Χριστίνα Μιχαηλίδου, Γαλότσες νούμερο 44 [διηγήματα, εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα Φεβρουάριος 2024, σελ. 112, €10.00.]
Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
Η δημιουργός προέρχεται από το Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου. Ακόμα ένα άνθος τού Καλού τε Αγαθού στο καλλιεργημένο περιβόλι τής έντεχνης ποίησης.
Ξεκινάμε την αναγνωστική μας περιήγηση από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο τού βιβλίου:
Γυναίκες του χθες και του σήμερα, γυναίκες της επαρχίας και της πόλης, γυναίκες που συγκρούονται με τα κοινωνικά στερεότυπα ή υποτάσσονται, διεκδικούν και παραιτούνται, θυσιάζονται και προδίδουν, αγαπούν και μισούν. Ανάμεσά τους, βρίσκονται και οι άλλες, οι γυναίκες που δε χωρούν πουθενά, ούτε καν σε γαλότσες νούμερο 44. Άνθρωποι που ματώνουν, προσπαθώντας να στριμώξουν τις ζωές τους μέσα σε προαιώνια καλούπια. Αλήθεια και μύθος ανακατεύονται και γεννούν ιστορίες που έχεις ακούσει ή έχεις βιώσει, γιατί, τελικά, η ζωή τροφοδοτεί και την πιο παράδοξη φαντασία…
Και το βιογραφικό της:
H Χριστίνα Μιχαηλίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων με μεταπτυχιακό στο ίδιο αντικείμενο. Το 2021 ίδρυσε την εταιρεία « Ένδον» Συμβουλευτική Εκπαίδευσης και Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Σπουδάζει Δημιουργική Γραφή και Λογοτεχνική Συγγραφή στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά κι έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικά βιβλία. Είναι αρχισυντάκτρια στο ηλεκτρονικό περιοδικό Maxmag. Το παραμύθι της Ο Σκοταδούλης και ο μανδύας της νύχτας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οσελότος. Οι Γαλότσες νούμερο 44 είναι η πρώτη της συλλογή διηγημάτων.
Πριν ξεκινήσουμε την προσεκτική περιδιάβαση ανιχνεύουμε τη μακροδομή τού καλαίσθητου αυτού βιβλίου στον Πίνακα Περιεχομένων:
Το μεταξωτό 11 ~ Γαλότσες νούμερο 44 14 ~ Τα ψίχουλα της φωνής 18 ~ Το ψωμί της επόμενης μέρας 21 ~ Η μεγάλη απόφαση 25 ~ Η ευχή 30 ~ Αγάπη δηλητήριο 34 ~ Το καλύτερο δώρο 37 ~ Βαρύς γλυκός 39 ~ Η Αγία Μαρκέλλα 43 ~ Η γάτα του Ανδρέα 47 ~ Κάποτε στην Αμερική 52 ~ Όμορφη ζωή 55 ~ Ένας άνθρωπος και ένας άνθρωπος 58 ~ Η λύτρωση 62 ~ Προδοσία 67 ~ Ιστορίες περί ονείρων 70 ~ Η τελευταία ανάμνηση 76 ~ Ο κανόνας του τελικού ν 78 ~ Μία σύντομη είδηση 83 ~ Για πάντα μαζί 86 ~ Ταξίδι διαφυγής 89 ~ Το γράμμα 93 ~ Τα ψιλά 96 ~ Κυρά και αρχόντισσα 98 ~ Ιατρικό ανακοινωθέν 101 ~ Η γκαρσονιέρα 103 ~ Πρώτες δημοσιεύσεις 107
Ήδη από τα «μεταδεδομένα» αυτού τού κατατοπιστικού «μετά-κειμένου» είναι ήδη σαφής η απλή καθημερινή ιδιόλεκτος, οι παραπομπές σε οικείες γλωσσικές μορφές και η καλειδοσκοπική πανοραμική θεώρηση τής νεοελληνικής παρά-μυθικής κι ελαφρώς ωραιοποιημένης (φλουταρισμένης, με ροζ φίλτρα) «πραγματικότητας».
Ξεκινάμε την επιλεκτική βουστροφηδόν περιήγησή μας από το ομότιτλο διήγημα:
ΓΑΛΟΤΣΕΣ ΝΟΥΜΕΡΟ 44
ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΡΙΣΑΝ στο χωριό με ρούχα κουρελιασμένα και βρόμικα, να σέρνει κάτι τεράστιες στρατιωτικές γαλότσες για παπούτσια, δεν τη γνώρισαν. Τι πλάσμα αλλόκοτο ήταν ετούτο; Ούτε άνδρας ούτε γυναίκα.
Η Λαμπρινή του Αβράμη ήταν. Πάνε χρόνια πολλά που ανέβηκε στα βουνά, στο αντάρτικο κι ούτε ξαναρώτησαν γι’ αυτήν. Λέγανε τότε ότι την πήρε στον λαιμό του κάποιος αγαπητικός και την ξεσήκωσε. Μετά ξεχάστηκαν ο καθείς με τα δικά του, δύσκολες εποχές, ποιος να ενδιαφερθεί για την τύχη της; Πέρασαν τα χρόνια, Κατοχή, εμφύλιος, πείνα και στέρηση και μια μέρα η Λαμπρινή επέστρεψε. Στ’ αλήθεια, όμως, επέστρεψε; Έφαγε τόσο ξύλο στην εξορία, λέγανε, στο ξερονήσι, που έχασε τα λογικά της. Αρσενικοθήλυκο τη φώναζαν στο χωριό, αλλά στα κρυφά, γιατί φοβόντουσαν τον θυμό της.
Άδικα φοβόντουσαν. Ένας απελπισμένος άνθρωπος ήταν όπως όλοι οι μονάχοι σε τούτο τον κόσμο που δε βρίσκουν όμοιο να σμίξουν τα χνότα τους.
Όλα της τα σουσούμια έδειχναν αντρικά. Το περπάτημα βαρύ και αργό, η φωνή μπάσα και κοφτή. Μονάχα τα ρούχα της θύμιζαν κάτι από τη θηλυκιά της φύση. Φορούσε χειμώνα καλοκαίρι μία γκρι χασεδένια φούστα και ίδια σκούρα μπλούζα. Φκιασίδια γυναικεία δεν καταδεχόταν, αλλά για να κόψει τα μαλλιά της αγορίστικα ούτε λόγος. Καρέ τα είχε μέχρι που ασπρίσανε, να της γαργαλάνε τον λαιμό, ούτε πιο κοντά, ούτε πιο μακριά και στα ποδάρια της, οι παράταιρες γαλότσες νούμερο σαράντα τέσσερα κάποιου σκοτωμένου αντάρτη, που πάσχιζε να τις ταιριάξει με τα βήματά της. Στην τσέπη της κουβαλούσε τα βαριά άφιλτρα τσιγάρα της, ένα τσακμάκι και μια καφέ χτένα κοκάλινη, που φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού για να ξεμπερδεύει τα λυτά μαλλιά της.
Δε βρήκε κανέναν να την περιμένει πίσω, όλοι οι δικοί της σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Αντίκρισε μονάχα μισογκρεμισμένους τοίχους, ό,τι είχε απομείνει από το πατρικό της και χώθηκε εκεί μέσα, όπως το αγρίμι στο λαγούμι του — της έφτανε. Μόνη της περιουσία η ψωροσύνταξη που της έβγαλε το κράτος ως άπορη, ίσα ίσα για να μην πεθάνει από την πείνα.
Η Λαμπρινή είχε συνήθειο να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησιά. Την πρώτη φορά που πέρασε το κατώφλι κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, πουθενά δε χωρούσε, ούτε στην ανδρική πτέρυγα ούτε στη γυναικεία, τράβηξε ίσια και στριμώχτηκε στο αναλόγιο δίπλα στον ψάλτη για να του κρατά το ίσο. Μονάχα τη Μεγάλη Παρασκευή πάτησε πόδι. Αυτή και τρεις άνδρες σήκωναν τον Επιτάφιο, παπάς και χωριό έκαναν πίσω και ας έγερνε το Μνήμα του Χριστού από τη δική της κοντύτερη πλευρά.
Την παρατηρούσα να αργοπίνει τον καφέ, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο σταυρωτά κι έτσι όπως ρουφούσε το τσιγάρο της, μάρτυς μου ο Θεός, τίποτα δεν της έλειπε από τη θωριά την αντρική, όλα τα είχε ξεπατικώσει και όταν άναβαν οι συζητήσεις για τα πολιτικά, ξεσπάθωνε και έπαιρνε τον λόγο, όμως, στις κουβέντες για γυναικοδουλειές λούφαζε στη γωνιά της. Αργότερα σαν πήρε θάρρος, καμάρωνε πως επισκέφθηκε τα κορίτσια στα μπουρδέλα της πόλης όπως αυτοί. Οι άνδρες δεν της απαντούσαν, μονάχα κοιτάζονταν συνωμοτικά και γελούσαν κοροϊδευτικά κάτω από τα μουστάκια τους.
Όλα τα αδέσποτα του χωριού που την είχαν μάθει για όμοιά τους, έτρεχαν ξοπίσω της μόλις σηκωνόταν από τον καφενέ και τη συνόδευαν μέχρι το σπίτι της. Φύλαγε από την μπουκιά της ένα ξεροκόμματο για το καθένα και για να ξεδιψάνε, μάζευε βρόχινο νερό σε ντενεκέδια γύρω γύρω από την αυλή της.
Και ένα βράδυ, η Λένω, η ετοιμόγεννη σκύλα που μάζεψε πριν μέρες, γριά η κακομοίρα, αγκομαχούσε και ζοριζόταν, ήταν έτοιμη να γεννήσει, δε θα άντεχε. Δύο κουτάβια έβγαλε. Το ένα πεθαμένο, το άλλο ίσα που ανέπνεε. Δεν πρόλαβε ούτε τον λώρο να μασήσει και έκλεισε τα μάτια της. Γρήγορα η Λαμπρινή έπιασε το μαχαίρι, έκοψε επιδέξια τον λώρο και τον κομπόδιασε. Το κουτάβι ακούνητο, με τα μάτια κλειστά έδειχνε πως δε θα τα καταφέρει. Το χουχούλιασε με το χνότο της, το τύλιξε στα ζεστά, αλλά του κάκου. Τότε το ’χωσε βιαστικά μέσα στα ρούχα της, το κούρνιασε στον γυμνό της κόρφο κι άρχισε το κούνημα πέρα δώθε σαν ένα άλαλο νανούρισμα. Και το ορφανό, που μύρισε το νοιάξιμο, άρχισε να αργοσαλεύει, πήρε τις ανάσες του κι έβγαλε τη γλωσσίτσα του ψάχνοντας στα τυφλά το βυζί της μάνας του για να κρατηθεί στη ζωή.
Εκεί στα σκοτεινά, το νεογέννητο, κολλημένο στο σώμα της, άρπαξε τη στέρφα ρώγα που βρήκε και άρχισε να τη ρουφάει λαίμαργα. Τα ’χασε η Λαμπρινή αλλά συνέχισε το κανάκεμα, μέχρι που το κουτάβι ξεδίψασε την πείνα του, βολεύτηκε στην αγκαλιά της και αποκοιμήθηκαν και οι δυο χορτάτες και ήρεμες.
Ήδη το παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό, αντιπροσωπευτικό και άκρως κατατοπιστικό τού ύφους, του είδους, της θεματολογίας, της ρυθμολογίας και τής όλης αισθητικής. Η συνεκδοχική μας προσέγγιση καλά κρατεί.
Ας περάσουμε όμως σε ένα άλλο κομψοτέχνημα με τίτλο:
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΤΕΛΙΚΟΥ Ν
ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ της ταίριαξαν οι κανόνες, των Μαθηματικών, της Φυσικής, αλλά περισσότερο της Γραμματικής και της Ορθογραφίας. Όταν τους αποστήθιζε και τους τακτοποιούσε στο μυαλό της όλα γίνονταν εύκολα και ξεκάθαρα. Έτσι είχε μάθει να ξεμπερδεύει τα πιο δύσκολα προβλήματα, με την εφαρμογή των κανόνων. Μόνο οι εξαιρέσεις την παίδευαν και της δημιουργούσαν ανασφάλεια. Άριστη μαθήτρια ήταν η Μαιρούλα. Γι’ αυτό και τα δεκάρια στο δημοτικό, αργότερα οι έπαινοι σε γυμνάσιο και λύκειο και τελικά η πρωτιά στη Φιλοσοφική.
Την ενοχλούσαν τα λάθη και ήταν πολύ αυστηρή με τους μαθητές της, αλλά για το καλό τους. Αυτόν τον κανόνα του τελικού ν, πόσες φορές τον είχε επαναλάβει και ακόμα δεν τον είχαν μάθει απέξω. Στο τέλος, τον έγραψε σε ένα χαρτόνι με καλλιγραφικά γράμματα και τον κόλλησε πάνω από τον πίνακα, στο συνοικιακό φροντιστήριο που δούλευε για να τον θυμούνται.
Το τελικό ν παραμένει όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από σύμφωνο στιγμιαίο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό (ξ, ψ).
Το τελικό ν χάνεται όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από σύμφωνο εξακολουθητικό (γ, β, δ, χ, φ, θ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ).
Ο Γρηγόρης, συνάδελφός της Μαθηματικός στο φροντιστήριο, την εκτίμησε γι’ αυτό που ήταν. Για τους καλούς τρόπους της, την ορθή γραφή της, τους κανόνες που ευλαβικά τηρούσε. Αντιπαθούσε τα έντονα βαμμένα χείλη, τα ξανθά ψεύτικα μαλλιά και το φευγάτο βλέμμα στις γυναίκες, έτσι της είπε όταν της ζήτησε το πρώτο ραντεβού. Καλό παιδί της φάνηκε, αν εξαιρέσεις τα μούσια και τα μουστάκια που της θύμιζαν τους αναρχικούς στη σχολή της και δέχτηκε να γνωριστούν καλύτερα.
Τον αγάπησε τον Γρηγόρη, όχι με πάθος και έρωτα τρελό, μα σταθερά και τίμια όπως της ταίριαζε, αλλά τον αγάπησε. Σε τίποτα δεν παρέκκλινε στο πρόγραμμα της οικογενειακής ζωής που στήσανε δύο χρόνια αργότερα όταν αυτός διορίστηκε καθηγητής στο λύκειο της επαρχιακής πόλης που γεννήθηκε. Μοναχοπαίδι ήταν, είχε δυο γονείς πίσω του να τον νοιάζονται, γι’ αυτό αποφάσισε να εγκατασταθούν εκεί. Όχι πως τη ρώτησε για την επιλογή του, αλλά καταλάβαινε η Μαιρούλα από αυτά, έτσι ήταν το σωστό να γίνει και τον ακολούθησε.
Ξεκίνησε από την αρχή τη ζωή της και όταν της είπε ο Γρηγόρης: «Βρε Μαιρούλα, μέχρι να στρώσεις το νοικοκυριό μας, πού χρόνος για δουλειά και φροντιστήρια, άσ’ το για αργότερα», λογικό της φάνηκε και συμφώνησε.
Σύντομα ήρθαν οι εγκυμοσύνες και οι γέννες των παιδιών τους. Η Μαιρούλα συνέχιζε να παίρνει επαίνους, δεν είχε παράπονο. Από τα πεθερικά που τραπέζωνε κάθε Κυριακή μεσημέρι για τα ντολμαδάκια και τον μουσακά της. Αργότερα από τους δασκάλους στο σχολείο των παιδιών της για το πόσο επιμελή και περιποιημένα ήταν. Από τους φίλους του άντρα της για τη σπιτική πίτσα που τους ετοίμαζε σε κάθε παιγνίδι της ομάδας τους που παρακολουθούσαν στην τηλεόραση αραχτοί στον καναπέ του σαλονιού.
Ανέφελα κυλούσαν οι μέρες της, με ένα εξοντωτικό ωράριο να τα προλάβει όλα, αφού ο Γρηγόρης μετά το λύκειο, έτρεχε σε ιδιαίτερα μέχρι αργά το βράδυ.
«Βρε Μαιρούλα, πώς αλλιώς θα τα βγάλουμε πέρα οικονομικά με δύο παιδιά, αφού εσύ δεν εργάζεσαι» της ξαναείπε ο Γρηγόρης.
Όταν τελείωνε με τα μαθήματα συναντιόταν με τους φίλους του σε ένα ουζερί για να χαλαρώσει από το στρες της ημέρας. Όμως αυτό, όποτε θυμόταν της το έλεγε. Τον καταλάβαινε τον άντρα της γι’ αυτό κι εκείνη δεν τέντωνε το σχοινί, παρά μονάχα εκείνο της μπουγάδας, για να είναι κολλαριστά τα πουκάμισά του όταν τα σιδέρωνε.
Και μια μέρα εκεί που ξεσκόνιζε και ο Γρηγόρης έκανε μπάνιο γιατί είχε έξοδο πάλι, άκουσε τον ήχο του μηνύματος στο κινητό του και ασυναίσθητα έριξε μια ματιά στην οθόνη. Αντίκρισε τότε το ναζιάρικο βλέμμα μιας ξανθιάς γυναίκας, με έντονα βαμμένα, κόκκινα χείλη και διάβασε ζαλισμένη:
Γλικέ μου πόσο όμορφα αίνιωσα χθες βράδη στην αγκαλιά σου, ανιπομονώ να το ξανακάνουμε.
Τα γράμματα στο μήνυμα χοροπηδούσαν στα μάτια της και τα ανορθόγραφα «ι» τής έκλειναν κοροϊδευτικά το μάτι. Όλα στο μυαλό της είχαν γίνει κουβάρι. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα λάθη της προδοσίας και οι αποδείξεις ήταν εκεί μπροστά της, καταπατώντας τον τελεσίδικα απαράβατο κανόνα της συζυγικής ζωής, αυτόν της μοιχείας. Ο Γρηγόρης που αγάπησε, που ακολούθησε, που υπηρέτησε, που έκανε πατέρα των παιδιών της, που απεχθανόταν τα ορθογραφικά λάθη, που τον ενοχλούσαν τα επιτηδευμένα κοκκινάδια. Ο Γρηγόρης εκεί μπροστά της, όπως στα αλήθεια ήταν.
Πήρε βαθιά ανάσα. Έπρεπε επειγόντως να βάλει το μυαλό της σε τάξη, γιατί κινδύνευε να το χάσει. Λίγο καιρό πριν είχε διαβάσει στο νέο βιβλίο Γραμματικής της κόρης της, ότι για να αποφευχθεί η σύγχυση μεταξύ αρσενικού και ουδετέρου γένους αποφασίστηκε το τελικό ν να διατηρείται πάντα στα αρσενικά άρθρα.
Ψύχραιμη τώρα η Μαιρούλα κρατήθηκε ακόμα μια φορά από τους κανόνες και έγραψε φαρδιά πλατιά, όπως την υπογραφή του διαζυγίου της μερικούς μήνες αργότερα, την απάντηση στην ανορθόγραφη προδοσία:
Σ’ τον χαρίζω τον μαλάκα.
«Δύο ν πριν από τα εξακολουθητικά σύμφωνα χ και μ, που άλλοτε θα ηχούσαν το λάθος, χάρη στον νέο κανόνα αποδόθηκαν σωστά» σκέφτηκε η Μαιρούλα ικανοποιημένη, ξελύνοντας τον κόμπο της ποδιάς της.
Τρίτο και χαρακτηριστικό παράδειγμα με έναν ακόμα οικείο (λεκτικά και ηχητικά) τίτλο:
ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ επαρχιακή πόλη κάπου στον βορρά. Από μικρή πήρε δυο αποφάσεις για τη ζωή της. Η πρώτη, να γίνει γιατρός, για να παραστέκεται στους πονεμένους ανθρώπους και η δεύτερη, να φύγει μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε. Αυτές οι σκέψεις φώτιζαν τα όνειρά της απ’ όταν ήταν παιδί.
«Γιατί υπήρχαν κι άλλα σκοτεινά όνειρα που μαύριζαν τα παιδικά μου βράδια για καιρό έχοντας πάντα την ίδια μορφή ενός άντρα να στέκεται όρθιος μπροστά στο κρεβάτι μου με δυο άδειες τρύπες για μάτια και έφτανε για να βρέχω τα σεντόνια και να πετάγομαι από το στρώμα ουρλιάζοντας και η μάνα μου να με μαλώνει —δέκα χρονών κορίτσι, δεν ντρέπεσαι;— και να κρύβει φυλαχτά και εικόνες αγίων κάτω από το μαξιλάρι μου μέχρι που κουραστήκαμε εγώ να τρέμω και εκείνη να με σταυρώνει».
Χθες βράδυ στο νοσοκομείο έφεραν το θύμα ενός τροχαίου, δύσκολο περιστατικό είπαν, από αυτά που κάνεις τον σταυρό σου για να γίνει ένα θαύμα. Οι γιατροί τρέξανε να προλάβουν, το ίδιο κι εκείνη, φόρεσε βιαστικά μπλούζα, γάντια, μάσκα και μπήκε στο χειρουργείο.
«Είχαν περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια κι όμως τον αναγνώρισα αμέσως πάνω στο χειρουργικό τραπέζι μέσα στα αίματα ανήμπορος κι εγώ όρθια μπροστά του δεν ήξερα τι να κάνω κι όμως τώρα είχα επιλογή θα μπορούσα να το βάλω στα πόδια αλλά έμειναν ακούνητα κι οι παλμοί από το μόνιτορ που τρυπούσαν το μυαλό μου μπορεί να ήταν οι δικοί μου παλμοί τα πόδια μου λύγισαν πιάστηκα από το τραπέζι το χέρι του που κρεμόταν ακίνδυνο ακούμπησε πάνω μου τινάχτηκα και έκανα να κατεβάσω τη φούστα μου από ντροπή όπως τότε μεγάλωσα είμαι γιατρός ορκίστηκα έσφιξα στην παλάμη μου το νυστέρι ανατρίχιασα ήταν παγωμένο σαν τη λεπίδα που πίεζε στον λαιμό μου είκοσι χρόνια πριν».
Στα πρακτικά του νοσοκομείου καταγράφηκε ώρα θανάτου τέσσερις τα ξημερώματα και αιτία θανάτου ακατάσχετη αιμορραγούσα πληγή.
Και περνάμε στην τελευταία δειγματοληπτική εξέταση τού λογοτεχνικού προκειμένου από έναν επίμονο «επαρκή αναγνώστη» που αφήνει τα κείμενα να μιλήσουν από μόνα τους, «με τη δική τους φωνή, όχι εκείνη που μας αρέσει» (για να θυμηθούμε τον άκρως προσεκτικό στις διατυπώσεις του Γιώργο Σεφέρη):
Η ΓΚΑΡΣΟΝΙΕΡΑ
ΣΗΚΩΣΕ την πολυκατοικία στο πόδι έτσι όπως μπήκε φουριόζα. Μπροστά αυτή και πίσω τέσσερις μαντραχαλάδες μεταφορείς να κουβαλάνε ένα στρώμα τεράστιο, αλλόκοτο, από τη σκάλα μέχρι τον δεύτερο στην γκαρσονιέρα που νοίκιασε. Σε άλλη περίπτωση ούτε που θα έδινε σημασία, αφού δεν είχε πάρε δώσε με κανέναν από τους γειτόνους, αλλά με τη νεοφερμένη ήταν τα σπίτια τους μεσοτοιχία — εκείνη είχε το τριάρι δίπλα. Ευάερο, διαμπερές, προίκα από τον πατέρα της, ενώ η γκαρσονιέρα στενή, ανήλιαγη, μόνο κάποιοι ναυτικοί της συμφοράς έμεναν κατά καιρούς εκεί.
Πάνω κάτω στην ηλικία της την έκανε την καινούργια νοικάρα, όσο μπόρεσε να καταλάβει, δηλαδή, από το ματάκι της πόρτας που κρυφοκοιτούσε. Με ένα κολλητό, λευκό φόρεμα σαν αυτά που φοράνε οι παστρικές, όπως έλεγε και η συχωρεμένη η μάνα της, έδινε οδηγίες πού να τοποθετήσουν το στρώμα νερού.
«Στρώμα νερού; Τι ανώμαλα πράγματα είναι αυτά, θου Κύριε» σκέφθηκε κι έφτυσε στον κόρφο της, μόλις το άκουσε.
Μωρέ καλά το είπε, ανώμαλα. Η καινούργια νοικάρα γυρνούσε από τη δουλειά της το απόγευμα, την ώρα που άρχιζε το τηλεπαιχνίδι στον Antenna. Χαρτόνι οι τοίχοι, πανάθεμά τους κι άκουγε τα πάντα. Ξεκλείδωνε την πόρτα, άναβε το φως, το ραδιόφωνο, σιγομουρμούριζε τα τραγούδια και έμπαινε στο μπάνιο. Ως και το νερό που έτρεχε γάργαρο άκουγε, ως και τα φσου φσου από τις κολόνιες και τα αρώματα. Και μόλις τέλειωναν οι ειδήσεις, χτυπούσε το κουδούνι, να σου κι ο λεγάμενος. Και να τα γέλια, τα γλυκόλογα, τα φιλιά, το τσούγκρισμα των ποτηριών. Και ύστερα, το ατέλειωτο πέρα δώθε πάνω στο στρώμα που μοιράζονταν οι εραστές της διπλανής πόρτας, μέχρι που εξουθενωμένοι τυλίγονταν και γίνονταν ένα, σαν τα φίδια που ζευγαρώνουν την άνοιξη — έτσι τους φανταζότανε τους αμαρτωλούς.
Κι όσο αυτοί έβγαζαν τα μάτια τους, τόσο εκείνη την έπιανε αναγούλα ακούγοντας τα πλατς πλουτς που έκανε το στρώμα, σαν κύματα ορμητικά που έσκαγαν πάνω της και της ανακάτευαν τα σωθικά — ούτε στο καράβι για την Τήνο δεν ένιωθε τέτοια ζαλάδα, ήμαρτον, Παναγία μου. Πώς να σταματήσει αυτό το μαρτύριο; Ο άχρηστος ο ιδιοκτήτης δε σήκωνε το τηλέφωνο να ακούσει τα παράπονα για την προκομμένη τη νοικάρα του, μόνο το νοίκι τον ένοιαζε να τσεπώνει.
Κάθε μέρα την ίδια ώρα το στρώμα νερού έπαιρνε φωτιά στην γκαρσονιέρα, κάθε μέρα την ίδια ώρα σαν τη σαπουνόπερα που έβλεπε χρόνια τώρα. Στον μήνα πάνω σαν να το συνήθισε. Μόλις έπεφταν οι τίτλοι των ειδήσεων έσιαχνε τα μαλλιά της στον καθρέφτη, έβαζε ένα λικέρ τριαντάφυλλο και παρακολουθούσε με το αυτί κολλημένο στον τοίχο-χαρτόνι, το ρεπερτόριο των ερωτικών στιγμών, αντί για το σίριαλ των εννιά.
Και ένα βράδυ, έτσι όπως την πήρε ο ύπνος στον καναπέ, ονειρεύτηκε πως έκανε βαρκάδα καταμεσής στο πέλαγος πάνω σε ένα στρώμα με έναν ναύτη όμορφο, γεροδεμένο να τραβάει κουπί με τα δυνατά του μπράτσα, να την κοιτάει στα μάτια και να λιώνει. Σε ένα στρώμα διπλό, σε μια ζωή για δύο.
Πετάχτηκε πάνω, έκλεισε την τηλεόραση πήρε χαρτί και μολύβι και έγραψε με κεφαλαία γράμματα:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΣΤΡΩΜΑ ΜΟΝΟ, ΑΘΙΚΤΟ, ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ.
Την άλλη μέρα το πρωί θα το κολλούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Μέχρι εδώ είναι ήδη σαφές πως τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, η έμφυτη κλίση, το καλλιεργημένο ταλέντο, η δομή τού γλωσσικού κέντρου τού εγκεφάλου οδηγούν σε μία μάλλον προσηνή ιδιόλεκτο. Η ποιητική «ανοικείωση» επιτυγχάνεται χάρη στην προσεκτική επέμβαση στα αισθητηριακά δεδομένα, που τελείται με χειρουργική ακρίβεια. Το βιβλίο αυτό στοχεύει σε «αισθηματίες» αναγνώστες που δεν επιλέγουν (δεν επιθυμούν) να παραξενιστούν με γλωσσικές ακροβασίες και γλωσσοπλαστικά αραβουργήματα.
Η γλώσσα που επιλέγουμε είμαστε εμείς. Και μας καθορίζει και την ελέγχουμε (στον βαθμό που η δημιουργική διαδικασία είναι κυρίως νοησιαρχική, είναι εργασία εξειδικευμένου τεχνίτη, που και λογοτέχνης αποκαλείται). Η συγγραφική ιδιότητα βρίσκει εδώ την πλήρη δικαίωσή της. Κείμενα ταχυδράματα, αφηγήσεις κινηματογραφικές, νοσταλγικές απηχήσεις, προσεκτικά επιλεγμένες παρηχήσεις, η «αισιοδοξία τής ανάμνησης» (όπως θα έλεγε ο Ακαδημαϊκός Ευάγγελος Παπανούτσος στην καλογραμμένη «Ψυχολογία» του).
Πρόκειται για ένα βιβλίο κόσμημα. Ο Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης και οι Εκδόσεις Ιωλκός είναι μια ανθηρή «πολιτιστική βιοτεχνία» στην περισπούδαστη περιρρέουσα ατμόσφαιρά μας. Τα κυρίαρχα οικοτεχνικά χαρακτηριστικά δεν κληρονομούνται μεν μέσω D.N.A., είναι όμως ένα οικογενειακό know-how που μεταφέρεται προφορικά κι εμπράκτως.
Ανυπομονώ να διαβάσω το επόμενο πόνημα αυτής τής καλά προετοιμασμένης κι άρτια σπουδαγμένης «ποιήτριας» εξαιρετικών καταστάσεων.
Η σύγχρονη αφήγηση ξαναγυρίζει στις παραδοσιακές αφηγηματικές φόρμες των «παραμυθάδων τής Ανατολής» που ήξεραν να «κεντούν» διαπλέκοντας πρόσωπα σε ιδιαίτερα επιμελημένα «σκηνικά περιβάλλοντα» με τόσο παραστατικό τρόπο που τα συνδημιουργούμενα μετεικάσματα αντέχουν στις σεισμικές δονήσεις των πολιτισμικών ρευμάτων.
Αναμένομεν συγχαίροντας. Ευοίωνες οι προοπτικές τής σοβαρής νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
https://konstantinosbouras.gr