. Σε κάθε περίπτωση θα έστηνε την σκηνή του και θα περίμενε να ιδεί πως θα εξελιχθεί η βραδιά.

Μετα απο μιαμιση και πλεον ώρα διαδρομής έφτασε στο λιβάδι ανεβαίνοντας του δασικους δρόμους που διέσχιζαν τον δρυμό. Ο ήλιος είχε ξεκινήσει για τη δύση του. Το φως λιγόστευε και κοιτάζοντας το ρολόι του διαπίστωσε ότι είχε στην διάθεση του λιγότερο απο μια ώρα μέχρι να νυχτώσει. Γρήγορα άφησε τον σκυλο ελεύθερο να τρέξει στο λιβάδι κι εκείνος καταπιάστηκε με το στήσιμο της σκηνής.Του πήρε κάπου μισή ώρα μέχρι να την ετοιμάσει, χρονος που έκρινε οτι ηταν αρκετά καλός για κάποιον που δεν έχει βοήθεια. Κατόπιν έβγαλε τα πράγματα του τα άπλωσε τριγύρω. Τώρα έπρεπε να βρεί ξύλα για την φωτιά. Ευτυχώς δεν χρειάζοταν να περιπλανηθεί. Ολόγυρα απο το σημείο που βρισκόταν τα ξερόκλαδα σχημάτιζαν σωρούς.

Οταν τελείωσε και μ αυτό έβαλε μια φωνή και ο σκύλος γυρισε παλι σε αυτόν κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρά του. Ηταν ευτυχισμένος. Άνθρωπος και ζωο ηταν ελεύθεροι και χαρούμενοι στα 800 μέτρα υψόμετρο. Πόσο κουτοί ηταν οι άλλοι που δεν ήθελαν να έρθουν; Πόσο ανόητα φοβιτσιάρηδες ; Ενα περιφρονητικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χειλη του καθώς τοποθετούσε την σχάρα με το κρέας πάνω στον σωρό των ξύλων. Ω η μυρωδιά του ψημένου κρέατος ! Σε λίγο και καθως θα έπεφτε η νύχτα ολόκληρο το λιβάδι θα μύριζε από αυτή. Ο αέρας ειχε πέσει όπως συνήθως συμβαίνει το βραδυ, όλα ήταν εντάξει. Γιατι λοιπόν οι ανόητοι φοβιτσιάρηδες δεν ειχαν ακολουθήσει σε τούτη την μοναδική εμπειρία να είσαι μόνος σου καταμεσίς του μεγάλου λειβαδιου κοιτώντας τα αστέρια του ουρανού;

Κάποτε το φαγητό ψήθηκε στην φωτιά. Η μοσχοβολιά του κρέατος θα πρέπει να ειχε απλωθεί παντού πάνω από το λιβάδι και στο γυρω δάσος. Έφαγε με όρεξη τόσο εκείνος όσο κι αο σκύλος. Υστερα ήρθε η ώρα του τσιγάρου. Κάπνισε τρια τέσσερα τσιγάρα μετρώντας τα αστέρα και κάνοντας όνειρα για την ζωή του αύριο. Αλλά καθως η ώρα προχωρούσε μια παράξενη ανησυχία τον κυρίευε. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθε πως δεν ηταν μόνος. Δεν μπορούσε φυσικα να δει κανεναν απο το πηχτό σκοτάδι που επικρατούσε αλλά ένιωθε πως δεκάδες μάτια κοιτούσαν εκείνον στα κρυφά. Και αντί ο νους τους να γαληνεύσει από την επαφή με την φύση, αγρίευε. Τα λόγια των φίλων του που τον συμβούλευαν να μην επιχειρήσει άρχισαν να ηχουν εκνευριστικά στον νου του ξανά και ξανά. Χωρίς να το θέλει ανατρίχιασε.

Κοίταξε την φωτιά. Έκαιγε ακόμα Θα τη άφηνε όλο το βραδυ για προστασία. Προστασία; Από τι έπρεπε να προστατευθεί όμως; Δεν ηταν ασφαλής στην φύση; Μήπως δεν ηταν υπερβολές και διηγήσεις ανοήτων και υστερικών όσα έλεγαν οι φίλοι του; Απέδιωξε με μια απότομη κίνητση του κεφαλιού ολες τις σκέψεις και σηκώθηκε να ξεμουδιάσει. Το βλέμμα του να πλανηθεί στον χωρο. Η παλιά εκκλησία ηταν περιτριγυρισμένη απο ενα τοιχείο υψους ενός μέτρου. Αυτό παρείχε προστασία, σκέφτηκε. Αλλά αμέσως μετά ρώτησε ξανα μεσα του τον εαυτό του : ”από τι ”.

Κοίταξε τον σκύλο. Κοιμόταν αμέριμνος μπροστά στην φωτιά χορτασμένος από κρέας. Ζώο οικόσιτο, εξημερωμένο, απόλυτα εξαρτημένο από τον άνθρωπο σε αντιδιαστολή με τα ξαδέρφια του τους λύκους που ηταν πάντοτε κυνηγοί…Το ουρλιαχτό αντήχησε ανατριχιαστικό. Και αμέσως σαν σε απάντηση αυτού του πρώτου ακολούθησε και άλλο ουρλιαχτό κι άλλο κι άλλο. Ο σκύλος ξύπνησε και με ορθωμένες της τρίχες της ράχης του άρχισε να οσμίζεται τον αέρα κλαίγοντας με ενα σιγανό λυγμό. Τωρα ολόκληρο το δάσος που περικύκλωνε το μεγάλο λιβάδι αντηχούσε απο τα ουρλιάσματα των λύκων. Ωστε λοιπόν ηταν αλήθεια οι ιστορίες για τους λύκους που ειχαν επανέλθει μετα απο δεκαετίες πάλι στον μεγάλό δρυμό ! Κι εκείνος δεν ήθελε να τις πιστέψει ! Ηταν ασφαλώς η μυρωδιά του κρέατος που τους είχε επιστρατεύσει.

Πόσοι να ήταν άραγε; Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει απο τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά αλλα σίγουρα ηταν αρκετοί και έμοιαζε να βρίσκονται σε κάποια δαιμονική συνεννόηση μεταξύ τους. Έπρεπε να σκεφτεί την κατάσταση ψύχραιμα. Η φωτιά δεν θα τους άφηνε να πλησιάσουν κοντα. Ακόμα κι αν ηταν πολλοί και πεινασμένοι όσο η φωτιά έκαιγε μπορούσε να είναι σίγουρος. Αλλα για πόσο θα έκαιγε η φωτιά. Είχε μαζέψει ξύλα μόνο για το ψήσιμο. Τα ξύλα θα σώνονταν σε λίγο και το ενδεχόμενο να βγει να μαζέψει ξανα δεν του άρεσε με τους λυκους να έχουν περικυκλώσει το καταφύγιο του. Αλλά και χωρίς την φωτιά πάλι θα ηταν ασφαλής μεσα στο καταφύγιο της παλιάς ερειπωμένης εκκλησίας. Πως θα μπορούσαν οι λύκοι να υπερπηδήσουν το τοιχάκι του ενός σχεδόν ενός μέτρου υψους; Μα κι αν ακόμα κατάφερναν -ποιος ξέρει με ποιόν τρόπο- να υπερπηδήσουν αυτο το εμπόδιο, πως θα μπορούσαν να εισχωρήσουν στον χωρο της εκκλησίας; Όχι, δεν έπρεπε να πανικοβάλλεται !

Οτιδήποτε κι αν συνέβαινε εξάλλου είχε πάντοτε το κινητό του. Το κινητό….το έβγαλε από την τσέπη και κοίταξε την οθόνη του. Είχε μείνει απο μπαταρία! Αυτο δεν ήταν καλό. Το κινητό είναι προστασία στην ερημια. Επρεπε να μπει στο αυτοκίνητο και να το φόρτισε μια δεκα λεπτά. Μπορεί οι λυκοι να ειναι τριγυρω στο δασος αλλά επρεπε να δοκιμάσει. Χωρίς κινητό τηλέφωνο θα ήταν χαμενος αν κάτι πήγαινε στραβά Γύρισε προς τον σκύλο. Μείνε εδω, του είπε επιτακτικά. Το ζωο απάντησε με ενα σπαρακτικό λυγμό και τρίφτηκε στα πόδια του. Ηταν επικίνδυνο να βγει εξω απο τον περιτειχισμένο χώρο της εκκλησίας, ηταν διπλά επικίνδυνο να πάρει μαζί του και τον σκύλο. Αλλά λογικά ηταν μάλλον απίθανο να επιτεθούν οι λύκοι σε εναν άνθρωπο ειδικα αν αυτός ειναι οπλισμένος. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει, σκεφτηκε να συντρέχουν καποιες προυποθέσεις : οι λυκοι να ειναι πολλοί και πεινασμένοι κι ο άνθρωπος να είναι αδύναμος, έτοιμος να καταρρεύσει. Εκείνος δεν ήταν αδύναμος και δεν ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Ένα γερό στυλιάρι συνήθως αρκεί για να απομακρύνει ενα επικίνδυνο ζώο κι εκείνος είχε ενα τετοιο στυλιάρι στα πράγματα του. Ευτυχώς ειχε το ορειβατικό του μπαστούνι φτιαγμένο απο κράμα μετάλλου. Κραδαίνοντας το θα απέτρεπε κάθε πιθανή διάθεση επίθεσης. Τα ζώα φοβούνται τον άνθρωπο ακόμα και οι λύκοι.

Επρεπε λοιπόν να δοκιμάσει να πάει στο αυτοκίνητο δεν ηταν φρόνιμο να βγάλει την νύχτα χωρίς κινητό τηλέφωνο. Αλλα χωρίς τον σκύλο. Ο σκύλος έπρεπε να μείνει πίσω. Να όμως που ο σκύλος δεν έλεγε να το καταλαβει και ολοένα έκλαιγε και τριβόταν στα πόδια του. Το καημένο το ζωο είχε φοβηθεί. Ηταν ενα καλό, πιστό, υπάκουο, κοινωνικό, σκυλί πάντοτε χαρούμενο, πάντοτε φιλικο, σχεδόν αγαθό… Τελικά αφου το σκέφτγκε και το ζυγισε καλά αποφάσισε να το πάρει μαζι του. Πηρε ενα χοντρο κούτσουρο και το άλειψε με ενα μείγμα λαδιού και οινοπνεύματος χρησιμοποιώντας το ως δαυλό και ξεκίνησε. Το αυτοκίνητο βρισκόταν εκεί που ξεκινούσε το μεγάλο λιβάδι περίπου πεντακόσια μέτρα από την εκκλησία. Δεν ειχε θεωρήσει φρόνιμο να προχωρήσει πιο μεσα μιας και λιβάδι ηταν ακόμα λασπωμένο απο τα χιόνια και τις βροχές του χειμώνα και υπήρχε κίνδυνος να κολλήσει το αυτοκίνητο στην λάσπη.

Κρατώντας τον δαυλό με τα αριστερό του χέρι και το ορεβατικό στυλιάρι με το δεξί βάδιζε προσεχτικά και με κόπο πάνω στην πηχτή παχιά λάσπη που καμιά φορά ξεπερνούσε το αστράγαλο του.. Οι αισθήσεις του σε επιφυλακή, τα νεύρα του τεντωμενα, καθως τα ουρλιάσματα των ,λυκων δεν ειχαν ουτε δευτερόλεπτο σταματήσει. Ο σκύλος κολλημένος στο πλευρό του προχωρούσε ανήσυχος με τις τρίχες της ράχης ανορθωμένες και την ουρά χωμένη μες στα σκέλια.Το κακόμοιρο το ζώρο υπέφερε. Προσπαθούσε με τα μάτια του να τρυπήσει το πηχτό σκοτάδι της βουνίσιας νύχτας, να δει επιτέλους τον αντίπαλο του, αλλα του κάκου. Δεν υπήρχε φεγγάρι στον ουρανό το μόνο φως ηταν το ψυχρό των άστρων και αυτό που έριχνε ο δαυλός του κάνοντας τις σκιές να μοιάζουν τρομαχτικές. Κάτι κίτρινες λάμψεις που φαίνονταν καπου καπου στην δασωμένη πλάγια ολόγυρα του δεν ηθελε να σκέφτεται τι μπορεί να ήταν. Ωστόσο οι λάμψεις πύκνωναν καθώς ΄περπατούσε στο λασπωμένο χωράφι. Πόσοι να ήταν;

Δεν είχε φοβηθεί ποτε του μεχρι τωρα στο βουνό. Ποτέ ούτε κι οταν ειχε κινδυνεύσει να χάσει την ζωή του κατρακυλώντας σε γκρεμό βάθους πολλων εκατοντάδων μέτρων απο τον οποίο είχε σωθεί την τελευταία στιγμη χώνοντας στις πέτρες ενα μεγάλο κλαδί κι εμποδίζοντας με αυτό την πτώση. Να όμως που τωρα φοβόταν. Ναι φοβόταν… Τωρα το έβλεπε πως ειχε κάνει λάθος να αψηφήσει τα λόγια των φίλων του. Εβλεπε καθαρά πως ειχε υπερ εκτιμήσει τις δυνατότητες του. Και χωρίς να συμβεί κάτι άρχισε να τρέχει. Μια μυστική φωνή μεσα του τον είχε παρακινήσει να το κάνει. Τρέχα… Κι ο σκύλος παντοτε πλαι του έτρεχαν τωρα μαζι. Τα ουρλίαγματα είχαν σταματήσει αλλά οι κίτρινες λάμψεις είχα πυκνώσει. Ηταν κοντα το ένιωθε. Πόσο ήθελε ακόμα για τ αμάξι; Το έβλεπε, δεν ηταν μακριά. Θα τα άφηνε όλα και θα έφευγε. θα έβαζε μπροστα να ξεφύγει…να ξεφύγει…Τον κυνηγούσαν; Εστρεψε το κεφάλι πίσω του μερικές μοίρες. Οι κίτρινες λάμψεις ηταν εκεί πίσω του και τωρα δεν έβλεπε μονο τις μοχθηρές λάμψεις των ματιων, αλλα ολόκληρο το θανάσιμα επιβλητικό περίγραμμα του ζωου.

Δεν βιάζονταν. Δεν έτρεχαν. Εκείνος έτρεχε αυτοί ακολουθούσαν. Πόσοι να ήταν; Γύρισε. Με μια πρόχειρη μάτια μέτρησε δέκα ζώα. Συγκέντρωσε όλο του το κουραγιο και στάθηκε στην μεση του λιβαδιου με τον δαυλό στο χερι. Τωρα ηταν μονος αυτός και η αδυσώπητη φύση και έπρεπε σαν τον προϊστορικό άνθρωπο να αναμετρηθεί μαζί της. Φώναξε με όση δύναμη υπήρχε στα σιδερένια του πνευμόνια και φωνάζοντας τίναζε τον δαυλό του απειλητικά. Κάποτε σταμάτησε γιατι κουράστηκε. Ηταν μάταιο. Οχι μόνο δεν είχαν φοβηθεί αλλά είχαν πλησιάσει ακόμα πιο κοντά. Τωρα μπορούσε να τους δει καθαρά. Ηταν μεγάλοι και γκρίζοι. Τα μουσούδια τους ηταν τραβηγμένα και τα ακονισμένα λευκά τους δόντια πρόβαλλαν θανάσιμα, απειλητικά ,οι τρίχες στον τράχηλο τους ορθωμένες, και με τα κεφάλια τους σκυμμένα γρύλιζαν μυρίζοντας το χωμα. Προχωρούσαν μπροστά ανυποχώρητοι, άκαμπτοι σαν να επρόκειτο για το απομεινάρι κάποιας αρχαίας αμείλικτης, τελετουργίας του θανάτου.

Είδε το σκύλο του να κουλουριάζεται στα πόδια του παγωμένος από τον τρόμο ανήμπορος μπροστά στην αδιάλλακτη απειλή της άγριας φύσης. Γιατί δεν σταματούσαν; Πως ειναι δυνατόν άγρια ζώα να μην σκορπούν μπροστά στην προμηθεϊκή λάμψη της φωτιάς; Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο ψύχραιμος εαυτός του κατέρρευσε και απο μέσα του αναδύθηκε ο αγνός, ατόφιος φόβος προ του αγνώστου. Το μυαλό του φώτισε σαν αστραπή η σκέψη οτι μπορεί να μην είναι απλώς ζώα αλλά δαίμονες εξαπολυμένοι απο μοχθηρές δυνάμεις που γελούν εξευτελίζοντας την ανθρώπιη αλαζονεία. Μόνη σωτηρία η φυγή ! Στράφηκε προς τ αμαξι ξανα κι αρχισε να τρεχει φοβούμενος για την ζωή του τωρα πια. Δεν γυρισε να δει αν ο σκύλος ακολουθούσε και ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Οι αποτρόπαιοι ήχοι που έφταναν στα αυτιά του τον πληροφορούσαν για την αιματηρό όργιο που εξελισσόταν πίσω του. Αν έστρεφε το κεφάλι του και αντίκρυζε την φρκτή αλήθεια τα γόνατα του θα λύνονταν η καρδιά του θα έλιωνε οι δυνάμεις του θα τον εγκατέλειπαν και τότε θα παραδινόταν κι αυτός σε τούτο το ανίερο τέλος καταλήγοντας στον πεπτικό σωλήνα των θηρίων. Τέλος τραγικά ειρωνικό για κάποιον που πάντοτε πίστευε στην ανωτερότητα του ανθρώπου. Ο καημένος ο σκύλος …

Το αμάξι με το κόκκινο του χρώμα ξεχώριζε μέσα στην σκοτεινή νυχτα σαν σημαδούρα στον ωκεανό. Λιγα ακομα μέτρα και θα το έφτανε. Και τότε θα ήταν πλέον ασφαλής. Έβαλε το χέρι στην τσέπη αναζητώντας το κλειδί. Με τον τηλεχειρισμό οι πόρτες του αυτοκινήτου άνοιγαν απο δέκα μέτρα απόσταση. Αλλά τότε ένιωσε το σώμα του να αδειάζει απο αίμα λες κι ενα ατσάλινο χέρι τον γραπώσει σφιχτά στραγγίζοντας το όλο. Στην τσέπη του δεν υπήρχε τίποτα. Ενα παγωμένο δάχτυλο διέτρεξε την ραχοκοκαλιά του. Έψαξε και την άλλη τσέπη. Τίποτα. Έψαξε το πουκάμισο του. Ουτε κι εκεί. Έψαξε καθε τσέπη του παντελονιού του. Το κλειδί δεν υπήρχε πουθενά. Aπελπισμένος γύρισε το κεφάλι του. Οι λυκοι ηταν κοντά. Οι πιο αχόρταγοι από αυτούς είχαν εγκαταλείψει τα απομεινάρια αυτου που κάποτε υπήρξε ο σκυλος του, στα πιο μικρά και αδύναμα ζώα και κείνοι, οι πιο δυνατοί, είχαν τραβήξει μπροστά με την ιδια πάντα αμείλικτη σιγουριά πως θα ανταμειφθούν με ενα θήραμα αντάξιο του όγκου και της δύναμης τους. Διάβασε το μίσος στα μάτια τους.

Ηταν η άγρια ζωή που ζητούσε στο δικό της έδαφος να πάρει εκδίκηση ξανα μετα απο αιώνες, να αποδείξει την αιώνια επικυριαρχία της μπροστά στην στιγμιαία μονο επικράτηση του ανθρώπου. Ηταν η ωμή δύναμη απέναντι στην ευφυϊα, οι ατσάλινοι μύες, τα σιδερένια σαγόνια, απέναντι στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος τώρα, διχως την μαγεία της επιστήμης ηταν απόλυτα γυμνός. Έσκυψε και πήρε μια πέτρα απο κάτω την πέταξε με όλη του την δύναμη πανω στο κεφάλι του πρωτου θηρίου. Εκείνο έσκουξε για λίγο απο τον πόνο αλλα συνέχισε .Το παράθυρο ! Να σπάσει το παράθυρο ! Σήκωσε ακομα μια πέτρα απο κάτω και γυρισε με σκοπό να κοπανήσει με όλη του την δύναμη το παράθυρο του οδηγού. Αλλα δεν πρόλαβε. Ετσι κι αλλιως πως θα μπορούσε να σωθεί ακομη και αν κατάφερνε να χωθεί μεσα στ αμαξι ; Ενιωσε τα κοφτερά δόντια να μπήγονται στον αστράγαλο του και να τον τραβουν με μια ακαταμάχητη ελκτική δύναμη. Ο οξύς πόνος διατρύπησε τον εγκέφαλο του καθως τα ζώα ειχαν αρπάξει τωρα και τα δυο του πόδια και τον τραβαγαν ενω αυτος προσπαθούσε μάταια να κρατηθεί απο την πόρτα του αυτοκινήτου.

Αναπόφευκτα έχασε την μάχη όταν τα δόντια των θηρίων συνάντησαν το κόκκαλο. Το κορμί του πλέον δεν υπάκουγε, τα χερια του δεν είχαν άλλη δυναμη να τον κρατήσουν, ο εγκέφαλος του έδινε μονο ενα σήμα: πονος. Αφέθηκε στην μοίρα του καθώς η δαιμονική θέληση των θριων τον τραβούσε στο αναπότρεπτο τέλος. Τελευταια είκονα που είδε πεσμένος στο έδαφος, παραιτημένος, ηταν τα απαίσια κεφάλια που ειχαν σχηηματίσει γυρω του εναν κύκλο ετοιμα να νεμηθούν τον θριαμβό τους . Η τελευταια σκέψη που πέρασε από το μυαλό του ηταν το πόσο λάθος είχε κάνει να αγνοήσει τις συμβουλές των φίλων του. Υστερα ενα απο τα ζωα τον άρπαξε απο τον λαμό και κάθε σκέψη καθε εικόνα έσβησε μεσα σε ενα απάνθρωπο ουρλιαχτό…

Το επόμενο πρωι οι φύλακες του εθνικού δρυμού στάθηκαν έντρομοι μπροστά στο φοβερό θέαμα. Άνθρωπος και ζώο είχαν κατασπαραχθεί. Κομμάτια απο σάρκες και οστά ηταν πετάμενα παντού στο λιβάδι. Δεν υπήρχε καμια αμφιβολία σχετικά με το τι είδους επίθεση και από ποιό είδος ζώου είχαν δεχτεί. Κείνο μόνο που τους προβλημάτιζε ήταν το ερώτημα γιατί ο άτυχος άνθρωπος δεν είχε αποπειραθεί να διαφύγει με το αυτοκίνητο του. Βλέπετε λιγα εκατοστά πιο κει από το κορμί του -η έστω οτι ειχε απομείνει απο αυτό- ενα μικρό μαύρο κλειδί αυτοκινήτου ειχε ανακαλυφθεί μισοθαμμένο ανάμεσα στο γρασίδι και την λάσπη…