Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του Σκοτ-Χίρον, το οποίο έγραψε όντας 19 ετών. Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, το βιβλίο αυτό σηματοδοτεί τη βίαιη είσοδό του στον συγγραφικό κόσμο αφού το έγραψε μέσα στις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου του οποίου τη φοίτηση στο δεύτερο έτος προπλήρωσε με τα τελευταία του χρήματα απλά και μόνο για να έχει το χώρο και το χρόνο να αφιερωθεί στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Υπό αυτό το πρίσμα ΤΟ ΑΡΠΑΚΤΙΚΟ δεν είναι απλά το πρωτόλειο μυθιστόρημα κάποιου συγγραφέα, είναι το στοίχημα που κέρδισε ποντάροντας τα πάντα.
Η ιστορία αφορά σε τέσσερις φίλους και τη βίαιη ενηλικίωσή τους μέσα στους δρόμους των γκέτο της Νέας Υόρκης του 1969.
Κάποια στιγμή ο θάνατος χωρίζει τους φίλους αυτούς κι οι εναπομείναντες οφείλουν να διαχειριστούν καταστάσεις κι αποκαλύψεις που αποδεικνύονται βαριές για τους νεανικούς τους ώμους.
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας γράφει βιωματικά. Περιγράφει καταστάσεις που έζησε από κοντά και τις έζησε έντονα. Η αργκό των Αμερικάνικων δρόμων, η καθημερινότητα των γκέτο των μαύρων, καθώς και η πληθώρα και το βάθος των αναφορών σε μαύρους συγγραφείς και τραγουδιστές , δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς αυτό. Αυτές οι καταστάσεις ήταν που πυρπόλησαν την πένα του Σκοτ-Χίρον κι ήθελε να τις αποτυπώσει με κάθε κόστος. Πέρα απ’ αυτό όμως ο συγγραφέας ήθελε να πάρει θέση στο θέμα των φυλετικών διακρίσεων στην Αμερική της δεκαετίας του ’60. Αυτό από μόνο του έθετε το εγχείρημα σε θέση μεγάλης αμφισβήτησης. Χρειάστηκε θάρρος.
Αναδιφώντας την ιστορία των κινημάτων των μαύρων, των αγώνων τους και τα αποτελέσματά τους, ο Σκοτ-Χίρον τολμάει να στηλιτεύσει πρακτικές και ν’ αναδείξει ανεπάρκειες.
Αυτό που τον φλέγει είναι το ζήτημα των διακρίσεων εις βάρος των μαύρων σε βαθμό που έστησε μια μάλλον αδύναμη ιστορία ως ικανό πρόσχημα για να πει, ή μάλλον να κραυγάσει, το κατά την άποψή του δέον γενέσθαι. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, δεν υπάρχει χρονολογική συνέχεια κι αυτό δεν προκύπτει από ενδεχόμενα flashbacks, αλλά από μία ιδιότυπη τεχνοτροπία. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση αλλάζει συνεχώς υποκείμενο με αποτέλεσμα να γίνεται χαοτική. Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στον κεντρικό σκοπό του συγγραφέα που δεν είναι άλλος από το να φωνάξει δυνατά ενάντια στην παντοκρατορία των λευκών της Αμερικής του ’60 καθώς και τον τρόπο που προτείνει για να ανατραπεί η όλη αυτή κατάσταση. Η απαντήσεις που οφείλει στον αναγνώστη ο συγγραφέας σχετικά με την ιστορία στριμώχνονται στις τελευταίες τέσσερις σελίδες καθώς κι ένας υπαινιγμός για τον τίτλο του βιβλίο, στην τελευταία κυριολεκτικά πρόταση.
ΤΟ ΑΡΠΑΚΤΙΚΟ δεν είναι ένα αντιρατσιστικό βιβλίο. Σχηματικά ομιλούντες θα λέγαμε ότι μάλλον είναι ένα «ρατσιστικό βιβλίο απ’ την ανάποδη». Μια καταγγελία της ζωής και της ύπαρξης των λευκών και μια μονόπλευρη προπαγάνδα υπέρ των μαύρων. Μοιραία, απ’ τις σελίδες του Σκοτ-Χίρον ξεπηδάει μίσος κι εμπάθεια που θαμπώνουν τελικά την πολύ ζωντανή κι ακριβή αποτύπωση της ζωής των δρόμων της Νέας Υόρκης του ’60. Την εποχή που γράφτηκε και κυκλοφόρησε το βιβλίο αυτό κόμιζε κάτι νέο, κάτι πρωτοποριακό. Σήμερα, αξίζει να το διαβάσουμε για την ενάργεια των περιγραφών του, για τη διαπίστωση της επιτυχίας των εύστοχων προβλέψεών του, αλλά κι ως μοναδικού εκπροσώπου του αστικού νουάρ.
3,0/5,0