Στον Σύλλογο Άνω Αμπελοκήπων στην προβολή του ντοκιμαντέρ των Αντώνη και Στέλιου Διαμαντή Γιάννης Θεοδωράκης «Ναι… μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε»
Αναστασία Βούλγαρη
5/12/2024
Ευχαριστώ τον Στέλιο Διαμαντή για την πρόσκλησή του να μιλήσω για την ποίηση του Γιάννη Θεοδωράκη– κι αυτή η ευχαριστία δεν είναι τυπική, μα εντελώς ουσιαστική.
Διότι, για να μιλήσω απόψε για τον Γιάννη, χρειάστηκε να διεισδύσω στα βάθη της ποίησής του, να επικοινωνήσω μαζί της διαφορετικά αυτή τη φορά, για να συναντήσω τελικά την ψυχή του. Όσο βέβαια εκείνος μου το επέτρεψε. Ξέρετε, οι ποιητές συνήθως κρατάμε τον βυθό των ποιημάτων μας ανεξερεύνητο, γιατί εκεί κρύβονται τα μύχια της ψυχής μας.
***
Η ποίηση, όπως κάθε μορφή τέχνης, επιτελεί τον σκοπό της όταν ο καθένας μας μπορεί στον ποιητικό λόγο να βρει τον εαυτό του, να ταυτιστεί με λέξεις, αισθήματα, νοήματα και ιδέες. Η θεοδωρακική ποίηση επιτυγχάνει αυτή την ταύτιση και δημιουργεί μία κατάσταση ενότητας, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη της αποστασιοποίησης του έργου τέχνης από τον άνθρωπο, από την κοινωνία, τελικά, και της φειδωλής έκφρασης των συναισθημάτων και των ιδεών του δημιουργού. Βρίσκεται σε σύγκρουση με τις δυνάμεις που επιβάλουν στους πνευματικούς δημιουργούς και στους καλλιτέχνες τον ψυχικό, συναισθηματικό και καλλιτεχνικό αυτό-ακρωτηριασμό τους.
***
Το τραγούδι μάς ενώνει. Τη στιγμή που τραγουδάμε τη μελοποιημένη ποίηση του Γιάννη Θεοδωράκη ή του Ρίτσου, ή του Λειβαδίτη, εκείνην ακριβώς τη στιγμή γινόμαστε όλοι κοινωνοί και εραστές του Ωραίου και του Δικαίου. Φανταστείτε να ακούγονταν καθημερινά τα τραγούδια του Θεοδωράκη, του Λεοντή, του Μαρκόπουλου– όλης αυτής της «σχολής» του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Αρχικά, θα γινόμασταν δέκτες και στη συνέχεια πομποί των νοημάτων και των ιδεών της μελοποιημένης ποίησης, καθώς θα καλλιεργούσαμε το πνεύμα μας και τον ψυχικό μας κόσμο, και θα διαμορφώναμε μία άλλη συνείδηση και μία άλλη αισθητική. Ίσως να άλλαζε ο συσχετισμός των δυνάμεων.
***
Όσο μελετούσα τον ποιητικό λόγο του Γιάννη, τη μοναδικότητα της γραφής και του ύφους του, όσο βυθιζόμουν στην ποίησή του τόσο πιο ξεκάθαρα τον έβλεπα, ώσπου, τελικά, συνάντησα εκείνο το «Μελαχρινό παιδί» που λέει:
Έχω έναν καημό μέσα στο κεφάλι
έχω μια φωτιά μέσα στην καρδιά
πέλαγο η αγάπη μου μεγάλη
το μεράκι θάλασσα πλατιά.
Η ποίηση του Γιάννη Θεοδωράκη αγκαλιάζει τη λαβωμένη Ελλάδα και την τραυματισμένη καρδιά της ελληνικής Αριστεράς· τον καθένα μας χωριστά και όλους μαζί. Γιατί ο Θεοδωράκης, όπως κι ο κάθε ποιητής που υπηρετεί τον καιρό του και τον λαό του, είναι δηλαδή στρατευμένος, στο έργο του συνδέει το συλλογικό με το ατομικό, το κοινωνικό με το οντολογικό και φωτίζει την μεταξύ τους διαλεκτική σχέση.
Ο Θεοδωράκης θρηνεί για τον Εμφύλιο, αλλά δεν ξεχωρίζει τους πληγωμένους παρά την ξεκάθαρη ιδεολογική του θέση. Η τρυφερότητα της ύπαρξής του και της ποίησής του τον κάνει να αφουγκράζεται τα συναισθήματα ακόμη και εκείνου που βρίσκεται στον απέναντι στρατό.
Φαντάροι του Γράμμου
αντάρτες του Βίτσι
οι καιροί πήραν το χρώμα της στολής σας
άφθαρτ’ αγάλματα στις ρεματιές και στα λαγκάδια
μείνετ’ εκεί στον προδομένο ύπνο σας.
Και παρακάτω:
Σκοτωμένοι πολεμιστές
μείνετ’ εκεί
στο Γράμμο και στο Βίτσι.
Ο Θεοδωράκης βιώνει τη στρατιωτική ήττα της κομμουνιστικής Αριστεράς και τις διώξεις των κομμουνιστών ακόμη και μέσα στο ίδιο του το σπίτι· και πενθεί. Όμως κατορθώνει να μετασχηματίσει το πένθος σε δημιουργία, σε πρόταση αγώνα και στάση ζωής. Στην ποίησή του το όνειρο δεν έχει ματαιωθεί.
Και σήμερα
και σήμερα πρέπει να προσφέρουμε ανάσες πολλές
αν θέλουμε να πέσει η σταλαγματιά τ’ ουρανού στο δάσος.
Όμως, προηγουμένως μας έχει προτρέψει:
Βγάλε τα μαύρα πανιά
κράτα το χέρι μου σφιχτά
κι αν μας καρφώνουνε
και μας σταυρώνουνε
και μας ματώνουν την καρδιά.
Αλλά, δεν ονειροβατεί· γνωρίζει πως–
Σε λίγο θα βρεθούμε μπροστά στο συμβούλιο των Κροκοδείλων
των Συμβούλων τα κεφάλια μόλις κι εξέχουν απ’ το νερό
στους ιριδισμούς του δειλινού δείχνουν τα δόντια τους
φονιάδες από πάθος και συμφέρον.
***
Ο Θεοδωράκης δεν οικοδοµεί μιαν άλλη ποιητική πραγματικότητα κάπου αλλού σ’ έναν φανταστικό δεύτερο κόσμο, για να κρυφτεί. Δεν αναζητά καταφύγιο. Αντιθέτως, η ποίησή του βρίσκεται στο «τώρα» και στο «εδώ» υλική, και μνήμη αιμάσσουσα.
Βρετανική ιμπεριαλιστική εισβολή στη Αθήνα. Ένας Άγγλος αφηγείται:
Εγώ ξέρω.
Ήμουν εδώ σμηναγός της RAF το Δεκέμβρη του 1944
πολυβολούσα με τα καταδιωχτικά μου τις εργατικές συνοικίες
άντρες γυναίκες παιδιά τρέχουν στα σοκάκια να σωθούν.
Νέος, τότε,
με το μουστάκι μου στριφτό ραντισμένο λεβάντα
«κάποιον από τους τρεις
τον άντρα, τη γυναίκα, το παιδί
κάποιον διάβολο, θα πέτυχα»
λέω στον ρεπόρτερ.
Δικτατορία:
Εμπρός αγαπημένοι
εμπρός αγαπημένοι
βγείτε στους δρόμους
την Αθήνα βοηθήστε| πάλι όρθια να σταθεί!
***
Ο Θεοδωράκης δηλώνει άφοβα και ξεκάθαρα τα συναισθήματά του: την αγάπη, τον πόνο, την οδύνη, τη μοναξιά, την απώλεια.
Το τραίνο αυτό που σε ξερίζωσε
μου σκίζει πάντα την καρδιά
το σφύριγμά του είναι για με λυγμός
το πέρασμά του είναι καημός.
Απευθύνεται τρυφερά. «Καρδούλα μου», «αγάπη μου», «μικρούλα μου», «ροδάκινό μου».
Αφουγκράζεται τον άνθρωπο, καθώς αφουγκράζεται την καρδιά του κόσμου.
Θα’ χουμε δε θα’ χουμε βροχή
δεν ενδιαφέρει αυτόν με τη χειροβομβίδα στην τσέπη
τον φωνάζουν Ποσειδώνα
–ψευδώνυμο βέβαια
το πραγματικό του είναι Άχμετ–
κείτεται στο πεζοδρόμιο μ’ ανοιχτά μάτια
δυο βούλες κόκκινες αχνίζουν ελάχιστη ζωή ακόμα
τρυφερά ο άνεμος
άνεμος από την Παλαιστίνη
χαϊδεύει τα κατσαρά μαλλιά του
η πολιτεία δεν ήταν στα μέτρα του
Ο Θεοδωράκης στρέφει το βλέμμα στο μέλλον:
Έτσι, πέρασε μια ακόμα γεμάτη μέρα η κυρά-Ευρώπη
με κύκλους μαύρους γύρω από τα μάτια
χωμένη στο μπαλωμένο σάλι της
ζητιανεύει στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος
***
Ο χρόνος δεν τον τρομάζει ούτε ο θάνατος. Ερωτεύεται.
Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη είναι γήινος· έχει σάρκα:
Γαντζώσου στο κορμί μου
ο ιδρώτας που απομένει είναι δικός σου
όπως τότε που ο έρωτας δεν ήταν απαγορευμένος στα σιντριβάνια.
Είναι διονυσιακός
…όπως τον καιρό που ο έρωτας στους κήπους δεν ήταν απαγορευμένος.
Είναι αισθησιακός:
Στις μαργαρίτες ξαπλωμένοι αγάπη μου
ήλιος καυτός σπρώχνει το χέρι μου
από το στήθος σ’ όλο το κορμί σου
«ωραία που είναι», ψιθυρίζεις,
«ωραία που είναι η φωνή σου».
***
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1996, το φως σβήνει για πάντα από τα μάτια του Γιάννη. Λίγο πριν φύγει, έγραψε τον κύκλο Λυρικώτατα, δύο ποιήματα που τα μελοποίησε ο Μίκης.
Και φεύγοντας, ο Γιάννης αποχαιρετά μ’ ένα τελευταίο ποίημα «Της νύχτας το όνειρο»
Στο κάθε σου βλέφαρο και ένα όνειρο
κι όλα τα όνειρα θάλασσα απέραντη.
Απ’ τα χρυσά της κύματα σου κάνω νοήματα
να κλείσεις τα μάτια
τυφώνας έρχεται
και σαρώνει ιστορίες που τελειώσαν.
Το χέρι που άπλωσες στον πυρετό μου
είναι το όνειρο για την ώρα που φυλάει
ο γλάρος που έστειλα και σε περιμένει.