/Βιβλιοκριτική: Οδυσσέας (Τζέιμς Τζόϋς)

Βιβλιοκριτική: Οδυσσέας (Τζέιμς Τζόϋς)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας

«Βρόμικο, βλάσφημο, άσεμνο και τελικά αδιάβαστο» αναφέρεται στο οπισθόφυλλο ότι χαρακτηρίστηκε το εμβληματικό αυτό βιβλίο του Τζόυς και πράγματι αυτή η συμπύκνωση αποτυπώνει την πραγματικότητα.

Η πλοκή του βιβλίου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά απλή έως και προσχηματική, κατά τα πρότυπα όλων των μεγάλων βιβλίων της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς.

Ο συγγραφέας έχει άλλα πράγματα να προσφέρει, θέλει αλλού να εστιάσει και σίγουρα δεν τον απασχολεί να διηγηθεί άλλη μια ευφάνταστη ιστορία.

Παρακολουθούμε λοιπόν τη ζωή του Λεοπόλδου Μπλουμ μία και μόνη ημέρα, την 16η Ιουνίου του 1904. Μέσα από αυτή τη διαδρομή ο Τζόυς βρίσκει την ευκαιρία να μας παρουσιάσει τη ζωή στο Δουβλίνο στις αρχές του περασμένου αιώνα. Συνήθειες, λαϊκές δοξασίες, κοινές προκαταλήψεις όλα περνούν από την οξύτατη πένα του Τζόυς. Στο ιδιαίτερο μεγάλο κείμενο, σχεδόν 1.100 μεγάλες πυκνογραμμένες σελίδες, παρατίθενται μεγάλα αποσπάσματα στα Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Εβραϊκά, Ελληνικά και Λατινικά προδίδοντας μια ευρεία γλωσσομάθεια του συγγραφέα. Παράλληλα, επιτίθεται με σφοδρότητα ενάντια στο Χριστιανισμό κι ιδιαίτερα στον Καθολικισμό χλευάζοντας και διακωμωδώντας την ίδια τη θρησκεία, τις λατρευτικές λειτουργίες καθώς και τον ίδιο τον Πάπα. Όντας δηλωμένος άθεος, θα περίμενε κανείς κάποιους οξείς υπαινιγμούς ενάντια στη θρησκεία, το όπιο του λαού, που είναι του συρμού ακόμη και σήμερα να αποτελεί αντικείμενο χλευασμού των συγγραφέων και ιδιαίτερα αυτών των αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων όπως ακριβώς ήταν κι ο Τζόυς, αλλά εδώ ξεπεράστηκαν όλα τα όρια της ευπρέπειας. Έτσι κέρδισε τον τίτλο του βλάσφημου το βιβλίο του.

Στον ίδιο παρονομαστή, αυτόν της πρόκλησης, εντάσσεται κι η παράλληλη προσπάθειά του να αποτυπώσει ότι πιο μύχιο, ότι πιο ακραίο, προκλητικό και φυσικά άσεμνο αφορά στην ανθρώπινη φύση.

Δεν υπάρχουν πολλά μεγάλα λογοτεχνικά έργα, αν υπάρχει έστω κι ένα, που να αφιερώνονται σελίδες ολόκληρες για να περιγραφεί πώς συμπεριφέρεται ένας όταν μεθύσει, ή πώς σκαλίζει τη μύτη του, ή πώς αυνανίζεται στη θέα των γεννητικών οργάνων μιας νεαρής γυναίκας ή πώς η σύζυγός του αποκαλύπτει τις προτιμήσεις του στη σεξουαλική ζωή μαζί της καθώς και τις διαστροφές που αυτός έχει υιοθετήσει. Όπως σωστά έχει γραφτεί για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, είναι ένας καθρέφτης στραμμένος προς τη ζωή. Με ιδιαίτερη τόλμη, θα προσθέταμε.

Πολλοί χαρακτήρες που αναφέρονται στον «Οδυσσέα» προέρχονται από το βιβλίο του Τζόυς «Οι Δουβλινέζοι» που προηγήθηκε. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με περιστατικά που επανέρχονται ως αναφορές στον «Οδυσσέα» προφανώς εντάσσονται στην προσπάθεια του Τζόυς να προσδώσει και μια αληθοφάνεια στα έργα του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε την ρήση του ίδιου του Τζόυς ο οποίος επαίρετο ότι «αν για κάποιο λόγο το Δουβλίνο καταστρεφόταν θα μπορούσε να ξαναφτιαχτεί με οδηγό τα έργα του». Πράγματι, η τοπογραφική αποτύπωση του Δουβλίνου των αρχών του περασμένου αιώνα είναι εντυπωσιακή στα έργα του.

Προσεγγίζοντας τεχνικά τον «Οδυσσέα» θα πρέπει να σημειώσει κανείς την λογοτεχνική επίδειξη που επιχειρεί ο Τζόυς.

Κάθε κεφάλαιο που τιτλοφορείται με κάποιον από τους ήρωες της Οδύσσειας του Ομήρου, είναι γραμμένο σε διαφορετικό στυλ. Άλλο είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, άλλο σε γραμμική, άλλο με μορφή θεατρικού σεναρίου, άλλο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, άλλο με μορφή ερωταπαντήσεων αλλά χωρίς να περιλαμβάνεται διάλογος προσώπων κι εκεί που κυριολεκτικά βγάζει τη γλώσσα στους ομότεχνούς του είναι το τελευταίο κεφάλαιο το οποίο απαρτίζεται από μία και μόνη πρόταση έκτασης 25.000 περίπου λέξεων. Άλλοι συγγραφείς δεν γράφουν τόσες σχεδόν στο βιβλίο τους ολόκληρο.

Πρωτοπόρος στο κίνημα του Μοντερνισμού ο Τζόυς καθιέρωσε την τεχνική που περιγράφηκε ως «ρέουσα συνείδηση».

Τη δυνατότητα δηλαδή που δίνει στον αναγνώστη να «μπαίνει στα παπούτσια» του συγγραφέα και να παρακολουθεί όλη τη διεργασία των σκέψεών του. Όχι μόνο την αποτύπωση του κειμένου αλλά κι αυτό που οδήγησε στην αποτύπωση αυτή. Αυτή η τεχνική ήταν άλλωστε που επέβαλλε τον Τζόυς στη χορεία των μεγάλων συγγραφέων του διεθνούς λογοτεχνικού στερεώματος.

Κάτι που θα δυσκολέψει τον αναγνώστη είναι σίγουρα το ίδιο το κείμενο που σε πολλά σημεία γίνεται δυσνόητο.

Ο Τζόυς απαιτεί με τον τρόπο του την απόλυτη προσήλωση του αναγνώστη του. Αν αφαιρεθεί κανείς για μια στιγμή βρίσκεται εκτός κατανόησης του κεφαλαίου κι υποχρεούται να επιστρέψει στην αρχή του. Ο λόγος κάποιες στιγμές γίνεται ασύνδετος, ο ειρμός χαοτικός. Σύμφωνα με τη διάγνωση του Γιουνγκ (επιφανής Ψυχίατρος της εποχής) ο Τζόυς «πάσχει από Σχιζοφρένεια αλλά διασώζεται από την εξαιρετική του ευφυΐα». Πράγματι αυτό περνάει στο κείμενο.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον μεταφραστικό άθλο του Ελευθέριου Ανευλαβή, η μετάφραση του οποίου θεωρείται η πληρέστερη κι ακριβέστερη για την Ελληνική Γλώσσα καθώς και το τεράστιο πλήθος των υποσημειώσεων που επιμελήθηκε πάλι ο ίδιος χωρίς τις οποίες η ανάγνωση του «Οδυσσέα» είναι απλώς αδύνατη. Συγχαρητήρια αξίζουν επίσης και στον εκδοτικό οίκο «ΚΑΚΤΟΣ» τόσο για την άρτια έκδοση αλλά και για την επιλογή του εξώφυλλου που είχε ζητήσει ο ίδιος ο Τζόυς απ’ τον εκδότη του το μακρινό 1922, να είναι «στα χρώματα της Ελληνικής σημαίας».

Ο «Οδυσσέας» λοιπόν του Τζόυς είναι ένα εμβληματικό βιβλίο της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς που πρέπει να έχει διαβάσει ο κάθε αναγνώστης που φιλοδοξεί να πλησιάζει την πληρότητα.

Και μόνο για τους δρόμους που άνοιξε αυτό το βιβλίο στη λογοτεχνία πρέπει να βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του καθένα μας.

 

4,5/5