Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»
και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών
Τέλη του Φλεβάρη και απαρχές του Μάρτη, συνειρμικά εντελώς μαζί με τις ανθισμένες αμυγδαλιές που κατάφορτες πιά σημαίνουν τον ερχομό μιάς ακόμη άνοιξης, δεν μπορεί παρά να μου έρχεται στον νού, ένας εκ των σημαντικότερων ποιητών μας. Ένας απο τους θεμελιωτές, τους συνιδρυτές του κινήματος στο οποίο αναφέρθηκα στο αμέσως προηγούμενο κείμενο μου, που έμεινε στην ιστορία των νεοελληνικών μας γραμμάτων ως η Νέα Αθηναΐκή σχολή.
Ο πολυπράγμων και με την πραγματική έννοια του όρου λόγιος (μιάς και στο μακρινό διάβα της ζωής του επί γης καταπιάστηκε με πολλά είδη του γραπτού λόγου) και πνευματικός άνθρωπος, Γεώργιος Δροσίνης, υπήρξε εκ των πρώτων μου ερεθισμάτων και διαβασμάτων στον ποιητικό – ποιοτικό λόγο. Ένας ειλικρινής, γλυκύτατος, αισθαντικός λογοτέχνης, ο οποίος αν και σήμερα η εποχή του θεωρείται ξεπερασμένη τόσο ως γραφή όσο και ως αντίληψη περί του τι σημαίνει πραγματική λογοτεχνία και ποίηση, η αύρα του έρχεται ακόμη ως εκείνο το γλυκόπνοο αεράκι μιάς εαρινής νύχτας, να μας φέρει εμπρός απο τα μάτια της ψυχής μας, όλη αυτή την ευγένεια, την αξιοπρέπεια, την αρτιότητα του στίχου, την πληρότητα των νοημάτων, την συγκίνηση των λεπτών αισθημάτων που σήμερα έχουμε λησμονήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην ποιητική μας έκφραση στα νεοελληνικά μας γράμματα.
Όλη τούτη η διάθεση του που με τρόπο εντελώς άριστο, έρχεται να μας προδιαθέσει θετικά, να εγγράψει στην ψυχή μας σκοπούς λησμονημένους μεν μα αξέχαστους, βαθιά κρυμμένους εντός του ψυχικού μας είναι
και να μας θυμίσει το πως κάποτε κάποιοι οχι μόνον έγραφαν ποίηση και λογοτεχνία γενικότερα, αλλά και το πως δρούσαν διαδραστικά με τον αναγνώστη – δέκτη, διατηρώντας στο ακέραιο οτι προσφάτως προείπα και ετόνισα σε προτεραίον κείμενο μου περί του κοινωνικού ρόλου ενός λογοτέχνη άξιου λόγου.
Και ναι, μπορεί να πέρασαν δεκαετίες απο την εκδημία του Δροσίνη, απο τον χαμό της φυσικής του υπόστασης απο τον κόσμο των ζωντανών, όμως η υστεροφημία του, η διατυπωμένη σε γλώσσα απλή και δημοτική δίχως υπερβολές ψυχαρικές μα και δίχως καθαρευουσιάνικες περιπτύξεις και βαρύτατες υπεραναλύψεις και υπερ-στοχασμούς γραφίδα, η στερημένη απο τις δύσκολα στην αντίληψη εκ μέρους του αναγνώστη θεματολογία και ύφος διατυπώσεις, με έμπλεη την γραφή του, απλότητα και σαφή στόχο, παραμένει ακόμη ζωντανή, ακόμη επίκαιρή, ακόμη εντός του κόσμου. Διότι ο κόσμος μπορεί να αλλάζει μορφολογικά, όμως παραμένει εντελώς ο ίδιος ψυχικά, νοηματικά και συναισθηματικά
Και τι πραγματικό έργο, νόημα και σκοπός ύπαρξης, στην πνευματική ζωή κάποιου δημιουργού, το να μην υπάρχει εδώ και δεκαετίες κατά σάρκαν, μα να υπάρχει συνάμα ως εκφραστής μιάς ψυχικής διάθεσης οχι μόνον ως πρότυπο ευπρέπειας του λόγου μα και ως καθοδηγητής αδιόρατος σε σχέση με το ποιά είναι η πραγματική τέχνη και ποιός ο πραγματικός της σκοπός. Και σκοπός της πραγματικής τέχνης, (κάτι το οποίον ακραδάντως θεωρεί ορθό και ο υποφαινόμενος), δεν είναι άλλο απο την εξιδανίκευση της ζωής, το μεγάλωμα του ανθρώπου, σε ιδέες, σε συναισθήματα, σε λεπτότητα, σε τόσες άλλες άξιες λόγου ποιότητες, τις οποίες η εποχή μας ξεπερνά κοιτάζοντας τις αδιάφορα και εντελώς περιφρονητικά.
Ο Γεώργιος Δροσίνης, δεν μπορεί (και θα ήταν λάθος τρομακτικό), να ιδωθεί απλά στα πλαίσια της εποχής του, αυτής των αρχών του περασμένου μας αιώνα. Ο Δροσίνης, πάντοτε κατά την ταπεινή άποψη του υποφαινόμενου, οφείλει να ιδωθεί και να μελετηθεί εκ νέου, υπό το πρίσμα της διαχρονικής του αξίας που τον μετατρέπει αίφνης σε σύμβολο ευγενικό, σε εικόνα ανώτερη του ουσιαστικώς πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος παλεύει να ανέλθει. Μα δεν παλεύει να ανέλθει μόνον προς ώφελος του πρόσκαιρου εαυτού του. Παλεύει και τείνει το χέρι ώστε να τραβήξει με φορά απο τα κάτω προς τα επάνω και τον συνάνθρωπο του.
Την ποίηση του Δροσίνη η οποία κρίνεται με τα σημερνινά δεδομένα ως υπέρ ρομαντική θα ήταν λάθος να την θεωρούμε μοναχά ως τέτοια,
ίσως δέ όλος αυτός ο υπερομαντισμός, η εξιδανίκευση να ανήκουν απλώς στα μέσα τα εκφραστικά τόσο του ιδίου όσο και της εποχής όπου έζησε. Το βασικότερο του όμως κίνητρο, το βασικότερο μεταξύ άλλων εκ των κινήτρων προς γραφή και συγγραφή, είναι η ενσυναίσθηση για τον συνάνθρωπο
Είναι το νοιάξιμο του γονιού προς το παιδί, του δασκάλου προς τον μαθητή του, προς τούτο και δεν ασχολήθηκε μοναχά με την ποίηση ή την πεζογραφία μα και με κάθε είδος του λόγου και τρόπου όπου θα μπορούσε να προσεγγίσει διδακτικά την ψυχή του αναγνώστη του, να τον μετουσιώσει σε κοινωνό των σκέψεων του, να τον καταστήσει αμέσως έπειτα σε σκυταλοδρόμο προς τον διπλανό του. Να του μεταγγίσει εν ολίγοις την διάθεση του αυτή του να προσφέρει, να εξελίσει ο καθένας τον καθέναν με σκοπό την άνοδο ατόμων και κοινωνίας.
Δυσυχώς ή ευτυχώς, δεν δύναται κανείς να γνωρίζει τι μπορεί να σκέπτονταν οι ίδιοι οι λογοτέχνες του οποίους εμεις οι μετέπειτα προσλαμβάνονυσε τις παραστάσεις τους τις διατυπωμένες στο χαρτί για τον ίδιο τον εαυτό τους. Πιστεύω όμως πως πολλοί εξ αυτών των ανθρώπων για τους οποίους εμείς σήμερα νιώθουμε την ελάχιστη αυτή ηθική και πνευματική υποχρέωση να αναφερθούμε με μερικές γραμμές σε ένα δικό μας κομμάτι χαρτί ως ένα άτυπο in memoriam υμνητικό προς την φυσική και λογοτεχνική τους παρουσία και περιουσία την οποίαν μας άφησαν να διαχειριστούμε κατά πως ο καθείς μας θεωρεί πως πρέπει, δεν θεωρούσαν πως εκείνη την στιγμή που έγραφαν, έγραφαν συνάμα και ένα κομμάτι της ιστορίας των νεοελληνικών μας γραμμάτων.
Πιστεύω δέ, πως αν ο βασικός τους σκοπός θα ήταν κάτι τέτοιο, ήτοι απο μιά πρόσκαιρη φίλαυτο διάθεση ορμώμενοι, δεν θα θεωρούσε κανείς απο εμάς όλους εκείνους, ανθρώπους άξιους λόγου για το σήμερα. Ανθρώπους για τους οποίους θα έπρεπε εμείς να γράφουμε και κάποιοι να διαβάζουν αυτά που γράφουμε για αυτούς.
Πιστεύω ακράδαντα πως εκείνοι οι πραγματικοί άνθρωποι του πνεύματος που πρωτοσκάλισαν δειλά τα γράμματα και τον ποιητικό λόγο (ο οποίος κατά κύριο λόγο με αφορά) σε αυτόν τον τόπο, έγραφαν με το μυαλό τους καρφωμένο πέρα απο την δική τους πραγματικότητα, έγραφαν με την νόηση τους προσηλωμένη εμπρός σε ένα αιώνιο και αέναο παρόν.
Και αυτό το αιώνιο αέναο παρόν και η ευθύνη που γεννάται προς όσους τους διαβάσουν στις επόμενες δεκαετίες, στους επόμενους αιώνες του ανθρώπινου χρόνου δίχως αυτοί να μπορούν να διακρίνουν τα πρόσωπά τους (και αναμεταξύ αυτών όλων των επομενων και τα δικά μας πρόσωπα των ανθρώπων του παρόντος κόσμου), είναι αυτό το συγκεκριμένο γεγονός, το οποίον τους ώθησε στο να ασχοληθούν με τα μεγάλα, τα πανανθρώπινα, τα διαχρονικά και διατοπικά της ανθρωπότητας, ζητήματα.
Αν επιθυμείς να παραμείνεις στην αιωνιότητα, κατέγραψε το παρόν. Το παρόν όμως με έναν τρόπο πέρα απο το παρόν. Και για να μιλήσω παραδειγματικά, καταλήγοντας αυτήν την μικρή γενικόλογη αναφορά στο έργο ενός Δροσίνη, αναφορά ή οποίοα δεν επιμόνως δεν ασχολήθηκε με βιογραφικά στοιχεία παρά μόνον με την αύρα του λογοτέχνη αυτού επάνω στην ψυχή μου ως δέκτη – αναγνώστη, κάτι σαν μικρά ερμηνευτική βιογραφία θα το έλεγε κανείς, θα πώ μόνον ένα.
Κάθε φορά που αντικρίζει ο καθένας απο εμάς τώρα ή στο μέλλον (τα πρόσωπα που και εμείς δεν θα δούμε ποτέ), σε στιγμές αναπολήσεως, σε στιγμές ηρεμίας, σε στιγμές αποστασιοποίησης απο το τετριμμένο, συντριπτικό ενίοτε για τις ψυχές παρόν, μιάν ανθισμένη αμυγδαλιά, τότε ο Δροσίνης θα χαμογελά γλυκά απο εκεί εις το επέκεινα όπου βρίσκεται.
Τότε ο σκοπός εκείνος, ο του αγνώστου συνθέτη μας γνωστού στιχοπλόκου (αναφέρομαι φυσικά στον ίδιο τον Δροσίνη), της «ανθισμένης αμυγδαλιάς», την οποίαν γράφει για την εξαδέλφη του Δροσίνα Δροσίνη, θα ακούγεται απόμακρη, κάπου απο το υπερπέραν, νοερά, γλυκύτατα, υπέροχα, μεταφέροντας τον άνθρωπο προς άλλα ύψη, άλλα ήθη, άλλες σκέψεις λεπτότατες, προς ψυχοτοπία όπου εκεί εδράζεται στην πραγματική του ουσία, το ανώτερο εγώ..Το εγώ το οποίο οφείλουμε πάντοτε να θέτουμε ως πρότυπο ζωής. Και πρότυπο πραγματικής, ουσιώδους προσωπικής επιτυχίας και ευδαιμονίας.