Ο συγγραφέας Πέτρος Πουρλιάκας απαντά στις ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα με αφορμή την έκδοση του νέου του μυθιστορήματος “Αλμυρό Μετάξι” από την Εκδοτική Αθηνών.
Κυκλοφόρησε το νέο σας μυθιστόρημα με τίτλο “Αλμυρό Μετάξι”. Τι πραγματεύεται;
Πραγματεύεται την αληθινή ιστορία ενός Ιαπωνικού εμπορικού ατμόπλοιου με το όνομα «Τοκέϊ Μαρού» που έσωσε εκατοντάδες πρόσφυγες κατά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 πετώντας ολόκληρο το πολύτιμο φορτίο μεταξιού στη θάλασσα. Πραγματεύεται παράλληλες ζωές. Την ζωή στην Σμύρνη και την ζωή στην Ιαπωνία των αρχών του 20ου αιώνα.
Πείτε μας κάποια παραπάνω στοιχεία για τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου;
Έχουμε μια Ελληνική οικογένεια της Σμύρνης με τρία παιδιά και μια κυρά οικονόμο της οικίας. Παράλληλα έναν φίλο καλό με μαγαζί κάτω στην προκυμαία, αλλά και έναν τρελό στο άσυλο ψυχασθενών. Στην μεριά της Ιαπωνίας έχουμε τον Πλοίαρχο με την σύζυγό του και τους ναύτες του, μα έχουμε και εδώ τον τρελό του χωριού. Αυτοί οι δυο «τρελοί», της Σμύρνης και της Ιαπωνίας, ξεστομίζουν τις μεγαλύτερες αλήθειες που δεν τολμούν να ξεστομίσουν οι «γνωστικοί», αυτοί που είναι απ’ έξω, αυτοί που οδηγούν τον κόσμο. Στο «Αλμυρό Μετάξι» υπάρχουν ήρωες και αντιήρωες με τους ρόλους τους να μπλέκονται.
Τι θέλετε να αποκομίσει ο αναγνώστης μέσα από το βιβλίο σας; Ποιο μήνυμα θέλετε να στείλετε;
Αρχικά αυτό που θα ήθελα να αποκομίσει κανείς, και πιστεύω πως το έχω καταφέρει σε μεγάλο βαθμό, είναι πως αυτή η πράξη αλτρουισμού του Ιάπωνα Πλοιάρχου ήταν φυσικό επόμενο ότι θα γίνονταν. Πέταξε όλο το φορτίο μεταξιού εκατομμυρίων δολαρίων στην θάλασσα, πέρασε ανάμεσα από τα πολεμικά πλοία, έδεσε στην προκυμαία της Σμύρνης και επιβίβασε δίχως τον παραμικρό δισταγμό 825 ανθρώπους, την ώρα που η πόλη καίγονταν. Οι αποφάσεις αυτές μοιάζουν να είναι της στιγμής μα δεν είναι. Είναι γέννημα μιας ζωής ολόκληρης, γέννημα μιας διαφορετικής κουλτούρας και εν τέλει γέννημα μιας αλλιώτικης στάσης ζωής που ταιριάζει απόλυτα με έναν Ιάπωνα Πλοίαρχο μεγαλωμένο με αρχές που τουλάχιστον έχουν ξεδιαλύνει απ’ την αρχή το χρήσιμο με το άχρηστο. Οι άνθρωποι είναι πάνω απ’ το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, πάνω απ’ τις «ενεργειακές πηγές», που ως ειρωνεία προορίζονται για αυτούς. Όμως δεν μου έφτανε αυτό. Ήθελα να ξεδιπλώσω στον αναγνώστη την ζωή στην Σμύρνη. Όχι μονάχα μιας οικογένειας σε ένα καλό προάστιο, μα και στις γειτονιές, στα χαμαιτυπεία, στο λιμάνι, και στα «καλά» τα σπίτια. Ήθελα να ζήσουμε την Σμύρνη στις αποκριές, την καθαροδευτέρα με τα τσερκένια, την πρωτοχρονιά με τα κάλαντα, το Πάσχα και τα μπερδέματα με τη διαφορά του ημερολογίου. Να ζήσουμε τους Σμυρνιούς στις καλές τους μα και στις ανάποδες, στους καλούς τους τρόπους και στα κλαμπ, μα και στην μαγκιά με τους νταήδες και τους ψευτοπαλληκαράδες. Όλη η Σμύρνη έρχεται κοντά μας. Στην ψυχή μας. Το μήνυμα; Όλα γίνονται. Οι μεγαλύτερες ουτοπίες ξεκινούν από ένα χαμόγελο.
Πώς καταγράφεται μέσα από τους ήρωες σας η τραγική στιγμή της Μικρασιατικής καταστροφής; Που αποδίδονται οι ευθύνες του γεγονότος;
Αποδεκατίζονται. Κομματιάζονται. Εκεί που καταρρέουν, ανασηκώνονται, και εκεί που ανασηκώνονται πέφτουν στην άβυσσο. Επειδή είναι άνθρωποι. Και οι άνθρωποι μπορούν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια του Άδη και κοροϊδεύοντάς τον να ξαναβγαίνουν στο φως. Μα το σκοτάδι πάντα αφήνει σημάδια πάνω τους. Πάνω μας. Οι ήρωες του αλμυρού μεταξιού δεν φτάνουν στα ανθρώπινα όρια άλλα τα ξεπερνούν βάζοντας καινούργια.
Οι ευθύνες ανήκουν στην Ελληνική κυβέρνηση δίχως περικοπές και δίχως «μασήματα». Τα λόγια γράφονται και λέγονται, δεν είναι μαστίχες Χιώτικες να μασιούνται. Ένα στοιχείο μονάχα θα σας δώσω και αυτό φτάνει. Υπήρξε προδοτική απαγόρευση δια νόμου της εξόδου των ελληνικών και των υπολοίπων χριστιανικών πληθυσμών από την Ιωνία. Από τις αρχές (!) του 1922 είχε παρθεί η απόφαση για την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Για να μην «δημιουργηθεί ρεύμα μεταναστών» για προφανείς λόγους, (επειδή αυτοί οι άνθρωποι θα διπλασίαζαν τον πληθυσμό της Ελλάδας και καθότι προδομένοι άρα όχι καλοί ψηφοφόροι), ψηφίστηκε ο κατάπτυστος νόμος 2870/1922, ο οποίος προέβλεπε αυστηρές πειθαρχικές ποινές, στην περίπτωση σύλληψης πλοίων που θα μετέφεραν Έλληνες μετανάστες στην Ελλάδα και μάλιστα διωκόμενους και σφαζόμενους από τον νεοτουρκικό στρατό. Ο νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε τον Ιούλιο, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου, ομοφώνως στη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1922 και υπογράφτηκε στις 16 Ιουλίου 1922 από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Λ.Κ. Ρούφο. Δύο ημέρες αργότερα σφραγίστηκε με την «μεγάλη του κράτους σφραγίς» με την υπογραφή του Δημητρίου Γούναρη, υπουργού Δικαιοσύνης. Όταν ο Στεργιάδης ( Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης) ανακοίνωσε στο νεαρό τότε πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου την επερχόμενη καταστροφή, δέχθηκε την ερώτηση: «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;» Η απάντηση του Στεργιάδη ήταν η εξής: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα!»
Αλήθεια, ψάχνετε ακόμα για ευθύνες;
Πώς βλέπετε την πορεία του βιβλίου μέσα στην ψηφιακή μας εποχή;
Το βιβλίο κάποτε ήταν το αποτέλεσμα του πολιτισμού, τώρα καλείται να γίνει η αιτία. Οι υπολογιστές τη δουλειά τους και μείς με τα βιβλία τη δική μας.
Πιστεύετε στη μοίρα ή στη τύχη;
Να προσδιορίσουμε αρχικά τι είναι «μοίρα» και τι «τύχη»;
Ένα το κρατούμενο, η «τύχη». Είναι αυτό που δεν γνωρίζουμε πώς, πότε, από πού, και γιατί, αλλά είναι ο μεγάλος συμπαντικός αλγόριθμος ή αλλιώς νομοτέλεια. Αυτό που είναι ακαθόριστο, λέμε. Η παραξενιά εδώ, ή αν θέλετε το «παράδοξο», είναι πως κατά βάθος και με κάποιον τρόπο γνωρίζουμε όλοι μας πως η τύχη μπλέκεται στα της μοίρας.
Δεύτερο το κρατούμενο, η «μοίρα». Είναι αυτό που ακυρώνει την τύχη, δηλαδή αυτός ο αλγόριθμος του πρώτου κρατούμενου. Αυτό που είναι «γραμμένο», λέμε.
Τρίτο το κρατούμενο, η «ελεύθερη βούληση». Είναι εκείνη που μας δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζουμε στη «στιγμή» για τα μελλούμενα. Αυτό το λέμε, «έτσι γιατί ήθελα.» Αν υπάρχει, και το βάλουμε στην άκρη με τα δυο πρώτα κρατούμενα αλληλοεξοντώνονται και εξαφανίζονται. Έτσι επειδή… «Θέλαμε.» Ε, λοιπόν εκείνοι οι ναύτες του «Τοκέϊ Μαρού», οι ναύτες του αλμυρού μεταξιού, ήθελαν. Είναι απ’ αυτές τις στιγμές που τα ινία τους τα κρατά η μοίρα, λέμε. Μα μήπως τα κρατάμε εμείς; Είμαστε οι μοίρες μας; Αν και οι νόμοι του ουρανού είναι και θα παραμείνουν παντοτινά αδιευκρίνιστοι, λέω ναι, πιστεύω στην μοίρα που δημιουργούμε. Παράδοξο; Ρωτήστε ανθρώπους που βγήκαν ζωντανοί απ’ του πολέμου τα συντρίμμια, μάνες με τα μωρά τους στην αγκαλιά ζωντανά ή νεκρά, μα και στρατηγούς λίγα τέρμινα πριν πατήσουν την σκανδάλη με την κάνη να ακουμπά τον γκρίζο κρόταφό τους, άξιοι της μοίρας τους. Της μοίρας μας.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Πήξαμε στον ρεαλισμό. Ρομαντισμό χρειαζόμαστε φυσικά. Μα μην μπερδευόμαστε. Ρομαντισμός δεν είναι να κουνάμε αμυγδαλιές κι όσο πέφτουν άνθη να τραγουδάμε καντάδες. Αυτός είναι ψεύτικος και επιτηδευμένος. Όχι, όχι. Ρομαντισμός είναι να βγάζεις γλώσσα στην βλακεία που, δεν μπορεί, κάποτε θα νικηθεί. Ρομαντισμός είναι να πιστεύεις στους ανθρώπους, που δεν μπορεί, κάποτε θα κλείσουν τα φλύαρα στόματά τους και θα ακούσουν. Ρομαντισμός είναι να βρίσκεσαι στα καζάνια ενός βαποριού φτυαρίζοντας κάρβουνο, με νύχια πήχτρα στο κατράμι, με τρύπια φανέλα, και με καρδιά φωτεινή. Τόσο φωτεινή που μόλις ακούσεις τη σφυρίχτρα του Πλοίαρχου θα τρέξεις να βοηθήσεις πετώντας μετάξι και δολάρια στο Αιγαίο, κουβαλώντας ανθρώπους στην καρδιά σου, για πάντα. Ο ρομαντισμός, δεν φοράει κουστούμι φοράει τρύπια φανέλα και συνήθως έχει μαύρα νύχια.