/Βιβλιοκριτική: Αόρατη Γραμμή (Μαργαρίτα Χαντζιάρα)

Βιβλιοκριτική: Αόρατη Γραμμή (Μαργαρίτα Χαντζιάρα)

Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας

Ζούμε σε μια κοινωνία όπου έχουν ξεκινήσει μη-επανδρωμένα οχήματα να… υπερίπτανται πάνω από δημόσια πάρκα και να επιτηρούν ή να βγάζουν φωτογραφίες. Οι κάμερες κλειστού κυκλώματος καταγράφουν τα πάντα και πολλαπλά και τα δικαιώματα του απλού πολίτη –και ειδικά το εγγενές δικαίωμα στην ιδιωτικότητα- αγνοείται κάπου μέσα σε αυτήν την μονομανία. 

Στο Λονδίνο, εκεί στον ευρωπαϊκό Βορρά, υφίσταται η εξής εκπληκτική κατάσταση: υπάρχουν, σύμφωνα με μια αρκετά συντηρητική εκτίμηση, 600 χιλιάδες κάμερες που έχουν να κάνουν με την επιβολή του νόμου. Όσοι έχετε παρακολουθήσει την υπέροχη σειρά Sherlock του BBC, θα θυμάστε στο επεισόδιο-πιλότο τον τρόπο που το υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης –και πρεσβύτερος αδερφός του Σέρλοκ- Μάικροφτ Χολμς κατορθώνει να… «πείσει» τον Τζων Γουώτσον να μπει στο αυτοκίνητο με τη χρήση τριών πλησιόχωρων καμερών που επιτηρούν το χώρο γύρω από ένα τηλεφωνικό θάλαμο, όπου βρίσκεται. Σύμφωνα λοιπόν με την ίδια εκτίμηση, υπάρχει 1 κάμερα ανά 14 ή 15 κατοίκους. Άραγε αυτή η ασφυκτικά «προληπτική» προσέγγιση πετυχαίνει κάτι ή απλώς μένουμε με μία καταφανή υπονόμευση ή και πλήρη καταστρατήγηση της ιδιωτικότητας, όπου τα πάντα είναι διάφανα και όλα κινούνται στο φως της… μέρας των αστυνομικών αρχών (ubiquitous surveillance);

Φαίνεται πως το Λονδίνο είναι ένα θαυμάσιο μέρος, για να στήσεις ένα μυθιστόρημα μυστηρίου.

Το περίφημο fog του Λονδίνου έχει μια αναλογία προς την ομίχλη της Θεσσαλονίκης, που τόσο ύμνησε ο δικός μας Γιώργος Ιωάννου. Ο βροχερός καιρός, το απαλό φως, η μελαγχολική –όχι με την κακή έννοια!- ημέρα της πόλης των σπουδών του δικού μας Γιώργου Σεφέρη έρχονται να λειτουργήσουν σκηνογραφικά  και η Μαργαρίτα πράγματι αξιοποιεί στοιχεία αυτού του σκηνικού: μια από τις βασικότερες σκηνές, όπου βρίσκει την αδερφή της πρωταγωνίστριας Έμιλυ Χατζηπέτρου, θα στηθεί σε μια γέφυρα στον πόταμο Τάμεση, τόσο χαρακτηριστικό της πρωτεύουσας της Αγγλίας. Αλλού, μας γράφει: «Είχε πέσει το σκοτάδι και στο νούμερο 31 της Ρόιαλ Χιλ το μπλε φως δημιουργούσε ένα θολό φωτοστέφανο μέσα στην ομίχλη. Ήταν ένας από εκείνους τους παμπάλαιους, μπλε φανοστάτες της αστυνομίας° από τους ελάχιστους που υπήρχαν πια στο Λονδίνο, απομεινάρι της βικτωριανής εποχής. Βρισκόταν στη γωνιά της κεντρικής εισόδου του αστυνομικού Τμήματος και παρά την αχλή, η Έμιλυ που στεκόταν στο πάρκινγκ απέναντι, τον έβλεπε να αχνοφέγγει». (Ας σκεφτούμε: πόσα από αυτά τα «απομεινάρια» δεν έχουμε ξηλώσει στον τόπο μας, στο όνομα στο μοντέρνου και του «εκσυγχρονισμού»; )

Σε αυτό το ωραίο χωροχρονικό συγκείμενο λοιπόν έρχεται να τοποθετήσει την υπόθεσή της η Μαργαρίτα, μιλώντας για ένα έγκλημα το οποίο θα συγκλονίσει τα υψηλά δώματα της λονδρέζικης πλουτοκρατίας. Έχουμε έτσι τη δολοφονία ενός μέλους μιας μεγαλοεπιχειρηματικής οικογένειας, του Ντέιβιντ Άτγουντ. Πράγματι, οι κάμερες θα οδηγήσουν σε ένα βαρυσήμαντο εύρημα: ένα πρόσωπο ενδιαφέροντος, ένας περιθωριακός θα εντοπιστεί και θα οδηγήσει τελικά σε ένα σημείο του Λονδίνου, στο Ίζλιγκτον με τις εργατικές κατοικίες, όπου στα κοντέινερ μένουν όχι μόνο άνθρωποι με κακές έξεις (τοξικοεξαρτημένοι κ.λπ.), αλλά «κανονικοί» άνθρωποι με «κανονικές» δουλειές, που δουλεύουν για παράδειγμα στη βιομηχανία του γρήγορου φαγητού ή σε άλλες δουλειές (υποθέτουμε, πλήρους απασχόλησης…), αλλά αδυνατούν να πληρώσουν άλλη στέγη!

Το βιβλίο της Μαργαρίτας (Εκδόσεις Κύφαντα, 2023) θεωρώ πως είναι ενα καθαρόαιμο police procedural, βασισμένο σε εκτεταμένη και σε βάθος γνώση της λειτουργίας της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου,

όπου και θα δούμε να κινείται η πρωταγωνίστρια, αρχιεπιθεωρήτρια Έμιλυ Χατζηπέτρου, με την ομάδα της. Μάλιστα, η υπόθεση έχει και ένα προσωπικό στοιχείο, αφού το θύμα είχε παλαιότερα δεσμό με την αδερφή της, την Άννα. Στην Άννα είχε αρχικά δοθεί παραπλανητικό ραντεβού στη γέφυρα του Τάμεση και είχε λάβει παραπλανητικά μηνύματα από αποστολέα που ισχυριζόταν ότι είναι ο Ντέιβιντ. Η Έμιλυ πάντως φαίνεται πως είναι ένας άνθρωπος χαρακτηριστικά ακέραιος, με αφοβία και αμεροληψία μπροστά στις «κοινωνικές προκαταλήψεις» και τις πιέσεις που, όπως θα αναμενόταν, θα ασκούσε η πανίσχυρη οικογένεια Άτγουντ στην ίδια μέσω των ανωτέρων της. Και μάλιστα, όχι μόνο αυτό, αλλά ο ίδιος ο πατριάρχης της οικογένειας Άτγουντ, θα έχει εμφανή προτίμηση στην Χατζηπέτρου, με άδηλους σκοπούς… 

Πρόκειται για ένα προσεκτικό και καλογραμμένο έργο, διανθισμένο και με ένα λεξιλόγιο που ώρες-ώρες το απογειώνει λογοτεχνικά.

Πραγματεύεται συν τοις άλλοις και τις ενδιαφέρουσες ανθρώπινες -και φιλικές- αλληλεπιδράσεις που δημιουργούνται μεταξύ των μελών της ομάδας, όπου αναδεικνύονται οι πολλές αρετές της Χατζηπέτρου και ως ανθρώπου.

Πρόκειται συνολικά για ένα πολύ καλό έργο.
Όσο το διάβαζα, μέσα μου γεννιόταν η ιδέα πως, πέραν του καθαρά ερευνητικού κομματιού που ασφαλώς εστιάζει ως επί το πλείστον, θα μου άρεσε να δω μια σκηνή με έντονο σασπένς. Επίσης, κάποια υποπλοκή, που να μας δίνει μεγαλύτερη εμβάθυνση στους ανθρώπους και να πάρει το νου μας λίγο από την εξέλιξη της έρευνας. (Πιθανόν κάτι τέτοιο να υπήρχε στα προηγούμενα της σειράς, που όμως δεν έχω διαβάσει.)

Το στοιχείο της «ανθρωπινότερης» υποπλοκής μας το δίνει η συγγραφέας και με την άνοια του πατέρα Χατζηπέτρου, αλλά κυρίως μας τα κρατάει για το τέλος, με το οικογενειακό πρόβλημα του Τσαρλς Στόουν. Tέλος, στην περιοχή του Φέλιξστοου, έχουμε μια καταπληκτική -και καταληκτική- σκηνή δράσης, άκρως αποκαλυπτική.Στα πολύ-πολύ θετικά, η εξαιρετική αποτίμηση του προβλήματος των αστέγων. Σε γενικές γραμμές, ένα πολύ αξιανάγνωστο έργο!