Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου, φαρμακοποιός – κριτικός λογοτεχνίας
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1935 κι έγινε ξαφνικά και πάλι επίκαιρο με τρομακτικό έως κι ανατριχιαστικό τρόπο.
Ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Λιούις αποτυπώνει με έντομα χρώματα την εποχή του είναι οι ΗΠΑ μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Αμερικανικού Εμφυλίου και το Κραχ το 1929.
Είναι η εποχή που μπαίνουν τα θεμέλια αυτού που αργότερα θα ονομαστεί «Αμερικανικό Όνειρο», μια χώρα δηλαδή όπου οι πολίτες είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν και ν’ ανελιχθούν κοινωνικά χωρίς το Κράτος να δεσμεύει ή να ελέγχει ασφυκτικά τα μέσα παραγωγής κι απλά να διασφαλίζει τη νόμιμη και δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Φυσικά με όλα τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρθηκαν να έχουν προηγηθεί ακραία φτώχεια διαπερνάει όλα τα κοινωνικά στρώματα. Έδαφος πρόσφορο για να αναδειχθεί και ν’ αποκτήσει δύναμη κι επιρροή ένας γερουσιαστής που με όχημα τα προσεκτικά επιλεγμένα ψέματά του ντυμένα πάντα με αληθοφανές σελοφάν και τον άκρατο λαϊκισμό του εύκολα ανέβηκε στο βάθρο του ενσαρκωτή της λαϊκής ελπίδας. Με όχημα τον χάιδεμα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και των πλέον αμόρφωτων ταυτόχρονα σύντομα αναδεικνύεται σε λαϊκό ήρωα που υπόσχεται ό,τι θα έκανε γκελ στον όχλο, δηλαδή ένα σεβαστό έκτακτο εισόδημα σε όλους κάθε χρόνο ανεξάρτητα απ’ ότι εργασία είχε ο καθένας, ακόμα κι αν δεν είχε, υπερβολική φορολογία των τραπεζών προς σκοπού της αναδιανομής του πλούτου, σύνθημα που ανέκαθεν συνήγειρε τις μάζες, τον έλεγχο του Τύπου, και διορισμό σε κρατικές θέσεις όσων θα επιδείκνυαν αφοσίωση στον Κορπορατισμό όπως ονομάστηκε η «ιδεολογία» του (τα κομματόσκυλα που θα λέγαμε σήμερα). Όπως ήταν φυσικό δεν χρειάστηκε ποτέ να εξηγήσει πως θα χρηματοδοτούσε αυτά τα 15 σημεία που ήταν οι προεκλογικές του εξαγγελίες.
Καμία έκπληξη δεν προκαλεί στον αναγνώστη το γεγονός ότι ο δημαγωγός αυτός εξελέγη στο ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ. Αμέσως ίδρυσε ένα παραστρατιωτικό σώμα απ’ ότι αμόρφωτο κι άνεργο στοιχείο είχε να επιδείξει η αχανής επαρχία των ΗΠΑ. Στο σώμα αυτό δόθηκε ελαφρύς οπλισμός και εξουσίες που καταφανέστατα δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί. Τριγυρνούσε σε σχηματισμούς και τρομακρατούσε κάθε έντιμο και παραγωγικό πολίτη της χώρας. Στις προτεραιότητες του απολυταρχικού καθεστώτος που θέριεψε αμέσως ήταν το κλείσιμο των πανεπιστημίων, η σύλληψη κι ο εξευτελισμός των καθηγητών, το κάψιμο των βιβλίων, των κλείσιμο του συνόλου σχεδόν των εφημερίδων κι απόλυτος έλεγχος μέσω ασφυκτικής λογοκρισίας των λίγων που έμειναν να λειτουργούν. Διευθυντής και μαχητικός δημοσιογράφος ταυτόχρονα ήταν κι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ο οποίος φυσικά συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και του δολοφονήθηκαν μέλη της οικογένειάς του μπροστά στα μάτια του. Υπεύθυνος για όλα αυτά ορίστηκε από τον συγγραφέα ο εξοργιστικά εμβληματικός Τοπικός Επίτροπος ο οποίος πριν εγκαθιδρυθεί η δικτατορία ήταν ο επιστάτης του σπιτιού του εκδότη/δημοσιογράφου που του φρόντιζε τον κήπο, το τζάκι κλπ!
Ο θρίαμβος του λαϊκισμού σάρωσε σαν λαίλαπα όλη την επικράτεια κι όσο πιο αμόρφωτος, άξεστος κι άεργος ήταν κάποιος τόσο πιο μεγάλο αξίωμα αναλάμβανε. Κάθε έννοια ελευθερίας του λόγου, του Τύπου, της μετακίνησης προσώπων, κεφαλαίων, κι εμπορευμάτων είχε απλά απροσχημάτιστα ανασταλεί.
Στο εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα ο Λιούις προσπαθεί εμφανώς να χτυπήσει την καμπάνα και να αφυπνίσει όποιον ήθελε να τον ακούσει.
Το βιβλίο γράφεται σε μια εποχή που την Ευρώπη ήδη σαρώνει ο Φασισμός κι ο Ναζισμός και στις ΗΠΑ η αδύναμη ακόμη Δημοκρατία παλεύει να επουλώσει πληγές του Εμφυλίου, τα κατάλοιπα της δουλείας και το ακυρωμένο όνειρο της αποικιοκρατίας. Με εντυπωσιακή μαεστρία χτίζει μια ατμόσφαιρα ζόφου κι αποτροπιασμού με τον τίτλο πάντα να δηλώνει ειρωνικά μα «Δεν γίνονται αυτά εδώ».
Με χειρουργικές τομές καταφέρνει να φτάσει στα μύχια της κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα και να εμβαθύνει τελικά στους λόγους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια τέτοια εκτροπή του πολιτεύματος με τη θέληση του ίδιου του πάντα αφελή κι εύπιστου λαού.
Η ομοιότητα με το εμβληματικό «1984» του Όργουελ είναι ξεκάθαρη, αν και το βιβλίο του Λιούις προηγήθηκε,
με τη διαφορά ότι ο Όργουελ έδωσε έμφαση στην ανάδειξη των μεθόδων και της λειτουργίας του απολυταρχικού καθεστώτος που καταπίεζε τη δημόσια ζωή, ενώ ο Λιούις μετατόπισε το κέντρο βάρους της αφήγησής του προς τις αιτίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σ’ ένα τέτοιο φαινόμενο. Η φωτογράφιση καθεστώτων σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης που ομοιάζουν με το αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο είναι σαφής και δεν χρειάζεται να τα κατονομάσουμε για να μείνει ο αναγνώστης απλά άφωνος με την οξυδερκή προνοητικότητα και την ακρίβεια της περιγραφής της πραγματικότητας. Αυτό που αξίζει ν΄ αναδείξουμε όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας προβλέπει διορατικά την κατάληξη της κοινωνίας μέσα την οποία ζει.
«Ήταν οι ιδεολόγοι του κορπορατισμού, και υπήρχαν κάμποσοι τέτοιοι, μαζί με τους νταήδες και τους τους απατεώνες, … είχαν επιλέξει τον Γουίντριπ (ο δημαγωγός δικτάτορας) όχι επειδή ήταν τέλειος, αλλά καθώς φάνταζε ο πιθανός σωτήρας … από την απόλυτη νωθρότητα, την έλλειψη υπερηφάνειας στην πλειοψηφία των νέων, ο κόσμος των οποίων (θεωρούσαν οι ιδεαλιστές) χαρακτηρίζονταν κυρίως από μια απέχθεια προς την εργασία και από την άρνηση να μάθουν οτιδήποτε καλά, ασχολούμενοι με τη χορευτική μουσική του ραδιοφώνου, τα γρήγορα αυτοκίνητα, τη γλοιώδη σεξουαλικότητα, και το χιούμορ των κόμικς – μια ψυχολογία υπόδουλων … ». Μα δεν περιγράφει με ανατριχιαστική μάλιστα ακρίβεια τη σημερινή νεολαία αν απλά στη θέση των «κόμικς» βάλουμε τη λέξη «οθόνες» ή «social media»; Είναι ικανή να προκαλέσει ρίγη στον αναγνώστη η κατάληξη της κοινωνίας της οποίας η νεολαία είναι όπως την περιγράφει ο Λιούις.
Το βιβλίο συνεχώς παλινδρομεί μεταξύ της υπερβολής και του ρεαλισμού τέχνασμα που σκοπό έχει να παρασύρει τον αναγνώστη σ’ έναν κόσμο που δεν τον νιώθει ξένο ή μακρινό αλλά αντίθετα τον νιώθει γύρω του.
Δημιουργείται έτσι μια απαράμιλλη αίσθηση που δεν είναι εύκολο να την πετύχει συγγραφική πένα.
Το «Δεν Γίνονται Αυτά Εδώ» του Σίνκλερ Λιούις είναι ένα βιβλίο που παραμένοντας πιστό στις συγγραφικές νόρμες της εποχής που γράφτηκε κατάφερε να σπάσει το φράγμα της εφήμερης συγγραφικής ή εμπορικής δόνησης κι αποτελεί ένα διαχρονικό ορόσημο πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης με το πρόσχημα μυθοπλασίας, ιδιότητες που το καθιστούν πάντα επίκαιρο με τις εκκωφαντικές του προειδοποιήσεις. Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι άσχετα με το είδος της λογοτεχνίας που προτιμούν. Δεν προσφέρει μόνο αναγνωστική τέρψη αλλά πολύ περισσότερα.
5,0/5,0