Γράφει η Ελένη Μάλλιαρη, συγγραφέας
Είναι τόσο ηδονικό όσο και οδυνηρό να γράφεις για τον εαυτό σου. Είσαι αυτός που έχει ζήσει όσα νομίζει πως έχει ζήσει και αυτός που εξιστορεί όσα η μνήμη επιτρέπει. Μα, στην πραγματικότητα, δεν είσαι κανείς από τους, μα κάποιος άλλος, που ανήμπορος στέκεται απόμερα, μεθυσμένος απ’ την απάτη της λαγνείας μιας ατελούς ηδονοβλεψίας και κρυσταλλωμένος από τον τρόμο αργοσβησμένων αισθημάτων που δε θα έρθουν ποτέ ξανά στο σώμα, θαμμένα εσαεί στη φρίκη του ενός απάτητου βυθού.
Και όλα αυτά γιατί; Γιατί η μνήμη είναι η ίαση της αλήθειας, όσο ακριβώς το παρελθόν θα παραμένει η καθαρότερη ηρωίνη του μυαλού, οι τελειότερες καθρεφτισμένες γέφυρες εποχικών χαραδρών. Αυτό, όμως, που τουλάχιστον εμένα κατατρώει είναι γιατί αποφάσισαν τα δάχτυλά μου να ξεσκεπάσουν μια συγκάλυψη. Δεν εννοώ τις λιγοστές αυτές σελίδες αποκάλυψη, γιατί το μέλλον το γνωρίζω, το παρελθόν είναι αυτό που αγνοώ. Χάθηκα βαθιά μέσα στη γη που έχω πιει και τώρα ξέρω. Δε ζητώ λύπηση, μα ούτε και συμπόνια. Το μόνο που θέλω είναι μια απόπειρα, μια τελειωτική απόπειρα μετοίκησης που ποτέ δε θα επιχειρήσω, αν πρώτα δεν παρασυρθώ από τη μαύρη αύρα των ενοχών μου.
Από παιδί, εξάλλου, ένιωθα ενοχές για το οτιδήποτε. Έβρεχε, όταν όλοι γύρω μου αποζητούσαν ήλιο και έφταιγα εγώ γι’ αυτό. Ο Ρεμπώ ακρωτηριάστηκε από λεπίδα θρησκοπάθειας και δεν έγινα καν η επίδεση της φιλαυτίας του. Έφταιξα και φταίω για όλα και αυτό δεν αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη της αλαζονείας μου, αλλά της ποταπότητας και της μηδαμινότητάς μου.
Πάνε δυο μήνες και δέκα μέρες, από τότε που, καίγοντας βιβλία, πετώντας δίσκους και σκίζοντας ζωγραφιές, κλείστηκα σ’ αυτό εδώ το χαμόσπιτο, ελεύθερη απ’ όλα όσα μίσησα κι αγάπησα. Πόρτες δεν άνοιξα, τηλέφωνα δε σήκωσα. Τρία μόνο πράγματα δεν απαρνήθηκα: τσιγάρα, ναρκωτικά και αλκοόλ, ατελείωτο αλκοόλ. ¨όλα τα υπόλοιπα θυσιάστηκαν στο βωμό της παραμυθίας. Αγαπημένε μου κύριε Καζαντζάκη, άμα σας συναντήσω ποτέ, θα σας πε πως ναι! ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, αλλά όχι! το μεταξύ φωτεινό διάστημα δεν το λέμε ζωή, το λέμε σκλαβιά, ένας αγώνας σκοτεινός, μόνο όταν και εφόσον προϋπαντίζει και ακολουθεί τον ατέρμονο σκοτεινό διάδρομο της παρουσίας και της φυγής, δύο φόβοι φωτεινοί που θα μετουσιώνουν σε ολότητα το πριν και το μετά, γιατί το φως είναι σκοτάδι και το σκοτάδι πάντα φως.
Μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό φως ή φωτεινό σκοτάδι, αν προτιμάτε εσείς που δε γευτήκατε ποτέ την αλμύρα των δακρύων σας, πέρασαν μόνο δύο μήνες και δέκα μέρες. Αν δεν ήταν αυτό το σαχλοημερολόγιο στην τοίχο και αυτή η αδιάλειπτα ανιαρή μεταμφίεση της ημέρας σε νύχτα και καμιά φορά σε μέρα, θα έλεγα πως πέρασαν εκατομμύρια αιώνες και χιλιάδες χιλιετίες, αλλά πάλι, ποιος ξέρει;
Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τον χρόνο και ακόμα περισσότερο με την καθωσπρέπει μέτρησή του. Ίσως φταίει το μυαλό που καταδικάζει κάθε σκέψη σε γεγονός. Της δίνει πνοή εξαθλίωση και θάνατο, φωνή και σιγή και σε μένα ζωές μη μετρήσιμες με το δικό σας άχρονο ρολόι. Ίσως φταίει η ξορκισμένη από αέναες σκιές μοναξιά μου που στενεύει τους τοίχους, αλλά ανοίγει τους ακούς του απείρου.
Ώρες ώρες αναρωτιέμαι: γιατί βαρέθηκα τόσο γρήγορα το παρελθόν; Γιατί κατάλαβα τόσο νωρίς το κόλπο του ταχυδακτυλουργού; Γιατί να βγω από την αρμονία του κύκλου και να μπω σ’ αυτό το φρικτό πολύγωνο; Και κυρίως γιατί όλα αυτά τα «γιατί» να καταλήγουν πάντα στο μονοπάτι τού εδώ;
Όχι, δεν παραπονιέμαι ούτε μεμψιμοιρώ. Ξέρω πως το τώρα δεν υπάρχει και μαζί μ’ αυτό ούτε κι εγώ. Ξέρω πως αυτή που κείτεται στο παγωμένο πάτωμα γυμνή, ξερνώντας άναρθρες κραυγές κι εκείνη εκεί που αποπατεί πίσω από τις κρυστάλλινες πόρτες δεν είμαι εγώ (εξάλλου, είμαι πολύ περήφανη, για να παραδεχτώ το αντίθετο). Δεν είμαι εγώ, γιατί ο χρόνος με έχει ξεπεράσει. Έχω ζήσει, έχω πεθάνει και τώρα βιώνω την αυταπάτη της ύπαρξής μου, που ακριβώς επειδή γνωρίζω πως είναι αυταπάτη παίρνει μοναδική αξία, ένας μικρός σάτυρος σε χρυσαφί κλουβί. Ένας μικρός σάτυρος σε χρυσαφί κλουβί; Ας γελάσω!
Νομίζω πως έχω τρελαθεί. Και αν δεν είμαι εγώ, ποια είναι τέλος πάντων αυτή που, ξαπλωμένη στο μαλακό στρώμα του Προκρούστη, σηκώνεται και χορεύει τη σιωπή. Σηκώνεται, χορεύει, ζαλίζεται, ιδροκοπά, λιποθυμά, μέχρι που το κρεβάτι γίνεται ετοιμόρροπο σκαρί και το ταβάνι πολικό αστέρι, που την αξία του γνωρίζει, μα ποτέ δε κατακτήσει. Το σκαρί παλεύει να μη ναυαγήσει, μα επιλογή δεν υπάρχει. Η φύση είναι μία και ψοφάει για το τελευταίο αίμα. Μάχεται με τα κύματα. Σωσίβιο πουθενά. Ακόμα κι αν υπήρχε, θα ξεφούσκωνε το πρωί, όπως κάθε πρωί. Ο κίνδυνος πέρασε, η ακτή καθάρισε, το λίγο πριν την αυγή κύμα πήρε μαζί του τα τελευταία υπολείμματα της νύχτας. Ναυαγισμένη σε ξερονήσι κάπου ανάμεσα στον τοίχο και τη ντουλάπα, περιμένει την επόμενη σκηνή.
Μα, εκείνο το βράδυ είναι άμπωτη και η θάλασσα ξέβρασε ορδές χρυσών ανθρώπων. Μανιασμένη τους πήρε μαζί της κάτω από τα εκατό χιλιάδες διαφορετικά πρόσωπά της. Εκστατικές μυρωδιές σπέρματος και άτολμων λαβυρίνθων. Κορόιδευε και καυχιόταν. Ξεχειλισμένες γλώσσες, αηδιασμένη προστασία. Διοργάνωνε σουαρέ, ρητόρευε και εξαπατούταν. Συνήγορος κατά πάθος, απαξιούσα ή δήμιος. «Αδυνατώ! Ανήκω στον εκλεκτό λαό, ενορχηστρώνω τη μαριονέτα».
Κάπως έτσι πέρασαν οι νύχτες των αιώνων. Οι ημέρες ήταν ήρεμες κι εργατικές, προετοίμαζαν τις θελκτικές για τους ζώντες αποθανόντες καταδυναστευτικές αναπνοές. Ήταν ήμερες και φωτεινές, εκτός από την τελευταία μέρα, την ημέρα της βίαιης κρίσης που το ζόρι επιβάλλεται σε όλους όσους του τύφλωσαν οι εκατό χιλιάδες και μία αντανακλάσεις και άλλο δεν τους νοιάζει.
Είχε δεν είχε ξημερώσει καλά καλά, όταν ζεστάθηκε στην τελευταία φλόγα. Της έσταξε το τίποτα, την έφερε κοντά, αλλά λόγο πριν την αιώνια ελευθερία, δείλιασε, δεν πίστεψε. Γιατί μόνο ιδέα; Σωριάστηκε στο πάτωμα πιο ξένη από τους ξένους. Ακόμα ζωντανή, ακόμα εύπλαστη, του ένδον επαναστάτης. Έσφιξε πεισμωμένα τις γροθιές. Ένας σχιζοφρενικός πόνος την έκοψε στα δύο. Το αίμα μου είναι η ντροπή, η λύπη κι ο άγριος τρόμος. Αργά το βράδυ, χρειάστηκε έναν λόγο. Σηκώθηκε σχεδόν μηχανικά και γιατρεύτηκε με βότκα. Έκανε μπάνιο προσεκτικά και μάζεψε τα σκουπίδια. Μόνο τη φυλακή μού άφησε: τσιγάρα με περιφρόνηση, ναρκωτικά και λέξεις, οινόπνευμα για πλάνη. Άναψε το εναπομείναν μου κερί και άρχισε για πρώτη φορά να πίνει γάλα και να διαλύουμε επικίνδυνα το ατλαντικό μπαλόνι.