Στo «Culturepoint.gr» ο συγγραφέας μιλά για τα χειρόγραφα ενός γκαρσονιού και ενός ταξιτζή που έγιναν βιβλίο και για το πώς φωτίζουν την Ελλάδα στη δεκαετία του ‘30 πέρα από τις επίσημες αφηγήσεις
Το βιβλίο «Τα Κόκκινα Τετράδια» του κυρίου Θωμά Σιταρά, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell, αντλεί υλικό από δύο ανώνυμους χρονικογράφους της καθημερινότητας και μας ξεναγεί στα παρασκήνια μιας κοινωνίας που δοκίμαζε τα όριά της ανάμεσα στον πουριτανισμό και την απελευθέρωση. Μέσα από ματιές σε καφέ, ταξί και γειτονιές, αναδύονται μικρές αφηγήσεις επιθυμίας και υποκρισίας που σπάνια καταγράφηκαν από την επίσημη ιστορία.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή Πουλτσίδη
Κύριε Σιτάρα, πώς φτάσατε στα τετράδια του γκαρσονιού και του ταξιτζή και ποια ήταν τα κριτήρια με τα οποία αποφασίσατε ότι αυτό το ανεπίσημο αρχείο μπορεί να σταθεί ως ιστορικό και λογοτεχνικό τεκμήριο
Θ.Σ.: Από το 2010 ασχολούμαι συστηματικά με την Αθηναιογραφία. Αντλώ το υλικό για τα βιβλία μου κυρίως από τις εφημερίδες και τα περιοδικά της περιόδου 1832-1940. Ξεφυλλίζοντας κανείς αμέτρητες σελίδες διαμορφώνει μια καλή εικόνα της κοινωνίας και της καθημερινότητάς της.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα διαφημίσεις με δεκάδες μάρκες προφυλακτικών, αμέτρητες αγγελίες αφροδισιολόγων, πονηρούς τίτλους βιβλίων, πηχυαίους τίτλους εφημερίδων του είδους ¨Πως οι έκφυλοι γλεντζέδες διαφθείρουν τις αθώες μικρές…¨, που βγάζουν μάτι. Μιλάμε ιδιαίτερα για την εικοσαετία 1920-1940.
Το κερασάκι στην τούρτα το έβαλε η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ που για εβδομάδες μετέφερε κομμάτια από τα απομνημονεύματα ενός γκαρσονιού και ενός ταξιτζή που λόγω επαγγέλματος ¨είδαν πολλά τα μάτια τους¨.
Επεξεργάστηκα με τη σειρά μου όλο αυτό το πλούσιο υλικό, θέλοντας να αναδείξω μια άλλη πτυχή που παρέμεινε μέχρι σήμερα ταμπού.
Στο «Τα κόκκινα τετράδια» κρατάτε την αμεσότητα και το χιούμορ των πρωτογενών καταγραφών χωρίς να χάνονται η ακρίβεια και η τεκμηρίωση. Ποιες εκδοτικές και ερευνητικές αποφάσεις χρειάστηκε να πάρετε για να ισορροπήσετε ανάμεσα στη γνησιότητα του υλικού και στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης έκδοσης
Θ.Σ.: Τα κείμενα έχουν μεταφερθεί σε απλή δημοτική, ενώ πλούσιο φωτογραφικό υλικό, γελοιογραφίες και αποκόμματα βοηθούν τον αναγνώστη στο να έχει μια ζωντανή εικόνα. Το χιούμορ είναι επίσης απαραίτητο αφού ήταν διάχυτο παλιά.
Οι σελίδες αναδεικνύουν μια Ελλάδα όπου συνυπάρχουν οι «καθώς πρέπει» νόρμες με μια ζωντανή υπόγεια ερωτική ροή. Με βάση όσα μελετήσατε θεωρείτε ότι μιλάμε για κοινωνική υποκρισία ή για μια ήσυχη διαδικασία εκσυγχρονισμού που απλώς δεν είχε δημόσιο λεξιλόγιο να την περιγράψει
Θ.Σ.: Μα και τα δύο. Για άλλους έτσι, για άλλους αλλιώς.
Συναντάμε μοτίβα που θυμίζουν εκβιασμούς, γαμήλια συμβόλαια, έμφυλες ιεραρχίες και μικρές καθημερινές διαπραγματεύσεις ισχύος. Πώς χαρτογραφήσατε αυτά τα φαινόμενα ώστε να μη μετατραπούν σε σκανδαλοθηρία αλλά σε εργαλείο κοινωνικής κατανόησης
Θ.Σ.: Μεταφέρω γεγονότα και πραγματικές καταστάσεις και ο καθένας μπορεί να τις κρίνει ανάλογα με την δική του οπτική γωνιά. Βασικά υπερισχύει η διάθεση μου για ανάδειξη της σκανδαλοθηρίας σε αντίβαρο μιας υποκριτικής διακριτικότητας.
«Τα κόκκινα τετράδια» περιλαμβάνουν εικόνες, αποκόμματα και εικονογραφικό υλικό της εποχής. Πώς λειτουργεί η εικόνα ως δεύτερη αφήγηση και ποια μέθοδο ακολουθήσατε για να ταιριάξετε οπτική μαρτυρία και κείμενο χωρίς να αλλοιωθεί το νόημα των πρωτογενών πηγών
Θ.Σ.: Πρέπει να ομολογήσω ότι κουράστηκα πολύ στην αναζήτηση εικονογραφικού υλικού σε ισορροπημένη δόση και απόλυτα σχετικό με τα κείμενα. Το αποτέλεσμα ικανοποιεί και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι το κείμενο με την τσάρκα των μπανιστηριτζήδων στην Κυψέλη, συνοδεύεται με τις διευθύνσεις των ημιυπόγειων με τρυπούλες στα παντζούρια που άνοιγαν οι ίδιοι!
Στα τετράδια μιλούν ανώνυμοι άνθρωποι που έβλεπαν και άκουγαν. Τι όρια βάλατε σε ζητήματα ιδιωτικότητας, ταυτοποίησης και ηθικής ευθύνης όταν μεταφέρατε ιστορίες που αφορούν έρωτα, σώμα και φήμη σε μια σύγχρονη δημόσια ανάγνωση
Θ.Σ.: Φυσικά δεν θίγουμε κανένα. Αν κρίνω από τα σχόλια στα ΜΜΕ η εποχή μας είναι πολύ τοξική και οι παρεξηγήσεις περισσεύουν.
Τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης για τη σημερινή Ελλάδα διαβάζοντας για την Ελλάδα του τριάντα και πώς πιστεύετε ότι τέτοια ανεπίσημα αρχεία μπορούν να ανανεώσουν τον τρόπο που αφηγούμαστε την ιστορία μας
Θ.Σ.: Θα πρέπει να γίνει μια συνειδητή προσπάθεια να μάθουμε –πρωτίστως στα σχολεία- την καθημερινή ιστορία των απλών ανθρώπων, ξεκινώντας από τα αρχαία χρόνια. Αυτό θα βοηθήσει να αντιληφθούμε καλύτερα τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν κάθε εποχή.