Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη, διδάσκοντα στο Τμήμα Ψυχολογία του Πανεπιστημίου Κύπρου
Μια κοινή παρανόηση είναι ότι το τραύμα, είτε στην παιδική ηλικία είτε στην ενήλικη ζωή, προκύπτει από ένα γεγονός της ζωής που μας συμβαίνει, όπως για παράδειγμα η επιβίωση από ένα τροχαίο ατύχημα ή από μία κλοπή.
Στην πραγματικότητα, το τραύμα συντελείται από «κάτι που λείπει», όπως για τα παράδειγμα το αίσθημα της ασφάλειας και αφορά περισσότερο στον τρόπο που εμείς ανταποκρινόμαστε σ’ αυτό και λιγότερο στο ίδιο το γεγονός.
Με αυτό το σκεπτικό, όπως το σωματικό τραύμα αφορά σε κάτι που αφαιρείται, ένα κομμάτι δέρμα, ένας ιστός ή ένα οστό, έτσι και το ψυχικό τραύμα δεν έχει να κάνει τόσο με κάτι που έγινε, αλλά με αυτό που δεν έγινε, όταν έπρεπε να γίνει.
Και αυτό ακριβώς είναι το Τραύμα των Τεμπών. Είναι η πιο ηχηρή απόδειξη της αίσθησης ασφάλειας που λείπει από την ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες.
Το τραύμα της αδικίας είναι το δίκιο που λείπει!
Η αδικία “μόλυνε” το ελληνικό συλλογικό εδώ και δεκαετίες.
Η αδικία ήταν εκεί όπου οι άνθρωποι υφίσταντο κακομεταχείριση, επικρίνονταν, κατηγορούνταν, ταπεινώνονταν, απαξιώνονταν, παραμελούνταν ή ένιωθαν αποκλεισμένοι από πόρους ή ευκαιρίες.
Όμως, η αδικία μετατράπηκε σε βαρύτατο ψυχικό τραύμα καθώς τόσο το μέγεθος όσο και οι συσσωρευμένες και επαναλαμβανόμενες εμπειρίες αδικίας υπερέβησαν την ικανότητα μας να την αντιμετωπίσουμε.
Καθώς οι χρόνιες αδικίες συσσωρεύονταν οι εμπειρίες της αδικίας έφτασαν σε ένα σημείο καμπής όπου η αδικία κατέκλυσε τους πόρους του αδικημένου ανθρώπου. Το βαθύ αίσθημα της αδικίας εσωτερικεύτηκε και ενσωματώθηκε στο Έλληνα. Οι άνθρωποι περέμεναν να πληγωθούν ξανά και ξανά.
Και είναι αυτό που έχει συμβεί στη χώρα μας. Τα Τέμπη ήταν ο “ωκεανός” αδικίας με τον οποίο υπερβήκαμε κατά πολύ το σημείο καμπής της συσσωρευμένης αδικίας.
Με τον ωκεανό αδικίας των Τεμπών το ατομικό, το οικογενειακό, το ομαδικό και το συλλογικό μας σώμα “δηλητηριάστηκε» ως το μεδούλι από την αδικία.
Και είναι τώρα που το Τραύμα οδηγεί σε δραματικές αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων.
Όπως προτείνει η σχετική βιβλιογραφία (βλ. Lori S. Katz), τα βασικά χαρακτηριστικά (συνέπειες) του τραύματος της αδικίας περιλαμβάνουν:
Αντιληπτή απώλεια δικαιοσύνης (δηλαδή, η πεποίθηση ότι ο κόσμος έχει γίνει ανασφαλής και ότι η δικαιοσύνη απουσιάζει),
Αντιληπτή απώλεια ελέγχου (δηλαδή, η αντίληψη ότι κάποιος δεν είναι σε θέση να ασκήσει επιρροή στα γεγονότα ή στις περιστάσεις της ζωής του),
Αισθήματα θυμού που σχετίζονται με αντιληπτές αδικίες.
Το να νιώθεις ότι δεν έχεις σημασία είναι το ακριβές αποτέλεσμα του τραύματος της αδικίας. Γιατί για όποιον συνειδητά σε αδικεί, εκείνη τη στιγμή, η ευημερία σου δεν είχε σημασία. Η κυνική και εν επιγνώσει αδικία (των διαφόρων εξουσιαστών) είναι ο απόλυτος τρόπος να πεις σε κάποιον ότι δεν έχει σημασία. Η θέλησή του, το σώμα του, η ανθρωπιά του συνθλίβονται οδυνηρά, ενώ κάποιος άλλος κυριαρχεί.
Η αδικία αφήνει στο σώμα μια διαφορετική αίσθηση σε σχέση με άλλα τραύματα που φέρουν σαν συστατικό τους το φόβο.
Η αδικία αφήνει μια βαριά αίσθηση, μας σφίγγει ζητώντας μας να απελευθερωθούμε, να ουρλιάξουμε ή να κλάψουμε.
Η αδικία κάθεται στο στήθος μας και σφίγγει το λαιμό μας. Η αδικία είναι αποπνικτική και πονάει. Καταλαβαίνουμε έτσι γιατί ο κόσμος έχει τόσο μεγάλη ανάγκη να διαμαρτυρηθεί.
Πρόκειται για κραυγές θυμού, θλίψης και αδυναμίας, και ταυτόχρονα μια παθιασμένη επιθυμία για αλλαγή, που πλέον δεν μπορεί να καταπνιγεί.
Ο Σύλλογος Γονέων των Θυμάτων κατόρθωσε κάτι μέχρι χθες αδύνατο. Μας βοήθησε να αναγνωρίσουμε την αδικία, να θρηνήσουμε και να κλάψουμε, κινητοποιώντας αυτά ακριβώς τα συναισθήματα σαν ισχυρά κίνητρα για αλλαγή. Και κάπως έτσι έχει συγκροτηθεί μια πανίσχυρη συμμαχία με όλους όσους βιώσει την αδικία στο πετσί τους. Δηλαδή ποσοστό πάνω από το 70% του ελληνικού λαού. Ο Σύλλογος Γονέων των Θυμάτων μας βοήθησε να αναγνωρίσουμε την αδικία ως συλλογικό ζήτημα.
Το να αισθάνεσαι κανείς τραυματισμένος από την αδικία, στην ελληνική κοινωνία, δεν είναι πλέον μια αδυναμία του χαρακτήρα του.
Αντιθέτως, είναι δείγμα της αντίστασης του σ’ αυτήν την αδικία. Είναι ένα κριτήριο ανθρωπιάς!
Κι ό,τι κι αν νοιώθουμε σχετικά είναι απολύτως έγκυρο. Τα συναισθήματα μας είναι έγκυρα.
Επιτέλους τώρα τα αναγνωρίζουμε και τα απελευθερώνουμε.
Και ταυτόχρονα απελευθερώνουμε τον (ατομικό και συλλογικό) εαυτό μας από τα αγκίστρια της απελπισίας, της πικρίας και της εκτονωτικής αγανάκτησης ενάντια στο διπλανό μας.
Όλοι σιγά σιγά παίρνουμε θέση για το πως θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας μαζί με τους Άλλους.
Η ύπαρξη μας τώρα αποκτά ξανά σημασία.