Γράφει η Αναστασία Κλώνη, συγγραφέας – ραδιοφωνική παραγωγός, Mba Hotel Management, Θεολόγος
Υπάρχουν βιβλία που σε ταξιδεύουν και άλλα που σε βυθίζουν στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Το βιβλίο «Ασμοδαίος» ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
Πρόκειται για μια νουβέλα που ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το υπαρξιακό δράμα, δημιουργώντας μια υποβλητική ατμόσφαιρα που καθηλώνει τον αναγνώστη από τις πρώτες του σελίδες.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η Αργυρώ Αποστολίδου, μια γυναίκα μοναχική, εγκλωβισμένη στις σκιές του παρελθόντος της. Μια νύχτα-ορόσημο, μια διάρρηξη που εκτρέπεται σε εφιάλτη γίνεται η αφορμή για να διαταραχθεί η εύθραυστη ισορροπία της ζωής της. Από εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν είναι όπως πριν. Ο εφιάλτης δεν τελειώνει με το ξημέρωμα ‒ αντίθετα, παίρνει νέες αλλόκοτες μορφές, εισχωρώντας στις πιο προσωπικές, απόκρυφες στιγμές της.
Ο Ασμοδαίος, το δαιμόνιο της λαγνείας, δεν είναι μια απλή μεταφυσική φιγούρα, αλλά ένας αρχέγονος συμβολισμός της ανεξέλεγκτης επιθυμίας. Με ρίζες στην ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση, εμφανίζεται ως πειρασμός που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτοκαταστροφή, εγκλωβίζοντάς τον σε έναν αέναο κύκλο ηδονής και απώλειας. Στην Παλαιά Διαθήκη είναι ο φθοροποιός δαίμονας που στοιχειώνει τη Σάρρα στο Βιβλίο του Τωβίτ, ενώ στον μεσαιωνισμό ταυτίζεται με το θανάσιμο αμάρτημα της λαγνείας. Η μορφή του αλλάζει, μα ο σκοπός του παραμένει ίδιος: να παρασύρει, να διαφθείρει, να απαιτήσει ως αντάλλαγμα την ίδια την ψυχή. Στη θεολογική του προσέγγιση, ο Ασμοδαίος δεν είναι απλώς ένας δαίμονας της λαγνείας, αλλά ένα σύμβολο της πτώσης του ανθρώπου μέσα από την ατίθαση ορμή της επιθυμίας. Η ύπαρξή του συνδέεται με την αντίθεση μεταξύ της θείας τάξης και της ανθρώπινης αδυναμίας, προβάλλοντας τη διαχρονική πάλη μεταξύ πνεύματος και σάρκας.
Ο Ασμοδαίος, εν προκειμένω, δεν είναι μια απλή φιγούρα τρόμου. Είναι ένας ακαταμάχητος πειρασμός που αλλάζει συνεχώς πρόσωπα,
μεταμορφώνεται σε άνδρες που διέσχισαν κάποτε τη ζωή της ηρωίδας – τον εκλιπόντα σύζυγό της, έναν άγνωστο εραστή, έναν συνάδελφο με βλέμμα που σιγοκαίει. Ο αναγνώστης παρασύρεται σε έναν κυκεώνα αισθήσεων και ψυχολογικών εντάσεων, καθώς η Αργυρώ προσπαθεί να αντισταθεί στη δύναμή του, παλεύοντας να διατηρήσει τον έλεγχο της ίδιας της ύπαρξής της, «κάθε προσπάθεια να χαλαρώσει κατέληγε ανεπιτυχής» (σελ.46). Άλλωστε ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη, από καταβολής κόσμου, καθορίζεται από μια διαρκή πάλη: από τη μία, τα βασικά ένστικτα που εξασφαλίζουν την επιβίωση, και από την άλλη, τα αρχέγονα πάθη που τον κυριεύουν και τον σπρώχνουν πέρα από τα όρια της λογικής. Ανάμεσα σε αυτά, η επιθυμία, ο πόθος, η λαγνεία και η φιλοδοξία λειτουργούν ως δυνάμεις που είτε δημιουργούν είτε καταστρέφουν.
Στην αρχαία τραγωδία, οι ήρωες συντρίβονται από την ύβρη και τις σαρκικές επιθυμίες τους και στη βιβλική παράδοση, όπου το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στον πειρασμό. Στη λογοτεχνία, όπως και στην πραγματική ζωή, οι ήρωες που παλεύουν με τα πάθη τους στέκονται στο μεταίχμιο μεταξύ αυτογνωσίας και καταστροφής. Στον «Ασμοδαίο» του Βαγγέλη Παπαδιόχου, η πρωταγωνίστριά του ενσαρκώνει ακριβώς αυτή την πάλη: παγιδευμένη σε έναν κόσμο όπου η λαγνεία παίρνει μορφή και απαιτεί ολοένα και περισσότερα, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια επιλογή που έχει απασχολήσει κάθε άνθρωπο κάποια στιγμή στη ζωή του – θα παραδοθεί ή θα παλέψει να απελευθερωθεί; Αυτή η θεματική δεν είναι απλώς μια αφηγηματική σύμβαση, αλλά μια αντανάκλαση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος πάντοτε θα βρίσκεται σε αυτόν τον διαρκή αγώνα, ισορροπώντας μεταξύ των ενστίκτων που τον κρατούν ζωντανό και των παθών που μπορούν να τον οδηγήσουν είτε στη δημιουργία είτε στην άβυσσο.
Λογοτεχνικά, το έργο τολμά να προσεγγίσει τη γυναικεία ψυχοσύνθεση με απλότητα, αλλά και εξαιρετική διεισδυτικότητα.
Η αφήγηση καταφέρνει να σκιαγραφήσει την εσωτερική ζωή μιας γυναίκας με τρόπο που σπάνια αποτυπώνεται τόσο αληθοφανώς ‒ χωρίς υπερβολές, στερεότυπα ή επιτηδευμένες αναλύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρότι ο συγγραφέας βλέπει και αισθάνεται μέσα από την ανδρική ματιά, κατορθώνει να εισχωρήσει στα βάθη μιας πολυδιάστατης γυναικείας ύπαρξης. Η πρωταγωνίστρια δεν είναι μια μονοδιάστατη φιγούρα εγκλωβισμένη σε ρόλους που της έχουν επιβληθεί, αλλά μια σύνθετη, πολυεπίπεδη οντότητα που βιώνει αντιφατικά συναισθήματα, πάθη και αγωνίες. Η αφήγηση δεν φοβάται να αναδείξει τον εσωτερικό διχασμό μιας γυναίκας που ισορροπεί ανάμεσα στην επιθυμία και τον αυτοέλεγχο, την ανάγκη για ελευθερία και τη δύναμη των κοινωνικών επιταγών. Δεν διστάζει να καταδυθεί στον ψυχισμό της, να φωτίσει τις πιο απόκρυφες σκέψεις της, να αποδώσει με ρεαλισμό τη γυναικεία εμπειρία. Αυτή η λογοτεχνική προσέγγιση δεν είναι απλώς τολμηρή· είναι μια σπάνια ικανότητα να αφηγείται κανείς όχι μόνο όσα βλέπει, αλλά και όσα νιώθει μια γυναικεία ψυχή—μια ύπαρξη σύνθετη, πολύπλοκη και πολυλειτουργική, που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε εύκολους χαρακτηρισμούς. Με αυτόν τον τρόπο, το βιβλίο δεν λειτουργεί μόνο ως μια άλλη γυναικεία ιστορία, αλλά ως ένας καθρέφτης της ανθρώπινης εμπειρίας, ανεξαρτήτως φύλου. Ο συγγραφέας καταφέρνει να εξερευνήσει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την επιθυμία από την καταστροφή, τον έρωτα από την εμμονή, το πραγματικό από το φαντασιακό.
Η αφήγηση είναι καθηλωτική, με γλώσσα πλούσια και ατμοσφαιρική, που δημιουργεί σκηνές έντασης, αλλά και υπαινικτικής ποίησης.
Καθώς ο αναγνώστης βυθίζεται στην αφήγηση, διαπιστώνει σταδιακά πως οι δικές του ηθικές αντιστάσεις αρχίζουν να υποχωρούν. Η ιστορία δεν λειτουργεί απλώς ως ένας καθρέφτης των παθών της πρωταγωνίστριας, αλλά και ως ένα παιχνίδι αμφισβήτησης των ηθικών ορίων που μας έχουν επιβληθεί. Στο πρόσωπο της Αργυρώς Αποστολίδου αντικατοπτρίζεται ο στιλιζαρισμένος ηθικισμός μιας μεταμοντέρνας κοινωνίας που, παρά την επίφαση ελευθερίας, παραμένει γεμάτη στερεότυπα και καταπιεσμένες επιθυμίες. Η Αργυρώ δεν είναι μια συμβατική ηρωίδα· είναι μια ύπαρξη που βιώνει την εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στο πάθος και την αυτολογοκρισία, ανάμεσα στο τι θέλει και στο τι πρέπει να θέλει. Αυτή η διαμάχη θυμίζει τα λόγια του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη: «Το πάθος είναι η μεγαλύτερη έκφανση της ζωής. Το να προσπαθεί κανείς να το πνίξει είναι σαν να πνίγει την ίδια τη ζωή, στην πιο εκφραστική της εκδήλωση». Μέσα από αυτήν την οπτική, το βιβλίο θέτει ένα καίριο ερώτημα: είναι η ηθική ένας σταθερός, διαχρονικός κώδικας ή μια έννοια που μεταβάλλεται, ανάλογα με τις περιστάσεις και την εποχή; Η ίδια η αφήγηση μοιάζει να ψιθυρίζει πως η ηθική δεν είναι απόλυτη – είναι «υπόθεση χρόνου» (σελ.55 & σελ.71).
Αυτό που σήμερα θεωρείται ανήθικο, αύριο μπορεί να είναι αποδεκτό, και αυτό που κάποτε καταδικάζαμε, ίσως κρύβει μέσα του μια αλήθεια που δεν τολμούσαμε να αντικρίσουμε. Ο αναγνώστης δεν είναι απλός θεατής αλλά συνοδοιπόρος της Αργυρώς, εγκλωβισμένος και ο ίδιος στη δίνη των γεγονότων, νιώθοντας την ίδια υπαρξιακή αγωνία. Το μεγάλο ερώτημα που αιωρείται σε κάθε σελίδα είναι: μπορεί κανείς να ξεφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες; Και αν ναι, με ποιο τίμημα; Ένα σκοτεινό, υπνωτιστικό και απολύτως ατμοσφαιρικό βιβλίο, που αφήνει το αποτύπωμά του στο μυαλό και την ψυχή του αναγνώστη, προκαλώντας τον να αναμετρηθεί με τις δικές του σκιές. Μια ιστορία που δεν διαβάζεται απλώς, αλλά βιώνεται. Το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη λυρικότητα, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τόσο τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αργυρώς όσο και το υπόγειο σκοτάδι που την περιβάλλει. Η αφήγηση, είτε γραμμική είτε με εναλλαγές στον χρόνο, χτίζει σταδιακά την ένταση, οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια πορεία όπου η πραγματικότητα διαστρεβλώνεται και τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερφυσικό γίνονται δυσδιάκριτα. Ο Ασμοδαίος, είτε ως υπαρκτή μεταφυσική οντότητα είτε ως συμβολική ενσάρκωση των ανθρώπινων παθών, λειτουργεί ως ένας καθρέφτης των επιθυμιών που δεν τολμάμε να ομολογήσουμε, καθιστώντας το έργο ένα βαθιά υπαρξιακό και πολυεπίπεδο ανάγνωσμα.
Ευχόμαστε στον συγγραφέα να συνεχίσει να υφαίνει ιστορίες που διεισδύουν κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτοντας το ανείπωτο, ανατέμνοντας τις πιο σκοτεινές και πολύπλοκες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Να εξακολουθήσει να τολμά, να αναμετράται με τα όρια της λογοτεχνικής έκφρασης, να φωτίζει τις κρυφές γωνιές της ψυχής και να προσφέρει στον αναγνώστη έργα που δεν λειτουργούν απλώς ως αφηγήσεις, αλλά ως βαθιά υπαρξιακές εμπειρίες. Η πένα του να παραμείνει αιχμηρή, διεισδυτική και ακούραστη, να συνεχίσει να δημιουργεί κόσμους όπου το πραγματικό μπλέκεται αξεδιάλυτα με το φαντασιακό, όπου η λογική συγκρούεται με το ένστικτο, όπου η ηδονή και η αγωνία συνυπάρχουν αξεχώριστα, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην ψυχή και τη σκέψη.