Ένα έπος φαντασίας όπου μισοξωτικά, μάγοι, πολεμιστές και μάγισσες συγκρούονται, ενώ ένας μυστηριώδης ξιφομάχος αναζητά την αλήθεια και το πεπρωμένο του.
Στο «culturepoint.pr» φιλοξενούμε τον συγγραφέα κύριο Γιάννη Κατσιαούνη με αφορμή την τριλογία, η οποία συνδυάζει υψηλή και σκοτεινή φαντασία και ξεκινά με τον «Μισθοφόρο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Anubis. Ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει στον κόσμο του Νούβεθερ, όπου αλαζονικά μισοξωτικά, αδίστακτοι μάγοι, βάρβαρες πολεμίστριες και πανίσχυρες μάγισσες παλεύουν για την κυριαρχία, ενώ ο μυστηριώδης ξιφομάχος Άριαν Κόρανεθ ξεκινά μια πορεία γεμάτη κίνδυνο, αναζητώντας την αλήθεια και το πεπρωμένο του. Στις Κοιλάδες του Φεγγαριού, εκεί όπου οι φυλές προσπαθούν να συμβιώσουν παρά τις προκαταλήψεις και τις διαφορές τους, η περιπέτεια γίνεται ταξίδι αυτογνωσίας και συλλογικότητας.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Κύριε Κατσιαούνης ο «Μισθοφόρος» είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που, όπως έχετε πει, αποτελεί έργο ζωής για εσάς. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να δημιουργήσετε τον κόσμο του Νούβεθερ και πώς γεννήθηκε η απόφαση να ξεκινήσετε την αφήγηση από τις Κοιλάδες του Φεγγαριού;
Γ. Κ.: Η γνωριμία μου με τη λογοτεχνία του φανταστικού, αλλά και με τα παιχνίδια ρόλων, τα οποία με συνάρπαζαν τότε, υπήρξε νομίζω καθοριστική. Κάπως έτσι ξεκίνησα πριν καμμιά 15ρια χρόνια το “χτίσιμο” του Νούβεθερ. Αρχικά όχι για να γράψω κάποιο μυθιστόρημα, αλλά ως πλαίσιο για παιχνίδια ρόλων. Το ένα όμως, σχεδόν φυσιολογικά θα έλεγα, έφερε και το άλλο. Οι Κοιλάδες του Φεγγαριού είναι το ιδανικό σημείο αυτού του κόσμου, για την πλοκή ενός μυθιστορήματος. Εξαιτίας της πολυπολιτισμικότητας και της χαοτικής πολιτικής δομής, που χαρακτηρίζει αυτήν την περιοχη. Άλλες χώρες στην ήπειρο της Ελθόρα είναι πιο μονοδιάστατες κι ίσως γι’αυτό και λίγο αδιάφορες λογοτεχνικά. Τουλάχιστον γι’αυτό, που εγώ είχα στο μυαλό μου. Φυσικά επίτηδες τα είχα σχεδιάσει εξαρχής τα πράγματα, να είναι έτσι.
Ο ήρωάς σας, ο Άριαν Κόρανεθ, ανήκει στη φυλή των μισοξωτικών Βισάντι και κουβαλάει πληγές του παρελθόντος. Στο ταξίδι του γυρεύει την αλήθεια για τον εαυτό του αλλά και για τον κόσμο γύρω του. Σε ποιο βαθμό θέλατε μέσα από αυτόν τον χαρακτήρα να μιλήσετε για την αυτογνωσία, για τη σύγκρουση με το πεπρωμένο και για τις δεύτερες ευκαιρίες που δίνει η ζωή;
Γ. Κ.: Όχι για τον Άριαν μονάχα, αλλά και για όλους τους χαρακτήρες της τριλογίας, το ταξείδι τους μέσα στην πλοκή της είναι σε μεγάλο βαθμό ένα ταξείδι μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό. Σ’αυτήν τη διαδρομή φυσικά, ο καθένας τους ενδέχεται και κάτι διαφορετικό να γυρεύει. Οι πιο ώριμοι και “μπαρουτοκαπνισμένοι” χαρακτήρες, όπως ο 40ρης Άριαν και η 45ρα Τάργια, έχουν ήδη ένα παρελθόν. Κι αυτό το παρελθόν εξακολουθεί να τους κυνηγά και να τους πληγώνει. Είτε προσπαθούν να θεραπεύσουν τα τραύματα τους, είτε απλά να δραπετεύσουν από αυτά. Ενω η 18χρονη Αμάρα και η 25χρονη Εντρίνα, ωριμάζουν και ουσιαστικά ενηλικιώνονται όσο προχωρά η ιστορία. Όλοι οι χαρακτήρες αλλάζουν βέβαια. Εξελίσσονται κι αυτοί μαζύ με την αφήγηση. Κι αυτό αποτυπώνεται σε κάποιους ακόμα και στην εξωτερική τους εμφάνιση ή τα ρούχα, που φοράνε. Η προσωπική εξέλιξη και το παρελθόν ή η καταγωγή κάποιου, που συχνά τον κρατούν μακρυά απ’ αυτήν, είναι οι δυο βασικότερες θεματικές της τριλογίας. Από την αρχή είχα στο μυαλό μου να είναι ένα έργο κυρίως ψυχογραφικό. Και γι’αυτό και δίνω τόση έμφαση στο “χτίσιμο” του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Ακόμα και όσων φαίνονται δευτερεύοντες
Στις Κοιλάδες του Φεγγαριού συναντάμε τρεις διαφορετικές φυλές που προσπαθούν να συνυπάρξουν, ενώ οι προκαταλήψεις και οι διαφορές τους αποτελούν εμπόδιο. Θεωρείτε ότι μέσα από αυτή την πλοκή κάνετε και ένα σχόλιο για τον πραγματικό κόσμο και τις δυσκολίες που έχουμε ως κοινωνίες να αποδεχθούμε τη διαφορετικότητα;
Γ. Κ.: Ολόκληρη η τριλογία, αν κάποιος κυττάξει πίσω από τις λέξεις, είναι μια ελεγεία για τη διαφορετικοτητα και εν τέλει τη συνύπαρξη. Κάθε είδους διαφορετικότητα. Πολιτισμική, θρησκευτική, ταξική, σεξουαλική, ακόμα και ηλικιακή. Δεν ήταν αυτό στις αρχικές προθέσεις μου, για να είμαι ειλικρινής. Ήταν όμως, αναπόφευκτο σχεδόν, να έρθει από μόνο του. Καθώς είναι κάτι σύμφυτο με κάθε κοινωνία. Ακόμα και μια κοινωνία φανταστική. Υπάρχει λόγος, που στο τέλος της πρώτης-πρώτης παραγράφου όλης της σειράς, γράφω ότι στις ξύλινες καλύβες του Γουΐτφηλντ η υγρασία τρυπάει τα κόκκαλα και φτάνει μέχρι την ψυχή. Και είναι ταξικός. Όπως υπάρχει και λόγος επίσης, που στη δουλοκτητική κοινωνία των Βισάντι, σχεδόν όλοι οι σκλάβοι ανήκουν σε άλλες φυλές από τη δική τους. Και λέγεται ρατσισμός. Ο κόσμος μου είναι ένας κόσμος σκληρός και σκοτεινός, όπου οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα κυριαρχούν. Όλο μου το έργο είναι διάχυτο από αυτά. Δεν ξεπερνά όμως σε αγριότητα τον πραγματικό κόσμο, όπου αυτόν τον καιρό στη Γάζα συντελείται μια γενοκτονία. Επίσης στο δικό μου κόσμο στο τέλος βρίσκεται ένας τρόπος ειρηνικής συνύπαρξης ή ακόμα και συνεργασίας. Επειδή έτσι το έχω εγώ διαμορφώσει. Δυστυχώς κανένας συγγραφέας δεν έχει μια αντίστοιχη δυνατότητα για τον πραγματικό.
Μέσα στην ιστορία, ο Άριαν συναντά μια όμορφη βάρδο. Ενώ παράλληλα μια μάγισσα, ένας κλέφτης, μια πολεμίστρια και ένας ιερέας αποτελούν μια συντροφιά φαινομενικά αταίριαστη. Τι ρόλο παίζει αυτή η ομάδα στην πλοκή και τι θέλατε να δείξετε μέσα από τη συνύπαρξη τόσο διαφορετικών χαρακτήρων σε ένα κοινό ταξίδι;
Γ. Κ.: Αυτό είναι το αλατοπιπερο για κάθε ιστορία νομίζω. Κανένας δεν θα διάβαζε ένα βιβλίο, όπου όλοι οι χαρακτήρες είναι πανομοιότυποι και δεν έχουν αντιθέσεις μεταξύ τους. Ενώ οι μεγαλύτερες και πιο αξεπέραστες αντιθέσεις είναι συχνά αυτές, που ο καθένας μέσα του κουβαλάει. Αυτό μας ξαναγυρνά λίγο στα προηγούμενα ερωτήματα σας, για την εσωτερική αναζήτηση και τη διαφορετικότητα. Η αντίθεση είναι το δεδομένο. Η ενότητα το ζητούμενο. Η διαδρομή από το ένα στο άλλο, μπορεί να αποτελέσει το υλικό για ένα πραγματικά συναρπαστικό ταξείδι.
Ένα αινιγματικό μαχαίρι, που μοιάζει να κουβαλά δύναμη και μυστήριο μεγαλύτερο από κάθε όπλο, αποκτά κομβική σημασία στην αφήγηση. Τι συμβολίζει αυτό το αντικείμενο και πώς το χρησιμοποιείτε ως μοχλό για να αναδείξετε τα μυστικά του κόσμου σας;
Γ. Κ.: Η πρώτη και βασική δύναμη, που κουβαλά είναι αυτή της τυχαιότητας. Μιας και οφείλω να σας εξομολογηθώ, πως όταν αρχικά το τοποθέτησα στην πλοκή δεν είχα κατά νου να παίξει σε αυτήν τόσο κυρίαρχο ρόλο. Θα έλεγα, πως με έναν τρόπο το ίδιο το μαχαίρι καθοδήγησε τη συγγραφή της τριλογίας στη συνέχεια. Κι αν δεν είναι αυτό από μόνο του μυστηριακό, τότε δεν έχω κάποιον καλλίτερο ορισμό για τη λέξη αυτή να δώσω. Το ξεκλείδωμα της αληθινής δύναμης αυτού του μαγικού μαχαιριού, που είναι όντως πρωτόγνωρη, αποτελεί μια σχεδόν μυητική θά’λεγε κάποιος δοκιμασία, για τη νεαρή και φιλόδοξη μάγισσα Αμάρα. Ένας γρίφος, όπου θα κριθούν όλα όσα ήδη ξέρει κι όλα όσα είναι διατεθειμένη να μάθει, αλλά και να πράξει. Η διαχείριση αυτής της δύναμης στη συνέχεια βέβαια, θα αποδειχτεί ένα ακόμα μεγαλύτερο στοίχημα. Όπως συχνά συμβαίνει στην ζωή.
Έχετε αναφέρει την αγάπη σας για μεγάλες αφηγήσεις, αλλά και τις επιρροές σας από συγγραφείς όπως ο Τόλκιν, ο Μάρτιν ή ο Σαλβατόρε. Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στο να τιμάτε την παράδοση του είδους και στο να δημιουργείτε κάτι εντελώς δικό σας;
Γ. Κ.: Το πώς προχωράς μπροστά, σεβόμενος την παράδοση είναι άλλη μια θεματική, που έστω ακροθιγώς, εμφανίζεται και στα βιβλία μου. Την απάντηση σε αυτό, μας την δίνει η ίδια η ελληνική γλώσσα νομίζω. Ενώ είναι μια γλώσσα πανάρχαια, είναι ταυτόχρονα ζωντανή και σύγχρονη. Κι αυτό συνέβη επειδή ποτέ δεν άλλαξε πραγματικά. Απλά εξελίχθηκε. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τη γλώσσα των Βισάντι στον κόσμο μου, ειρήσθω εν παρόδω. Με αυτή την οπτική αντιμετωπίζω κι εγώ τους συγγραφείς, που αναμφίβολα με έχουν επηρεάσει. Δεν επιδιώκω να τους ξεπεράσω, αλλά να πάω ένα βήμα παραπέρα, καταθέτοντας το δικό μου δακριτό στίγμα.Το αν το καταφέρνω ή όχι, θαρρώ πως δεν είναι δουλειά δική μου να το κρίνω. Για τον εξασκημένο πάντως αναγνώστη, υπάρχουν μέσα στα βιβλία μου έμμεσες ή κρυμμένες αναφορές σε έργα άλλων συγγραφέων. Και όχι του φανταστικού μονάχα. Αυτό ειναι ένας φόρος τιμής, αλλά παράλληλα κι ένα είδος “διαλόγου” ανάμεσα σε εμένα και τον αναγνώστη.
Ο «Μισθοφόρος» είναι μόνο η αρχή. Τι να περιμένει ο αναγνώστης από τα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας; Θα δει νέες φυλές, καινούργιες συμμαχίες και μεγαλύτερες προκλήσεις για τον Άριαν και τους υπόλοιπους ήρωες;
Γ. Κ.: Στα επόμενα δύο βιβλία της σειράς, περιμένουν τον αναγνώστη εκπλήξεις και ανατροπές, που μήτε το πιο διεστραμμένο μυαλό δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Μάλλον καθόλου κολακευτικό για το δικό μου μυαλό αυτό, που τα έγραψα…. Εν πάση περιπτώσει, κατά το κοινώς λεγόμενο, θα τα δει όλα! Ο “Μισθοφόρος” είναι απλά το ορεκτικό. Η “Γητεύτρα” το κυρίως γεύμα και η “Ονειρομάντισσα” το επιδόρπιο. Πάντα θαύμαζα τους μεγάλους σεφ για τη σειρά, που παρουσιάζουν τα διάφορα πιάτα τους. Είναι η πεμπτουσία ενός εκλεπτυσμένου γεύματος αυτή. Ευελπιστώ και μιας σειράς βιβλίων.
Πιστεύετε ότι η δύναμη της λογοτεχνίας μπορεί από μόνη της να αναδιαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τα βιβλία και την ανάγνωση; Ποια είναι η δική σας άποψη;
Γ. Κ.: Η ανάγκη για ανάγνωση δεν πρόκειται ποτέ να εκλείψει. Ο τρόπος ίσως να μεταβάλλεται. Οι νεώτερες γενιές ενδεχομένως το βρίσκουν πιο βολικό να διαβάζουν ηλεκτρονικά για παράδειγμα. Κάποιους μπορεί αυτή η εξέλιξη να τους φοβίζει. Δεν ανήκω όμως σε αυτούς και δεν συμμερίζομαι τις ανησυχίες τους.