Η ηθοποιός και σκηνοθέτης Άννα Μαρία Ιακώβου μιλά στον Κωνσταντίνο Μανίκα, με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης “Παιδιά, Τρώμε” στο Θέατρο 104.
1. Το έργο “Παιδιά, Τρώμε” παρουσιάζεται στο Θέατρο 104. Πώς θα περιγράφατε την παράσταση;
Η παράσταση είναι μια ανάγκη αποτύπωσης της φωνής των παιδιών στο οικογενειακό τραπέζι. Ξεκίνησε ως μια υπόθεση: τι θα γινόταν σε μια συνάντηση των γονιών μας. Και προχώρησε στο τι θα λέγαμε εμείς, ως παιδιά, στο τραπέζι, αν δεν καθόταν η υπόλοιπη οικογένεια τριγύρω. Φτιάξαμε μια τέτοια συνθήκη «μετά θάνατον», μια νέα «κόλαση», σαν αυτή του Σαρτρ, όπου και μετά τον θάνατο τα παιδιά, ακόμη στρώνουν το τραπέζι, τρώνε όλα μαζί και αναπόφευκτα συζητούν για πράγματα που είναι δύσκολο να συζητηθούν. Τη σεξουαλικότητα, την καταπίεση, την αγωνία της ενηλικίωσης.
2. Η μεταφορά του έργου στα ελληνικά, πόσο γνήσια αποτυπώνει την εικόνα της αγίας ελληνικής οικογένειας;
Διευκρινιστικά, δεν κάνουμε τη μεταφορά του έργου «Κεκλεισμένων των θυρών» στα ελληνικά. Ούτε κάποια διασκευή. Στην ουσία το έργο αποτέλεσε έμπνευση για εμάς, κυρίως αφού έχουμε μια κοινή δραματική συνθήκη, μια νέα «κόλαση» και κάποια κοινά μεταξύ των προσώπων και των σχέσεων. Στο «Τρώμε, Παιδιά» δεν αποτυπώνεται η εικόνα της ελληνικής οικογένειας συμβατικά, αλλά η οικογένεια μέσα από την οπτική των παιδιών. Αυτό πιστεύαμε ότι είναι κάτι που δεν το έχουμε διαπραγματευτεί, δηλαδή πολλές φορές βλέπουμε παραστάσεις για την οικογένεια ως σύνολο και τους μηχανισμούς που ενδεχομένως την κάνουν δυσλειτουργική, αλλά σπάνια τα παιδιά να μιλάνε. Εμείς προσπαθήσαμε να φέρουμε αυτή τη φωνή, τη φωνή των παιδιών στο τραπέζι, η οποία σίγουρα εμπεριέχει και τις φωνές των γονέων, αφού με αυτές μεγαλώσαμε.
3. Πώς αποτυπώνονται οι κοινωνικές δυνάμεις και οι ευρύτερες διεργασίες μέσα στο έργο;
Προφανώς η οικογένεια δεν είναι αποκομμένη από την κοινωνία. Και δεν είναι μόνο αυτό που συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες, όπως ακούμε συχνά. Στο δικό μας έργο, υπάρχει ένας ρόλος, ένα παιδί που βρισκόταν από πριν στη «μετά θάνατον» συνθήκη και φέρνει στο τραπέζι, κάτι «απ’έξω». Ξεκίνησε ως «η τηλεόραση», δηλαδή ο ρόλος αυτός επιχειρεί να ενσωματώσει την τηλεόραση στο οικογενειακό τραπέζι και νομίζω ότι θα ήταν λειψό ένα ελληνικό τραπέζι χωρίς τηλεόραση. Αυτό λέει πολλά.
4. Ποιες είναι οι βασικές σκηνοθετικές σας κατευθύνσεις; Υπάρχει κάτι που έπρεπε να προσεχθεί ιδιαίτερα υποκριτικά;
Οι σκηνοθετικές κατευθύνσεις σχετίζονται με τη γενικότερη σκηνοθετική μου προσέγγιση, η οποία έχει δυο άξονες: το άτομο και την ομάδα. Πιστεύω στη δυνατότητα ανάπτυξης των προσωπικών χαρακτηριστικών του κάθε ατόμου και δεν πιστεύω ότι όλοι οι ηθοποιοί πρέπει απαραίτητα να μπορούν να παίξουν όλους τους ρόλους, για να είναι καλοί ηθοποιοί. Εδώ, που πρόκειται για μια συλλογική δραματουργία, δηλαδή οι ηθοποιοί έχουν γράψει μεγάλο μέρος του κειμένου τους μέσα στη διαδικασία των προβών δουλέψαμε πάνω στις σχέσεις, με βάθος προσωπικό. Με ενδιαφέρει στην ομάδα να υπάρχουν οι προσωπικές σχέσεις, πέρα από τις επαγγελματικές, γιατί πιστεύω ότι έτσι μπορούμε να προχωράμε σε βάθος, χωρίς απόσταση από το καλλιτεχνικό έργο. Αυτό είναι μια λεπτή ισορροπία, που πρέπει να προσεχθεί υποκριτικά, σκηνοθετικά και γενικά. Δεν εννοώ φυσικά ότι αυτό που κάνουμε είναι απαραίτητα πολύ εσωτερικό ή ρεαλιστικό. Αλλά έχει τέτοιες εκφάνσεις και σε αυτές προσπαθούμε να υπάρχει μια αλήθεια, παρόμοια με αυτή της επιτέλεσης, ακόμη κι αν την επόμενη στιγμή εμφανίζονται θεατρικά στοιχεία εξωστρεφή ή σουρεαλιστικά.
5. Δίνεται αρκετός χώρος στην τέχνη ώστε να λειτουργήσει αφυπνιστικά σε έναν εγωκεντρικό κόσμο;
Δεν ξέρω αν δίνεται και σε ποια άτομα. Διεκδικείται όμως. Γνωρίζω πολλά άτομα και ομάδες που προσπαθούν μέσω της τέχνης να βρουν ή να φτιάξουν έναν χώρο στον κόσμο, όχι απαραίτητα για να αφυπνίσουν, αλλά για να υπάρξουν. Δεν ξέρω αν η αφύπνιση είναι ο στόχος της τέχνης σε αυτή την εποχή. Νομίζω πως υπάρχουν άλλοι στόχοι κατά προτεραιότητα, η επαφή, η σύνδεση, η συγκίνηση.
6. Με ποιο τρόπο η ομάδα Dulcinea εκπληρώνει τους αρχικούς στόχους της;
Αρχικοί μας στόχοι ήταν συνοπτικά να δημιουργούμε παραστάσεις, να υλοποιούμε εκπαιδευτικά προγράμματα και να έχουμε χρόνο για έρευνα σχετική με το θέατρο. Φέτος, έχουμε δυο παραστάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, το «Τρώμε, Παιδιά» είναι η πρώτη. Έχουμε μια θεατρική παράσταση για παιδιά, με θέμα τη Μεσογειακή Διατροφή και το Περιβάλλον, συνοδευόμενη από ένα θεατροπαιδαγωγικό πρόγραμμα (με την επιχορήγηση και υπό την αιγίδα του ΥΠΠΟ). Και η επόμενη παραγωγή μας έχει επιχορηγηθεί επίσης από το Υπουργείο Πολιτισμού. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ομάδα είναι πλούσια, αλλά ότι θα έχουμε λίγο περισσότερο χρόνο να δουλέψουμε ερευνητικά στα καλλιτεχνικά πρότζεκτ, που επιλέξαμε. Κάτι καταφέρνουμε, νομίζω.
7. Ποιο είναι το πιο μεγάλο καλλιτεχνικό σας όνειρο;
Δεν έχω μεγάλα καλλιτεχνικά όνειρα, ζω σε μια χώρα που τα όνειρα είναι πολυτέλεια, τα καλλιτεχνικά όνειρα δε, είναι στα όρια της φαντασιοπληξίας.
8. Είναι το θέατρο η απόλυτη προτεραιότητα για εσάς;
Ναι. Αλλά για πόσο θα αντέξουμε;