Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Το να σχολιάσεις λεπτομερώς τις εξελίξεις στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά και τη συνολικότερη κατάσταση του βιβλίου στη χώρα μας, θα απαιτούσε μάλλον τον όγκο μιας εκτεταμένης μελέτης παρά ενός απλού άρθρου. Ας επιχειρήσουμε να αγγίξουμε τουλάχιστον μερικές βασικές αλήθειες.
3+1 είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων. Το εκδοτικό τοπίο, οι συγγραφείς, οι αναγνώστες και φυσικά οι κρατικές επιλογές.
Το εκδοτικό τοπίο έχει αλλάξει αρκετά σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Η αυτοέκδοση και η συνέκδοση αποτελούν τη νέα πραγματικότητα κι αυτό δεν θα ήταν εξ ορισμού κακό αν δεν οδηγούσε στον περιορισμό της ποιότητας, την έλλειψη κρίσης για τα έργα που φέρνει μαζί της την ψευδαίσθηση της λογοτεχνικής επάρκειας προς οποιονδήποτε, και τελικά την μετατροπή της εκδοτικής ευθύνης σχεδόν σε τυπογραφική διεκπεραίωση με συνεπακόλουθο την ελλιπή επιμέλεια, την εικαστική ανεπάρκεια, τη μείωση της προωθητικής δράσης, την αποφυγή μεταφράσεων και στόχευσης στο διεθνές κοινό.
Το αναγνωστικό κοινό παραμένει εξαιρετικά μικρό. Η πλειοψηφία των πολιτών διαβάζει ελάχιστα, οι θεματολογικές προτιμήσεις είναι πολύ συγκεκριμένες και η λογοτεχνική παιδεία λείπει όλο και περισσότερο, χαμένη κάπου ανάμεσα στην αποσπασματική εκπαιδευτική αντιμετώπισή της και τη σοσιαλμιντιακή υποκρισία που δήθεν αναδεικνύει σε αριστούργημα σχεδόν κάθε προσπάθεια, μέσα από ένα πλέγμα “ευπώλητης” ψευδολογίας και οικονομικά υποκινούμενης προβολής ή κατακρεουργεί αβάσιμα ορισμένες, μπλέκοντας τη θεμιτή προσωπική άποψη, με την εμμονή και το ατομικό σχόλιο με την εμπεριστατωμένη κριτική που βασίζεται στη γνώση και την εμπειρία.
Οι συγγραφείς αναζητούν μια θέση στον ήλιο της λογοτεχνίας αλλά κάποιες φορές δεν κατορθώνουν κάτι παραπάνω από αναμάσημα ξενόφερτων συνταγών και την υποταγή σε μια σεναριακή γραφή, δίχως πρωτοτυπία. Η ελληνική ταυτότητα αφήγησης είναι ένα ζητούμενο, με τη θεματολογική ανανέωση και τον τεχνικό πειραματισμό να μην προχωρούν με την απαραίτητη ταχύτητα.
Και τι κάνει το κράτος; Σίγουρα ο ρόλος του θα μπορούσε να είναι πιο ουσιαστικός με ευρύτερη και βαθύτερη αξιοποίηση μιας πολυεπίπεδης διδασκαλίας της ανάγνωσης και της δημιουργικής γραφής, με εντονότερη προβολή της εγχώριας παραγωγής, με στήριξη της εξωστρέφειας.
Όλα αυτά δεν προδιαγράφουν ένα ευοίωνο μέλλον για το ελληνικό βιβλίο. Αυτό όμως θα έπρεπε να λειτουργεί προς όλους ως ηχηρό καμπανάκι συνειδητοποίησης και ενεργοποίησης,
ώστε ο καθένας από την πλευρά του να αναλογιστεί τις ευθύνες του, να αντιληφθεί τις αυταπάτες του και να αντιδράσει δυναμικά και παραγωγικά συμβάλλοντας στην αναζωογόνηση του χώρου. Δεν είναι ούτε απλό, ούτε άκοπο αλλά τι νόημα έχει να υπάρχεις αν δεν αγωνίζεσαι για το καλύτερο.